Η δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής δεν είχε στόχο τον φασισμό, αλλά τη δημοκρατική ομαλότητα. Είναι εγκληματική φασιστική ενέργεια. Κι είναι ευτύχημα ότι, εκτός κάποιων γραφικών ακροδεξιών και εθνικιστών «συμβούλων» του Πρωθυπουργού, κανένας δεν επικαλέστηκε τη θεωρία των άκρων, μια θεωρία βούτυρο στο ψωμί στην προσπάθεια της ΧΑ για την πολιτική επιστροφή της. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε όσοι πιστεύουμε στη μία και ενιαία φιλελεύθερη δημοκρατία είναι να εξετάσουμε ποιοι (και τι) τη βλάπτουν.
Σε δημοκρατικές συνθήκες, εκεί όπου είναι δυνατόν κάποιος να διεκδικήσει ελεύθερα την επικράτηση των ιδεών του, κανένα μίσος – φυλετικό ή ταξικό – δεν αποτελεί πολιτική και δημοκρατική πράξη. Παρότι το φυλετικό μίσος δεν εδράζεται σε καμία φυλετική ανισότητα, ενώ το ταξικό εδράζεται στις κοινωνικές ανισότητες, και τα δυο είδη μίσους, όταν αναπτύσσονται σε συνθήκες δημοκρατίας, είναι αυτόματα καταδικαστέα.
Η καταδίκη της βίας απ? όπου και αν προέρχεται στο πλαίσιο των δημοκρατικών κοινωνιών, αν και αναγκαία, είναι ημιτελής. Γιατί αφενός η βία στις μη δημοκρατικές κοινωνίες είναι η μαμμή της δημοκρατίας, αφετέρου κάθε δημοκρατικό κράτος, ως κάτοχος του μονοπωλίου άσκησης νόμιμης βίας, οφείλει να προστατεύει την υπόστασή του ασκώντας αυτό το δικαίωμα κατά των εξωτερικών εχθρών του.
Ισως δεν θα είχαμε φθάσει εδώ αν θέταμε τα ζητήματα που αφορούν την άσκηση βίας στο αντιφατικό αλλά και πολύπλευρο πλαίσιό τους. Πάντως, σήμερα, αριστερό θα είναι να συμβάλει η ριζοσπαστική Αριστερά στη στήριξη της έννομης τάξης και όχι να λαϊκίζει ταυτίζοντας τον φασισμό με το Μνημόνιο, φωνάζοντας «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» ή επικροτώντας πράξεις ανομίας (Κερατέα, Υδρα, «Δεν πληρώνω», Σκουριές). Αλλά επίσης αριστερό είναι να μην κλείνει κανείς τα κεντροαριστερά και φιλελεύθερα μάτια του μπροστά στη διαφθορά των επάνω και τη φτώχεια των υπολοίπων, υποβάλλοντας σε κριτική μόνο την ανομία των κάτω.
Βλάπτουν τη δημοκρατία όσοι θεωρούν ότι ο πολυκομματισμός, ο ιδεολογικός πλουραλισμός και, κυρίως, η δυνατότητα να αλλάξεις την κυβέρνηση ενός τόπου χωρίς να καταφύγεις στα οδοφράγματα ή τα τανκς είναι τυπικότητες και τίποτα παραπάνω. Γιατί αυτοί μπορεί έτσι να νομιμοποιήσουν την πεποίθηση όσων θεωρούν ότι τα ατομικά δικαιώματα και οι ελευθερίες όσων σκέπτονται διαφορετικά είναι εξίσου μια τυπικότητα. Από εκείνη τη στιγμή, η πολιτική, από πεδίο επίλυσης προβλημάτων (Καρλ Πόπερ), μετατρέπεται σε πεδίο διαχωρισμού του εχθρού από τον φίλο (όπως την όρισε ένας από τους θεωρητικούς προδρόμους του ναζισμού, ο Καρλ Σμιτ). Το σύνθημα «εμείς ή αυτοί» εκφράζει αυτή την αντίληψη.
Την ίδια όμως στιγμή βλάπτουν τη δημοκρατία και όσοι αδιαφορούν για τη διαφθορά των ελίτ, αλλά και για τη μείωση των ανισοτήτων, για την αναδιανομή και για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών προς τους πολίτες. Οσοι δηλαδή αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία ως κάτι άσχετο ως προς τις κοινωνικές συνέπειες των λειτουργιών της ελεύθερης αγοράς.
Με τα λόγια του Τσβετάν Τοντορόφ («Οι Εσωτερικοί Εχθροί της Δημοκρατίας», εκδ. Πατάκη), αντίπαλοι της δημοκρατίας είναι αυτοί που, αν και μιλούν εξ ονόματός της, εξορίζουν απ? αυτήν είτε το στοιχείο της ελευθερίας (λαϊκισμός, ξενοφοβία) είτε αυτό της κοινωνικής ισότητας (νεοφιλελευθερισμός).
Βλάπτουν τη δημοκρατία όσοι της αρνούνται το δικαίωμα άσκησης έννομης βίας κατά των εχθρών της, αλλά και όσοι συγχέουν την καταδικαστέα ανομία με το δικαίωμα των πολιτών να αμφισβητούν τους νόμους, ακόμη και με τη χρήση του μέσου της πολιτικής ανυπακοής – η τελευταία είναι ίδια από την εποχή της Αντιγόνης μέχρι την εποχή του Θορό και των αρνητών στράτευσης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Βεβαίως, πολιτική ανυπακοή σημαίνει ότι αυτός που αρνείται την ορθότητα ενός νόμου καταφεύγει στη Δικαιοσύνη και στο Κοινοβούλιο για να τον αλλάξει, όχι στη βία.
Ολα αυτά θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, αλλά δεν είναι. Γι? αυτό και φθάσαμε στις δολοφονίες του αντιφασίστα Φύσσα και των δύο χρυσαυγιτών. Και οι τρεις δολοφονίες, πάντως, έγιναν από φασίστες.