Με το εναρκτήριο λάκτισμα της προεκλογικής περιόδου πήρε φωτιά η πολιτική και επικοινωνιακή συζήτηση, οι προβλέψεις και τα σενάρια. Η ύπαρξη του πρώτου εκλογικού γύρου με την απλή αναλογική πολλαπλασιάζει τις εικασίες, τις φαντασιώσεις και τους τακτικισμούς. Μια όμως αφετηριακή ερώτηση θα ήταν: ποιο κομματικό σύστημα πάει στις εκλογές; Ερώτηση νόμιμη καθόσον το πολιτικό τοπίο έχει ριζικά αλλάξει μετά τη δεκαετή κρίση και τις πρόσφατες δραματικές διεθνείς εξελίξεις. Βέβαια, σε εποχές αλλαγών το παλιό και το καινούργιο συνυπάρχουν και συμπλέκονται.
Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει με το σημερινό ελληνικό κομματικό σύστημα. Συνυπάρχουν και συμπλέκονται χαρακτηριστικά, αντιλήψεις και συμπεριφορές διαμορφωμένες στο κομματικό σύστημα της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης που δομήθηκε στον άξονα (κεντρο)αριστερά – (κεντρο)δεξιά, με εκείνες που διαμορφώθηκαν στο νέο κομματικό σύστημα που προέκυψε στις αρχές της Ελλάδας της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Με τον αείμνηστο φίλο Ηλία Νικολακόπουλο είχαμε ονοματίσει «διπλό εκλογικό σεισμό» τις εκλογές του 2012 (εκδ. Θεμέλιο 2014) οι οποίες αποδόμησαν το μεταπολιτευτικό κομματικό σκηνικό, και αφήναμε ανοιχτό το ερώτημα πόσο νέο θα ήταν το νέο κομματικό σύστημα. Το ίδιο ερώτημα άφηνε ανοιχτό αρκετά χρόνια αργότερα, το 2019, ο επιφανής πολιτικός επιστήμονας H. Kriesi. Μελετώντας συγκριτικά την επίδραση της διεθνούς κρίσης του 2008 στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα ξεχώριζε την Ελλάδα ως τη χώρα όπου σημειώθηκαν οι πιο ριζικές αλλαγές, αλλά επαναλάμβανε τη διερώτηση. «Eίναι ακόμα αβέβαιο αν η παλαιά ισορροπία απλώς αναπαράγεται με νέα μορφή ή κατά πόσο η νέα ισορροπία θα είναι μακροπρόθεσμα σταθερή» (Hutter, Kriesi, eds, European Party Politics in Times of Crisis, Cambridge UP, 2019, σ. 382).
Νομίζω ότι σήμερα μπορούμε πια να απαντήσουμε το ερώτημα. Και η απάντηση δεν είναι διαζευκτική. Έχουμε ένα νέο κομματικό σύστημα το οποίο όμως δεν έχει βρει τις ισορροπίες του, και επομένως δεν αποκλείονται εντός του περαιτέρω μεταβολές. Ο προηγούμενος μεταπολιτευτικός δικομματισμός μετά από την αρχική μεταβατική φάση του, κράτησε για πάνω από τριάντα χρόνια – τόσο περίπου κρατούσαν τα κομματικά συστήματα στην εθνική μας ιστορία. Ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στις δύο βασικές λειτουργίες της αντιπροσώπευσης της κοινωνίας και της εξασφάλισης σταθερής διακυβέρνησης μέσω της ομαλής εναλλαγής των κομμάτων εξουσίας. Παρένθεση: η μόνη φάση παρατεταμένης αστάθειας σημειώθηκε στο δεκάμηνο Ιούνιος 1989-Απρίλιος 1990 λόγω απλής αναλογικής. Την εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ δύο μήνες πριν τις εκλογές για να εμποδίσει την αυτοδυναμία της ΝΔ. Ακολούθησαν δύο βραχύβιες κυβερνήσεις παρά φύσιν συνεργασιών (κυβερνήσεις Τζαννετάκη και ύστερα Ζολώτα). Στη συνέχεια, η απλή αναλογική εγκαταλείφθηκε κοινή συναινέση από τις τρεις παρατάξεις μετά την εμπειρία της πολιτικής αστάθειας. Κλείνει η παρένθεση.
Λέγεται συχνά ότι μετά τον «εκλογικό σεισμό» του 2012 το κομματικό σύστημα επανήλθε στα προηγούμενα, με μόνη διαφορά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη θέση του ΠΑΣΟΚ. Υποστηρίζω την αντίθετη άποψη. Έχουμε ένα νέο κομματικο σύστημα, προέκυψε από τη νέα διαιρετική τομή που προκάλεσαν η οικονομική κρίση και τα μνημόνια, όπως και από τη γενικότερη τάση ανόδου των λαϊκισμών στις δυτικές κοινωνίες η οποία προϋπήρχε αλλά ενδυναμώθηκε με την κρίση. Η οξύτητα της πόλωσης, τα νέα βιώματα δημιούργησαν νέες στοιχίσεις και νέες αντιθέσεις εντός των οποίων ενσωματώθηκαν τροποποιημένα χαρακτηριστικά του προηγούμενου μεταπολιτευτικού κύκλου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε πολλές δυτικές χώρες, στις ΗΠΑ μετά τον τραμπισμό, στη Βρετανία μετά το Brexit, στη Γαλλία μετά τη διάλυση του παλιού κομματικού συστήματος, στην Ισπανία, στη Σουηδία ή στην Ιταλία.
Μιλώντας για την Ελλάδα, είναι φανερό ότι κάθε ένα από τα τρία μείζονα κόμματα βιώνει με τις δικές του εντάσεις τη φάση αυτή του μετασχηματισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ που ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής της μετάβασης από το παλαιό στο νέο κομματικό σύστημα, έχει μείνει στη μέση του δρόμου καθώς ο τοξικός λαϊκισμός του αναβλύζει κάθε τόσο υπονομεύοντας την προσπάθεια να εξελιχθεί σε κόμμα της ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς. Όχι μόνο υστερεί δημοσκοπικά έναντι της ΝΔ, αλλά συχνά-πυκνά χάνει το προφίλ κόμματος εξουσίας, απομακρυνόμενος από τις πλειοψηφικές δυναμικές της κοινωνίας σε μείζονα ζητήματα. Τελευταίο εντυπωσιακό σύμπτωμα είναι η απόλυτη παραποίηση της σχέσης του με τα μνημόνια. Αυτοπροβάλλεται ως το κόμμα που έβγαλε την Ελλάδα από τα μνημόνια, αρνούμενο ότι πριν την χρέωσε με το τρίτο μνημόνιο.
Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, το κόμμα που κατεξοχήν σήκωσε, δικαίως και αδίκως, το βάρος της κρίσης, υπήρξε το θύμα του μετασχηματισμού. Βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης αλλά πάντα στη δυσχερή θέση του μικρότερου τρίτου κόμματος, αντιμέτωπου με την αύξουσα δικομματική δυναμική που φέρνει η εκλογική αναμέτρηση. Στην αμφίπλευρη πίεση που του ασκείται «διάλεξε με ποιον θα πας» δεν μπορεί παρά να προτάξει την αυτονομία του, ευχόμενο να μην υποχρεωθεί μετεκλογικά να διαλέξει. Θα πρέπει όμως να καταστήσει σαφή την μήτρα αυτής της αυτονομίας. Είναι μόνο η ιδεολογική αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία, ή όπως τού λέει η ίδια η εκλογική του βάση, είναι καθοριστική η συμμετοχή του στο φιλοευρωπαϊκό μέτωπο που έσωσε την Ελλάδα από την καταστροφή στη δραματική περίοδο 2010-201;
Ο Κ. Μητσοτάκης έχει κληρονομήσει το εύρος αυτού του μετώπου, σε αυτό βασίζεται η σημερινή του υπεροχή, παρότι οι ευθύνες της ΝΔ για την κρίση ήταν καθοριστικές και ο ρόλος της στη φάση των μνημονίων αντιφατικός. Όμως ο χαρακτήρας αυτού του ευρέως μετώπου δεν περιοριζόταν στην «αντιΣΥΡΙΖΑ» στάση, ούτε αφορούσε κάποιους «κεντρώους». Είχε ευρύτερες προγραμματικές, στρατηγικές και αξιακές διαστάσεις, οι οποίες μάλιστα ενισχύθηκαν μετά την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία. Άλλωστε η διαιρετική τομή που το διαμόρφωσε από το 2012, αφορούσε ακριβώς τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και τον Κόσμο. Κατά τούτο το αίτημα δεν ήταν ούτε είναι απλώς η διαχειριστική επάρκεια και η αποτελεσματικότητα, αλλά η ικανότητα να πολιτικοποιήσεις ένα σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης και να κινητοποιήσεις τις απαραίτητες παραγωγικές και πνευματικές δυνάμεις. Όμως το «επιτελικό κράτος» φάνηκε να ρέπει περισσότερο σε μια αντίληψη της πολιτικής ως μάνατζμεντ, ενώ εξάλλου η ΝΔ ιστορικά δεν φημιζόταν ως χώρος παραγωγής ιδεολογίας.
Στις εκλογές που έρχονται πάει λοιπόν το νέο κομματικό σύστημα που διαμορφώθηκε στην περίοδο της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Ένα σύστημα είναι περισσότερο από τα μέρη που το αποτελούν. Και ένα κομματικό σύστημα δεν είναι το άθροισμα των κομμάτων αλλά και η μεταξύ τους σχέση, οι αλληλεπιδράσεις, οι κοινές μνήμες και οι κοινές εμπειρίες. Τα κόμματα και οι ηγεσίες τους ας κρατήσουν έστω σιωπηλά τη μνήμη ότι η Ελλάδα υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα εκείνη την περίοδο κυρίως για πολιτικούς-κομματικούς λόγους. Γιατί δεν βρέθηκε μια στοιχειώδης πολιτική συνεννόηση παράλληλα με τον κομματικό ανταγωνισμό.
Είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση για τον έλεγχο της τοξικότητας, καθώς οι καιροί που έρχονται είναι πάλι δύσκολοι.
Πηγή: www.tanea.gr