O εορτασμός των 200 ετών από την Eπανάσταση του 1821 δίνει την ευκαιρία να στοχαστούμε για την πορεία της χώρας, τη θέση της στην Ευρώπη και στον κόσμο. Να συζητήσουμε για τους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους που πρέπει να κατακτηθούν την επόμενη δεκαετία. Η κρίση πανδημίας όμως ανατρέπει δεδομένα, φέρνει ανακατατάξεις επιταχύνει προϋπάρχουσες τάσεις ή μας υποχρεώνει σε αναγνώριση της νέας δυναμικής και αλλαγή πορείας. Κάτω από αυτή την οπτική το 2021 είναι ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Στη διάρκεια του θα καθοριστεί αν θα τεθούν οι βάσεις για βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας, αν και πως θα προχωρήσει η αναδιάρθρωση της.
Οι επιλογές της κυβέρνησης της ΝΔ σε τέσσερα κρίσιμα ζητήματα θα καθορίσουν το πως θα πορευτούμε. Η πρώτη πρόκληση αφορά το συνδυασμό δημοσιονομικής αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας. Το 2021 θα έχουμε ελευθερία στη δημοσιονομική πολιτική αλλά θα αυτοπεριοριζόμαστε από το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα, με άλλες χώρες της ΕΕ, πρέπει να διεκδικήσουν παράταση της αναστολής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στο 2022. Επιπρόσθετα οφείλει να προετοιμάσει θέσεις για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Δεν μπορεί η Ελλάδα να δεσμευτεί σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ούτε σε ταχεία μείωση του χρέους προς το 60% του ΑΕΠ. Οι όποιες δημοσιονομικές παρεμβάσεις καταστούν αναγκαίες το 2021, να γίνουν με κύριο κριτήριο το πολλαπλασιαστικό τους αποτέλεσμα ενώ απαιτείται προσεκτική διαχείριση χρέους και ταμειακών διαθεσίμων.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά την ορθή αξιοποίηση επιχορηγήσεων και δανείων που θα αντληθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας παραμένει ζητούμενο από την κρίση του 2009. Τα προγράμματα τα οποία θα επιλεγούν για να διοχετευτούν οι πόροι του Ταμείου, οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα προωθηθούν στην δημόσια διοίκηση και στους θεσμούς θα καθορίσουν το περιεχόμενο και την ταχύτητα της αναδιάρθρωσης. Για να ενισχυθεί η δυναμική της οικονομίας πρέπει να τερματιστεί η αποεπένδυση που ξεκίνησε από το 2010. Κρίσιμο στοιχείο για την αναστροφή είναι ποια ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια θα επιλεγούν να συγχρηματοδοτηθούν.
Η τρίτη αφορά τη στήριξη επιχειρήσεων μέσω της ρευστότητας που χορηγεί η ΕΚΤ στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η τραπεζοκεντρική μας οικονομία με τον μεγάλο αριθμό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων -που πολλές δεν διαθέτουν τραπεζικό προφίλ- καθιστά την πρόκληση αυτή προϋπόθεση για να διασωθούν οι ανταγωνιστικές και βιώσιμες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Αυτό όμως προϋποθέτει την ταχεία απελευθέρωση των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ο Ηρακλής ΙΙ δεν θα δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα καθώς η κρίση θα προσθέσει άλλα 8-10 δις «κόκκινα» δάνεια. Η κυβέρνηση οφείλει να αξιοποιήσει την προτροπή της ΕΕ για δημιουργία «κακής» τράπεζας σε εθνικό επίπεδο. Με τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικτύου εθνικών «κακών» τραπεζών θα συντονιστούν οι ενέργειες των χωρών για να ξεπεράσουν το πρόβλημα αυτό με τις μικρότερες επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά και τους φορολογουμένους.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση είναι η στήριξη αυτών που η κρίση θα θέσει στο περιθώριο όταν περατωθούν τα προγράμματα που προστάτεψαν θέσεις εργασίας. Η πανδημία θα έχει μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση και θα οδηγήσει σε αύξηση ανισοτήτων και φτώχειας. Η κυβέρνηση πρέπει να προνοήσει για το πως θα περιορίσει τις παρενέργειες της κρίσης σε μια κοινωνία που δεν έχει συνέλθει από την προηγούμενη.
Οι προκλήσεις δεν αφορούν μόνο την κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Την προηγούμενη δεκαετία μείναμε πίσω γιατί δεν επιτεύχθηκαν πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις. Αν θέλουμε να ισχυροποιήσουμε την χώρα σε ένα αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον πρέπει να διδαχτούμε από τα λάθη της περασμένης δεκαετίας, να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος για να ανακτήσουμε τη θέση που μας αντιστοιχεί στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Πηγή: www.tanea.gr