Η απονομή του βραβείου Νομπέλ Ειρήνης για το 2012 στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) αποτελεί οπωσδήποτε ένα υψηλής σημασίας συμβολικό γεγονός αλλά ταυτόχρονα και μια ευκαιρία για επανεκτίμηση του έργου, προσφοράς και προοπτικής της στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δεινή και πολύχρονη κρίση στην οποία έχει περιέλθει η ευρωζώνη, η γενικευμένη εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας, η οικονομική ύφεση και διογκούμενη ανεργία κ.λπ. έχουν τραυματίσει καίρια την εικόνα της ΕΕ στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών και έχουν υπονομεύσει τον ιδεολογικό λόγο ύπαρξής της. Κι όμως, η απονομή του βραβείου Νομπέλ μάς υπενθυμίζει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: ότι ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι σε μεγάλο βαθμό θύμα της τεράστιας επιτυχίας της! Με άλλα λόγια, ο πρωταρχικός στόχος της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης με την εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως μετονομάστηκε αργότερα) υπήρξε η κατάργηση του πολέμου στην Ευρώπη, η εμπέδωση συνθηκών σταθερότητας που θα καθιστούσαν τις «εμφύλιες συγκρούσεις» στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατάσταση αδιανόητη. Αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε πλήρως. Η Ευρώπη μπορεί να δοκιμάζεται από άλλα και ποικίλα δεινά, αλλά δεν αντιμετωπίζει τον εφιάλτη του πολέμου. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν συμφιλιωθεί πλήρως και συνιστούν την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης και άλλες συγκρουσιακές καταστάσεις έχουν εξαφανιστεί σχεδόν πλήρως. Επομένως η Ευρώπη απολαμβάνει σταθερότητα που καθιστά αδιανόητο τον πόλεμο. Και το σημαντικότερο είναι ότι η σταθερότητα αυτή εδράζεται σε δημοκρατικές βάσεις.
Ολα αυτά είναι πολύτιμα αγαθά για την Ευρώπη, η ιστορία της οποίας υπήρξε μια αδιάκοπη αλυσίδα εμφύλιων συρράξεων, συγκρούσεων, αιματοχυσίας, ερειπίων, καταστροφής. Αν αυτά τα αγαθά όμως θεωρούνται σήμερα δεδομένα, αυτό δεν εκτιμώνται όσο θα έπρεπε. Κι όμως χωρίς την ευρωπαϊκή ενοποίηση ενδεχομένως να μην είχαμε τα αγαθά αυτά και χωρίς την ΕΕ σήμερα θα μπορούσε εύκολα η Ευρώπη να διολισθήσει στους δαίμονες του παρελθόντος, τους πρωτόγονους εθνικισμούς, ανταγωνισμούς, συγκρούσεις, πολέμους. Επομένως η Ενωση συνιστά τη θεμελιακή προϋπόθεση για τη σταθερότητα, την ειρήνη και τη δημοκρατία. Η ΕΕ όμως δεν έχει καταφέρει να περάσει στις νεότερες γενιές ακριβώς αυτό το μήνυμα: ότι δηλαδή η σταθερότητα, η ειρήνη και η δημοκρατία είναι αγαθά που μπορεί να θεωρηθούν αμετάκλητα μόνο στο μέτρο κατά το οποίο οι θεσμοί που τα ανέδειξαν μπορεί να θεωρηθούν σταθεροί, νομιμοποιημένοι και λειτουργικά αποτελεσματικοί. Πέρα όμως από αυτό, η ακόμη μεγαλύτερη αποτυχία της ΕΕ έγκειται στο ότι μετά την επιτυχία του αρχικού σχεδίου δεν μπόρεσε να αρθρώσει και παρουσιάσει ένα νέο «σχέδιο» που να κινητοποιεί τους λαούς σε μια νέα προοπτική. Το ότι η ΕΕ αύξησε τον αριθμό των κρατών-μελών της από τα έξι αρχικώς ιδρυτικά μέλη σε είκοσι επτά σήμερα και συνεχίζει να προσθέτει νέα (το 2013 θα προστεθεί η Κροατία) πιστοποιεί το μέγεθος της ελκυστικότητάς της. Ολα αυτά αποτελούν στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει η ΕΕ για να αρθρώσει το νέο «σχέδιό» της. Και κυρίως «να πει» στους ευρωπαίους πολίτες ότι η Ενωση συνιστά τον θεσμό που μπορεί να χειριστεί τη διαδικασία της εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης για τη βελτίωση της ευημερίας, τη διαφύλαξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου και των αξιών της αλληλεγγύης, της ισοτιμίας, της δικαιοσύνης και της συνοχής.
Στη διαδικασία αυτή το ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο. Δεν αποτελεί όμως τον έσχατο στόχο της ενοποιητικής διαδικασίας. Ο έσχατος στόχος (finalite politique) παραμένει η οικοδόμηση της πολιτικής ένωσης, που θα εδράζεται νομιμοποιητικά στον ευρωπαϊκό δήμο. Ωστόσο μια από τις αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης βρίσκεται στο γεγονός ότι, παρά την πρόοδο που έχει συντελεσθεί και τα πολλαπλά αγαθά και οφέλη που έχουν προκύψει, οι δεσμοί αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της Ευρώπης δεν έχουν ενισχυθεί εμφανώς. Αντίθετα, η κρίση στην ευρωζώνη φαίνεται να έχει απομακρύνει τους λαούς της Ευρώπης, όπως πιστοποιείται π.χ. από τις τοποθετήσεις Γερμανών, Ολλανδών, Φινλανδών κ.ά. απέναντι στην Ελλάδα και τις χώρες του Μεσογειακού Νότου γενικώς. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα, με άλλα λόγια, εμφανώς απουσιάζει. Και αυτό οφείλει να προβληματίσει την ΕΕ, καθώς η πολιτική ένωση δεν μπορεί να οικοδομηθεί ερήμην των λαών και πολιτών της Ευρώπης.
Το βραβείο Νομπέλ συνεπώς επιβραβεύει την Ευρωπαϊκή Ενωση για το παρελθόν της, αλλά ταυτόχρονα θέτει και ένα καίριο ερώτημα: ποια Ευρώπη θέλουμε για το μέλλον;΄
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών