Αρκετές φορές η ελληνική Πολιτική παρουσιάζει ιδιομορφίες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό χώρο. Ιδιομορφία δεν σημαίνει κάποιον ελληνικό «εξαιρετισμό», σαν η Ελλάδα να βρίσκεται έξω από τον ευρωπαϊκό ή δυτικό κανόνα- συνήθως μάλιστα με αρνητικό πρόσημο. Σημαίνει ότι οι γενικές εξελίξεις της εποχής παίρνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συνδυαζόμενες με τις ιδιαίτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της χώρας.Όπως συμβαίνει άλλωστε παντού.
Οι διπλές εκλογές του 2023 εμφανίζουν μια τέτοια ιδιαίτερη εικόνα της Ελλάδας μέσα στο ευρωπαϊκό τοπίο. Καταρχάς το εκλογικό μέγεθος της ΝΔ δεν συναντάται πια στα άλλα κομματικά συστήματα. Βεβαίως, ως χώρα έχουμε μια παράδοση στις μεγάλες πολιτικές παρατάξεις. Το ίδιο συνέβαινε με τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, αλλά ακόμα και με το μικρό δικομματισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Τώρα η ιδιαιτερότητα περιορίζεται στη ΝΔ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί τη γενική τάση συρρίκνωσης των κομμάτων της λεγόμενης «ριζοσπαστικής» Αριστεράς.
Όμως η τωρινή ελληνική ιδιαιτερότητα που έχει βαρύνουσα πολιτική σημασία είναι το χάσμα που χωρίζει τη ΝΔ από τα κομματίδια της τρικέφαλης ακροδεξιάς που μπήκαν στη Βουλή. Γιατί ιδιαιτερότητα; Γιατί έχει διαδοθεί το φαινόμενο τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα της Ευρώπης να συνεργάζονται με τα νεοεμφανισθέντα ακροδεξιά, καταργώντας την «υγειονομική ζώνη» που τα απομόνωνε ώς τώρα. Στην ελληνική περίπτωση, η κυριαρχία της ΝΔ πραγματοποιήθηκε χάρη στην επέκτασή της στο κέντρο και την κεντροαριστερά, με ταυτόχρονο «κλείσιμο» της πόρτας στην ακροδεξιά.Το δεύτερο ήταν προϋπόθεση του πρώτου. Και αντιστρόφως, τα ακροδεξιά κόμματα συγκροτήθηκαν με βασικό μέτωπο προς τη ΝΔ.
Είναι συγκυριακό σκηνικό; Όχι. Η κυριαρχία της ΝΔ στο νέο κομματικό σύστημα μπορεί να διατηρηθεί μόνο αν ο συγκεκριμένος πολυσυλλεκτισμός της διατηρηθεί και αποκρυσταλλωθεί με μονιμότερο χαρακτήρα. Κοντολογίς, αν αποκτήσει ταυτοτικά στοιχεία. Και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η διατήρηση του χάσματος με την ποικιλώνυμη ακροδεξιά - αντιθέτως με ό,τι συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Ευρώπης.Είναι πλέον σαφές ότι η σημερινή ιδιομορφία τη ΝΔ είναι η αντιστροφή της προηγούμενης ιδιομορφίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο αντιμνημονιακός λαϊκισμός που μόνο στην Ελλάδα έγινε κυβέρνηση και απογοήτευσε, άφησε ανοιχτό όλο το πεδίο στη ΝΔ τουΚυριάκου Μητσοτάκη να εκφράσει τις ελπίδες ανασυγκρότησης, σταθερότητας και ανάπτυξης της χώρας εντός του ευρωπαϊκού κανόνα και του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Το νέο κομματικό σύστημα που διαμορφώνεται επανέφερε για πολλοστή φορά τη γνωστή ρήση για το «τέλος της Μεταπολίτευσης». Η Μεταπολίτευση έχει τελειώσει το 2010. Το μεταπολιτευτικό πολιτικο-κοινωνικό μοντέλο προσέκρουσε στη διεθνή κρίση και γκρεμίστηκε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα πενήντα χρόνια που πέρασαν από το 1974 δεν χάραξαν τις νοοτροπίες, τις ιδεολογίες και τις συμπεριφορές της χώρας. Ανάμεσα στα άλλα χάραξε και τη ΝΔ. Έχω υποστηρίξει ότι ούτε ο αριστερός μετεμφυλιακός, ούτε ο ανδρεοπαπανδρεϊκός αντιδεξισμός βοηθάνε να αναλύσουμε τη σημερινή ΝΔ. Ο πρώτος τη βλέπει σαν γέννημα του 1949, ο δεύτερος του 1965. Όσο βάρος και αν έχουν όμως οι μακρές διάρκειες, ασφαλώς η σημερινή ΝΔ διαμορφώθηκε με την κληρονομιά του 1974. Η ταυτότητά της και η αυτοεκτίμησή της χαράχτηκε από τις δύο εθνικές επιτυχίες του ιδρυτή της Κωνσταντίνου Καραμανλή: τη θεμελίωση των δημοκρατικών θεσμών και την ένταξη στην ευρωπαϊκή κοινότητα. Άλλωστε στις συνθήκες της πρώτης μεταπολίτευσης δύσκολα θα μπορούσε να επικαλεστεί τις μετεμφυλιακές της ρίζες.Όμως παρότι και οι αντίπαλοί της αναγνώρισαν τη βαρύνουσα συμβολήτης στην οικοδόμηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, η ΝΔ έζησε κομπλεξικά και αμυντικά αυτή την ταυτότητα, στο μέτρο που ηγεμόνευαν εκ παραλλήλου ο κεντρώος αντιδεξισμός και η κουλτούρα της ηττημένης Αριστεράς. Ούτε καν την ιστορική νίκη επί του κομμουνισμού δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει. Και όταν επανήλθε στην κυβέρνηση την περίοδο 2004-2009, εμφανίστηκε σαν μια «πασοκοποιημένη» Κεντροδεξιά, σαν φοβισμένη μίμηση του τρόπου διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να μπορέσει να συγκριθεί ούτε με τη λαϊκιστική ούτε με τη μεταρρυθμιστική στόφα εκείνου. Όταν μάλιστα στο εσωτερικό της επικράτησε το 2009 με τον Α. Σαμαρά η άποψη «να μην φοβόμαστε να λέμε ότι είμαστε δεξιοί», η κατάληξη ήταν μια λαϊκιστική-συντηρητική στροφή που στάθηκε συνυπεύθυνη για το ανεύθυνο αντιμνημονιακό κύμα που ανέδειξε τελικά τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Χρειάστηκε η οδυνηρή εμπειρία της κρίσης και η διάψευση του αντιμνημονιακού λαϊκισμού ώστε η κοινωνία να αναζητήσει το δημοκρατικό μεταπολιτευτικό κεκτημένο και τον σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Και το ένα και το άλλο είχαν ριζώσει αυτά τα πενήντα χρόνια στην κοινωνική συνείδηση και παρήγαγαν ένα δυναμικό εκσυγχρονισμού συχνά υπόγειο και σιωπηλό, κάτω από την τρικυμισμένη και δηλητηριώδη επιφάνεια του κομματικού ανταγωνισμού. Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους τρόπους που ιστορικά βάδιζε ο εκσυγχρονισμός στην ελληνική κοινωνία. Με αυτή την κίνηση συντονίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανατοποθετώντας τη ΝΔ στην πολιτική γεωγραφία.
Ποιοι έχουν συμφέρον να αντιληφθούν και να λογαριαστούν με αυτή τη νέα γεωγραφία που διαφοροποιεί την Ελλάδα από πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης; Πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ, ή ό,τι μείνει στον νέο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον χαρισματικό Αλέξη Τσίπρα. Η εύκολη λύση είναι να κηρύξει πόλεμο «κατά της Δεξιάς και τη Ακροδεξιάς», να υιοθετήσει δηλαδή ένα ανύπαρκτο συνεχές μεταξύ των δύο χώρων. Αυτό συνεχίζει τώρα, ερχόμενος με φόρα από την προηγούμενη ολοσχερώς αποτυχημένη θητεία του ως αξιωματική αντιπολίτευση. Διαβάζει λάθος την κοινωνία, την ιστορική συγκυρία και τον αντίπαλό του. Έτσι όμως, καμμία επανεκκίνηση δεν θα είναι εφικτή, πόσω μάλλον που αυτή είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά δύσκολη. Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί διπλή ήττα: και στο λαϊκιστικό και στο αριστερό DNA του. Η αντιμνημονιακή υπόσχεση διαψεύστηκε, η αριστερά σε όλες τις εκδοχές της δοκιμάζεται.
Το ίδιο πρόβλημα αλλά με διαφορετικές δυνατότητες αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ, παρότι και αυτό συνεχίζει τις προεκλογικές του ευκολίες. Η «νοσταλγία ΠΑΣΟΚ» δεν άρκεσε για να εισπράξει τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, και «ο λαός δεν ξεχνά τη σημαίνει Δεξιά» ανήκει στη δεκαετία του ’80. Επιπλέον, δεν έχει κανένα συμφέρον να «συριζοποιήσει» την αντιπολιτευτική του παρουσία. Αντί να εγκλωβιστεί σε έναν ξεπερασμένο αντιδεξισμό έχει τις προϋποθέσεις να αποτελέσει δυναμικό παράγοντα του νέου σκηνικού πόσω μάλλον που ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τον Τσίπρα είναι ένα ερωτηματικό. Αρκεί το ΠΑΣΟΚ να θυμηθεί ότι κράτησε στάση εθνικής ευθύνηςστην περίοδο της κρίσης πληρώνοντας έστω το κόστος καθώς ήταν πιασμένο στη μέγγενη της «πάνω» και της «κάτω» πλατείας. Και επίσης να παρακολουθήσει τις πιο γόνιμες αναζητήσεις του ευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού χώρου, όταν τουλάχιστον αυτές δεν εξαντλούνται σε βαρετές κοινοτοπίες.
Και η τρικέφαλη ακροδεξιά; Είναι μια υπόμνηση ότι ένα ψεκασμένο, φασιστικό, ρωσόφιλο και συνωμοσιολογικό δυναμικό παραμένει ενεργό και επιθετικό. Το πολιτικό ερώτημα είναι αν θα συνδυαστεί πάλι με κάποια «κάτω» πλατεία αριστερόστροφου λαϊκισμού ή αν θα μείνει εκεί που πρέπει: απομονωμένο στο δεξιό άκρο. Αυτή όμως είναι ευθύνη όλων των δημοκρατικών δυνάμεων, όχι μόνο της ΝΔ.
Πηγή: www.tanea.gr