Η Άγκυρα, με κάθε τρόπο, δηλώνει ότι: τα "κοστούμια" της Συνθήκης της Λοζάνης και του Ψυχροπολεμικού status quo, στην περιοχή, δεν την χωράνε.
Το απέδειξε νωρίς, με την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας το 1939. Το απέδειξε με την εισβολή το 1974 στην Κύπρο και την κατοχή μέχρι σήμερα του 40%, περίπου του νησιού.
Το απέδειξε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας στην Βόρεια Συρία και το Βόρειο Ιράκ και στο τέλος της με το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, τις παράνομες έρευνες για υδρογονάνθρακες στην Κυπριακή ΑΟΖ και την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, στην δυνητική ΑΟΖ, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας.
Το απέδειξε με τους διωγμούς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και την αμφισβήτηση των όρων της Συνθήκης της Λοζάνης, για την μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης.
Το αποδεικνύει με το cassus belli, στο αυτονόητο δικαίωμα της χώρας μας, για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια.
Μάλιστα, με το πρόσφατο δόγμα "της γαλάζιας πατρίδας", έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Ειδικά, τα τελευταία χρόνια της προεδρίας Ερντογάν, με έμφαση τονίζει, πως όλα αυτά που διεκδικεί, ήταν δικά της ιστορικά και πως οι επεκτατικότητα των γειτόνων της, με την υποστήριξη τρίτων ισχυρών κρατών, τα αφήρεσαν από την Τουρκία, σε στιγμές αδυναμίας της.
Τώρα, που πάλι είναι ισχυρή, δικαιούται να τα επανακτήσει, και θα το κάνει, είτε με την διπλωματία είτε με την ισχύ των όπλων της.
Είναι γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, πρόβαλε με ένταση τόσο τις διεκδικήσεις της, όσο και τον ρόλο της υπερδύναμης στην ευρύτερη περιοχή, δηλαδή του ρυθμιστή των γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Το γεγονός αυτό, και κυρίως η αγορά των S400, από την Ρωσία, την οδήγησε σε ένταση με την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες.
Στην αγορά των S400, δεν μέτρησε σωστά τις συνέπειες, και βρέθηκε σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον.
Όμως, δεν έπαψε, ούτε μια στιγμή, να εκπροσωπεί ουσιαστικά την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες στις περιφερειακές συγκρούσεις τους με την Ρωσία. Πολύ περισσότερο, δεν έπαψε να αποτελεί μια χώρα σημαντικών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων των πιο ισχυρών κρατών της Δύσης, και φυσικά χώρα ανάσχεσης των μεγάλων προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών προς την ΕΕ.
Γιαυτό και οι πιέσεις της χώρας μας και της Κύπρου, για επιβολή κυρώσεων, δεν ξεπέρασαν ποτέ τις διακηρύξεις από την πλευρά της ΕΕ και, από την Άνοιξη του 2021, ξεχάστηκαν και αυτές.
Από τις πρώτες ημέρες της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, φάνηκαν οι μεγάλες δυνατότητες που έχει η Τουρκία, να πρωταγωνιστεί στις περισσότερες πρωτοβουλίες, για τον τερματισμό του πολέμου.
Ένα ρόλο, που μπορεί η ελληνική διπλωματία να τον θεωρεί ότι οδηγεί σε αδιέξοδο την Τουρκία, οι εξελίξεις όμως αποδεικνύουν το αντίθετο.
Όλα δείχνουν ότι, στο Νέο Ψυχροπολεμικό μέτωπο της Δύσης με την Ρωσία και την Κίνα στο βάθος, η Άγκυρα θα είναι εκτός και θα έχει ισχυρή θέση, ως ξεχωριστός πόλος.
Στα νέα αυτά δεδομένα να προσθέσουμε και τις ταχύτατα αποκαθιστάμενες σχέσεις της με το Ισραήλ και τις περισσότερες Αραβικές χώρες, ακυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις δικές μας σχέσεις, που χτίσαμε, αξιοποιώντας την επιθετικότητα προς αυτές της Τουρκίας, τότε θα καταλάβουμε πόσο δυσμενές θα είναι, πολύ σύντομα, το γεωπολιτικό περιβάλλον για εμάς.
Είναι βέβαιο ότι, η Άγκυρα έχει ξεκινήσει ήδη τις συζητήσεις με την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, για τα όρια των νέων σχέσεών τους.
Είναι βέβαιο ότι, τα όρια αυτά αφορούν και τα εθνικά μας συμφέροντα και μια ιδιαίτερα ενισχυμένη Τουρκία, θα μπορεί να απαιτήσει από τους εταίρους και συμμάχους μας, τουλάχιστον κατανόηση.
Η Άγκυρα είχε δείξει τον νέο κύκλο της επιθετικής αναθεωρητικής πολιτικής, της απέναντι στην Κύπρο και την Ελλάδα από το 2018, μόλις έκλεισε τα μέτωπα στα Νοτιοανατολικά της σύνορα. Κυρίως όμως την εκδήλωσε τον Νοέμβριο του 2019, με την υπογραφή, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, του Τουρκολυβικού μνημονίου για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ τους.
Η κυβέρνηση της χώρας μας αιφνιδιάστηκε, το Τουρκολυβικό Μνημόνιο μπορεί να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, δημιουργεί όμως τετελεσμένα.
Ο Ερντογάν προχώρησε σε δεύτερο αιφνιδιασμό, στις αρχές του 2020, με την εργαλειοποίηση των προσφύγων-μεταναστών στον Έβρο, αυτή την φορά η κυβέρνηση με την υποστήριξη της ΕΕ, γιατί τους αφορούσε άμεσα, πέτυχε να αποτρέψει την παραβίαση των συνόρων μας.
Στην συνέχεια ανέπτυξε μια στρατηγική σε τέσσερις άξονες:
α) Ήρθε πιο κοντά στις θέσεις της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών.
β) Επεδίωξε διμερείς και πολυμερείς περιφερειακές συνεργασίες, κυρίως με βάση τα ενεργειακά θέματα.
γ). Υπέγραψε συμφωνίες για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο.
δ)Υπέγραψε διμερείς αμυντικές συμφωνίες με την Γαλλία και τις ΗΠΑ και προχώρησε σε ένα μεγάλο έκτακτο εξοπλιστικό πρόγραμμα.
Η στρατηγική αυτή έχει οφέλη, έχει όμως και αντιφάσεις, ακόμη χειρότερα μερικές πλευρές τους ανατράπηκαν γρήγορα, με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ενώ άλλες, όπως η οριοθέτηση της ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, ουσιαστικά δεσμεύουν την χώρα μας, να μην μπορεί να διεκδικήσει σημαντική επήρεια στην διαμόρφωση της ΑΟΖ των νησιών, ιδιαίτερα των πολύ μικρών, όταν θα χρειαστεί να διαπραγματευτούμε με την Τουρκία και την Λιβύη ή αν προσφύγουμε στην Χάγη.
Αν κάνουμε μια προβολή στον χρόνο, πάντα με τις επιφυλάξεις του απρόβλεπτου, στο σημείο εκείνο που θα έχει υπάρξει μια σχετική ηρεμία στην Ουκρανία, με μια αρχική συμφωνία πλαίσιο μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, μπορούμε να δούμε τα γεωπολιτικά και διπλωματικά δεδομένα.
Η Τουρκία πολύ ενισχυμένη, και απαραίτητη τόσο για την Δύση, όσο και για την Μόσχα και το Πεκίνο.
Η Ελλάδα να έχει μετακινηθεί στον κύκλο των προθύμων της Ουάσιγκτον, με την Μόσχα εχθρική, δηλαδή με κόστος μεγάλο και ορατό, και όφελος αβέβαιο και ζητούμενο.
Με αυτά τα δεδομένα, και με πιο μεγάλη τώρα την πίεση των εταίρων και συμμάχων μας, να κλείσουμε τα "ανοικτά" θέματα με την Τουρκία, τι διαπραγματευτικές δυνατότητες θα έχουμε;
Εδώ τα πιο μεγάλα ερωτήματα είναι:
α) Πως θα λύσουμε το Κυπριακό, όταν με καλύτερες προϋποθέσεις δεν μπορέσαμε να το λύσουμε το 2004 ή έστω το 2017;
β) Πως θα λύσουμε το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, με τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει η Άγκυρα και τα κρίσιμα ερωτήματα των συμφωνιών με την Ιταλία και την Αίγυπτο;
γ) Μπορούμε να εκτιμήσουμε, αν στον ορατό ορίζοντα, οι συνθήκες θα είναι καλύτερα για να επιδιώξουμε λύσεις;
δ). Πόσο μας κοστίζει και σε πόσους τομείς, η παράταση της σύγκρουσης με την Τουρκία;
Τα ερωτήματα αυτά έχουν και αντίστροφη ανάγνωση, όπως πρέπει να εκτιμήσουμε και ποια είναι τα αντίστοιχα ερωτήματα της Τουρκίας, αλλά και των συμμάχων μας.
Είναι αλήθεια ότι, όπως η διεθνής πραγματικότητα, αλλά και η περιφερειακή είναι και θα είναι πιο δύσκολη, πιο πολύπλοκη και πιο επικίνδυνη, έτσι και κάθε ερώτημα έχει δύσκολες και αντιφατικές απαντήσεις.
Φαντάζομαι ότι στην κυβέρνηση, έχουν κατανοήσει που είμαστε και που πάμε.
Καλοί είναι οι αυτοέπαινοι, καλά, αν και πολύ ακριβά και τα καλά λόγια, αυτών που κερδίζουν πολλά και σε πολλούς τομείς, από την χώρα μας, ας συνεννοηθούμε και εμείς, για το τι θέλουμε και πως θα το πετύχουμε.