Ποιο ΠΑΣΟΚ,ποια Σοσιαλδημοκρατία;

Γιάννης Μαγκριώτης 16 Δεκ 2021

Η επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη, στις εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής, είναι απόλυτη και δεν επιδέχεται καμιάς παρερμηνείας. Πολλές επιμέρους παρατηρήσεις μπορεί να κάνει κάποιος, όπως για την υπεροχή του νικητή των εκλογών στο οργανωτικό πεδίο, όπως και στο πεδίο των συμμαχιών, όμως το εκλογικό σώμα, κυρίως της δεύτερης Κυριακής, έδειξε ότι, η γενική προτίμηση του εκλογικού σώματος, ήταν το πρόσωπο που είχε την λιγότερη συμμετοχή στην διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας στο παρελθόν, κάτι που τόνιζε ιδιαίτερα ο νέος πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής.
Επίσης, από το ηλικιακό προφίλ των 270.000 της πρώτης Κυριακής, φαίνεται ότι, αν και λίγο βελτιωμένο, σε σχέση με τους ψηφοφόρους του Κινήματος Αλλαγής στις εθνικές εκλογές του 2019, το εκλογικό σώμα αποτελείται κυρίως από μεγαλύτερες γενιές, από την γενιά του νέου προέδρου. Δηλαδή, οι μεγαλύτερες γενιές όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν στον υποψήφιο της νεότερης γενιάς, αντιθέτως, τον επέλεξαν.

Εμμέσως, αυτό μπορεί να είναι και μια ομαδική αυτοκριτική για το παρελθόν του Κινήματος Αλλαγής, καλύτερα του ΠΑΣΟΚ, κάτι που αναιρείται όμως, από το γεγονός ότι, όλοι οι υποψήφιοι δήλωναν: «Περήφανοι για το ΠΑΣΟΚ από την δημιουργία του μέχρι και σήμερα».

Αυτή η εσωτερική αντίφαση, αντανακλά και την έλλειψη ενός εσωτερικού ουσιαστικού διαλόγου, για την πορεία του ΠΑΣΟΚ, την μεγάλη προσφορά του, στην μακράν καλύτερη, κυρίως σε διάρκεια, περίοδο της χώρας, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, αλλά και για τα μεγάλα λάθη του.

Το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί την πεπατημένη, που ακολουθούν όλα τα κόμματα, πιστά στο στερεότυπο: «Όποιος δουλεύει κάνει λάθη».

Όμως, επειδή την ιστορία την γράφουν οι νικητές, ειδικά στην χώρα μας, όπου η ιστορία μπερδεύεται με την συγκυρία, το ΠΑΣΟΚ καταγράφεται ως: «Η αιτία όλων των κακών».
Επίσης, στις εκλογές αυτές, είχαμε επανάληψη των γεγονότων των εκλογών του 2017.
Στις εκλογές εκείνες η συμμετοχή ήταν υπερτετραπλάσια της συμμετοχής των εκλογών για την ανάδειξη ηγεσίας στην παράταξη το 2015 και, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι, το ενδιαφέρον για τις εκλογές το δημιούργησε η συμμετοχή του Γιώργου Καμίνη και του Σταύρου Θεοδωράκη. Όμως τελικά υπερψηφίστηκαν τα δύο στελέχη του στενού κομματικού ΠΑΣΟΚ η Φώφη Γεννηματά και ό Νίκος Ανδρουλάκης και, όχι αυτοί που ήρθαν, από τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο.

Σε αυτές τις εκλογές, οι περισσότεροι θεωρούν ότι, το μεγάλο ενδιαφέρον, εκτός από τον αδόκητο θάνατο της Φώφης Γεννηματά, το δημιούργησε η υποψηφιότητα, που ανακοινώθηκε τελευταία, αυτή του Γιώργου Παπανδρέου. Όμως αυτός πού υπερψηφίστηκε ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Γιατί συνέβη αυτό και στις δύο περιπτώσεις; Απαντήσεις υπάρχουν, αλλά, δεν είναι στους στόχους αυτού του άρθρου.

Στο τελευταίο μου άρθρο, πριν την δεύτερη Κυριακή των εκλογών, είχα γράψει ότι: «Τα δύσκολα, στο Κίνημα Αλλαγής, ξεκινούν, μετά την εκλογή της ηγεσίας του».

Σήμερα, πολλοί, ίσως να νομίζουν ότι, το πιο δύσκολο για το Κίνημα Αλλαγής είναι, να συνεχίσει να καταγράφει συνεχώς ανοδική πορεία στις δημοσκοπήσεις. Ίσως αυτό, αν δεν παρατηρηθεί, να είναι και η αφετηρία έναρξης της κριτικής τους.

Πιστεύω ότι, το πιο σημαντικό είναι, το Κίνημα Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ, να συγκροτήσει την νέα πολιτική και προγραμματική του ταυτότητα. Και επειδή ούτε πολύ χρόνο έχει, γιατί μετά τον βαρύ χειμώνα, κυρίως από την πανδημία και την ακρίβεια, μπορεί να υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις, ίσως και εκλογές, ούτε περιθώρια να την συγκροτήσει σε συνθήκες εργαστηρίου έχει, ο τόνος και το περιεχόμενο της αντιπολίτευσης που θα ασκεί, τους προσεχείς μήνες, αρχίζοντας από τον κρατικό προϋπολογισμό, αυτή την βδομάδα, θα καθορίσουν την πορεία του.

Τρείς επιλογές αντιπολίτευσης έχει μπροστά του, το Κίνημα Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ.
1. Αντιπολίτευση κατά θέμα, δηλαδή αντιπολίτευση τακτικής.
2. Αντιπολίτευση γενικής άρνησης, δηλαδή λαϊκίστικη αντιπολίτευση.
3. Αντιπολίτευση στρατηγικής, με μια εναλλακτική ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση.

Θα είναι πιο κοντά στην Σοσιαλδημοκρατία του Ευρωπαϊκού Νότου ή την Σοσιαλδημοκρατία του Ευρωπαϊκού Βορρά;
Αυτή η επιλογή θα διαμορφώσει και την μεσομακροπρόθεσμη προοπτική του, τον ρόλο του στην πολιτική ζωή της χώρας.
Θα καθορίσει και την κατεύθυνση των μελλοντικών πολιτικών συμμαχιών του.