Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το Καστελόριζο, το «μνημόνιο» εμφανίζεται ως το ανάλογο της δημοκρατίας στα ευφυολογήματα του Τσόρτσιλ: είναι η χειρότερη συνταγή για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης, αν εξαιρέσει κανείς όλες τις άλλες. Οι εναλλακτικές λύσεις που έχουν προταθεί από συμπολίτευση και αντιπολίτευση, μοιάζουν με ευχολόγια στην καλύτερη περίπτωση, με εφιάλτες στη χειρότερη: Η προσδοκία «επαναδιαπραγμάτευσης» έχει νόημα μόνο αν επιδιωχθεί προηγουμένως η αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο· η πολιτική των μνημονίων μπορεί να αλλάξει, μπορεί και όχι, και η Ελλάδα δεν έχει καμία δυνατότητα να επηρεάσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αν δεν προχωρήσει με γενναία και γρήγορα βήματα η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Όσο για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα τριπλασιάσει την αξία των λαφύρων της φοροδιαφυγής, της μαφιοκρατίας και της διαφθοράς και θα υποτριπλασιάσει την αξία των μισθών μέσα σε μία νύχτα. Πρόκειται στην κυριολεξία για την κίνηση ματ των πιο αποκρουστικών συμφερόντων της μεταπολίτευσης, που θα εμπεδώσουν και θα επεκτείνουν την εξουσία τους «σε ένα νόμο, σε ένα άρθρο».
Η κρίση μοιάζει με σεισμό 8 Ρίχτερ, συμφωνούμε· αλλά το να πηδήξουμε από το παράθυρο μάλλον δεν είναι η καλύτερη λύση για να σωθούμε.
Ελπίδα λύσης δεν υπάρχει έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έξω από το κοινό νόμισμα. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, αυτήν την πολιτική καλείται να τη φέρει εις πέρας μια συμπαράταξη… ενάμισι κόμματος, χωρίς δυναμική, χωρίς όραμα: η ΝΔ είναι το ένα· ο μεταρρυθμιστικός, προοδευτικός κ.λπ. πόλος (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, νέο κέντρο, «κινήσεις» κ.λπ.) είναι το άλλο… μισό.
Η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή του 1974 επιδίωξε και κατάφερε να φέρει τη χώρα στην Ευρώπη. Η Νέα Δημοκρατία του 2013 έχει αναπόφευκτα ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για να κρατηθεί η χώρα στην Ευρώπη. Αυτό δεν εξυπηρετείται με πολιτικούς σχεδιασμούς που δεν θυμίζουν τόσο Νέα Δημοκρατία, όσο πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς και οπτικές που γνωρίσαμε από τη βραχύβια «Πολιτική Άνοιξη». Την ώρα λοιπόν που η ιστορία έχει προφανώς κληρώσει στη Νέα Δημοκρατία τον άχαρο ρόλο του κόμματος-άγκυρα, που αν δεν παραμείνει για πάντα βουλιαγμένο στο βυθό ίσως να καταφέρει να κρατήσει τη χώρα στο ευρωπαϊκό λιμάνι, η ίδια μοιάζει ανήμπορη να συνειδητοποιήσει αυτή την εξέλιξη: η κοινοβουλευτική της ομάδα, το πρωθυπουργικό περιβάλλον, ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς, συνεχίζουν να αμφιταλαντεύονται, λοξοκοιτώντας προς τα δύο εκατομμύρια ψήφους που βρίσκονται δεξιά της. Είναι εμφανές πως κάθε τόσο σαν υπνωτισμένοι που ακούνε ακροδεξιές φωνές, κινούνται προς τον αντιευρωπαϊσμό, τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό, την κυνική επιβίωση στα «καφενεία», τα οράματα για παλινόρθωση της δεξιάς ηγεμονίας μετά από τα «πέτρινα» μεταπολιτευτικά χρόνια. Αλλά προς τα εκεί που τραγουδάνε οι σειρήνες, δεν υπάρχουν παρά μόνο βράχια -και το ναυάγιο της χώρας και της παράταξης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η ελληνική δεξιά υπήρξε επί δεκαετίες η παράταξη της εθνοκεντρικής αναδίπλωσης, της ειδωλολατρικής προσκόλλησης στην παράδοση, της προστασίας των εμπεδωμένων αντιδραστικών μικροσυμφερόντων. Αλλά το 1974 λειτούργησε επίσης ως η παράταξη του εκδυτικισμού, του εκδημοκρατισμού, της εναλλαγής στην εξουσία, της ευρωπαϊκής προοπτικής. Στο σημερινό ρευστό και επικίνδυνο πολιτικό σκηνικό, το ύπατο ερώτημα είναι αν η παράταξη αυτή θα επιβεβαιώσει την επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή της μεταπολίτευσης, παγιώνοντας και διευρύνοντάς την -ή αν θα υποταγεί στην «ψυχή» της «λαϊκής» δεξιάς παράταξης. Το να τα κάνει και τα δύο γίνεται όλο και πιο δύσκολο και άγονο. Αν συμβεί το δεύτερο, θα μετατρέψει για μια ακόμα φορά τις αδυναμίες της σε κοινωνική, δημοκρατική, περιβαλλοντική και εθνική καταστροφή. Ως πολιτική οικολογία, ως μεταρρυθμιστικός πόλος, ως ευρωπαϊστές και δημοκράτες, έχουμε χρέος να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε να επιλέξει το δρόμο της σύνεσης και της ευθύνης.