Η νομοθετική πρωτοβουλία για την αλλαγή στα Πανεπιστήμια, που αναγγέλθηκε πρόσφατα, είναι τυπικό δείγμα πολιτικής η οποία, παρότι εκκινεί από καλές προθέσεις, υποκύπτει εν τέλει σε έκδηλες ιδεολογικές προκαταλήψεις και πολιτικές αγκυλώσεις (με πρώτη επιβεβαίωση την επαναφορά των «αιωνίων φοιτητών», χωρίς κανένα πρόσφορο, για τη –μερική– δικαιολόγησή της, κριτήριο…).
Αλλά και οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν σπανίως χαρακτηρίζονται από νηφάλια αντιμετώπιση, καθώς συνήθως πάσχουν από ιδεολογική μονομέρεια, προσωπική ιδιοτέλεια και πολιτική αναξιοπιστία. Αυτό αφορά, ιδίως, αυτές που εκπορεύονται από όσους πρωτοστάτησαν ή συνέπραξαν στην ψήφιση του ισχύοντος νόμου, οι οποίοι, με την επίκληση της ευρείας πλειοψηφίας που συγκέντρωσε (η οποία, πάντως, υπολείπεται αυτής με την οποία ψηφίστηκε η συνταγματική διάταξη περί ευθύνης υπουργών…), αλλά και με τη στήριξη ενός ευρύτατου μηχανισμού επικοινωνιακής υποστήριξης (που συχνά κόπτεται υπέρ αυτού αγνοώντας πλήρως το περιεχόμενό του…) καλλιεργούν τον μύθο του αγλαΐσματος του εκσυγχρονισμού, που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καταργηθεί.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Ο ισχύων νόμος όχι μόνο δεν αντιμετώπισε δραστικά τις δυσλειτουργίες του Πανεπιστημίου, όπως διακήρυτταν πομπωδώς οι εμπνευστές του, αλλά και σε πολλά σημεία τις επέτεινε, τόσο λόγω συντηρητικών και ρυθμιστικά άστοχων επιλογών όσο και λόγω «παράπλευρων συνταγματικών απωλειών».
Το προβληματικότερο σημείο είναι αναμφισβήτητα ο διοικητικός τραγέλαφος που προέκυψε στα Πανεπιστήμια, λόγω της συνεχούς διελκυστίνδας μεταξύ αφ’ ενός του Συμβουλίου –που άκριτα και πατερναλιστικά εμφυτεύθηκε στη διοίκησή τους– και αφ’ ετέρου του πρύτανη και της Συγκλήτου. Αυτό, σε συνδυασμό με την εμφανή υποβάθμιση των συλλογικών οργάνων (τόσο ως προς τη διοίκηση όσο και ως προς τις κρίσεις των πανεπιστημιακών) οδήγησαν σε αντιδημοκρατικές ή/και αδιαφανείς λειτουργίες και πρακτικές, σε κάθε δε περίπτωση στην πολλαπλή νόθευση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων.
Η απάντηση όμως στα προβλήματα αυτά δεν μπορεί να είναι μια άκριτη και ισοπεδωτική θεσμική αναπαλαίωση, όπως αυτή που επιχειρεί το κατατεθέν νομοσχέδιο, διότι αυτό απλώς φανερώνει πολιτική αγκύλωση και έλλειψη σχεδιασμού και νέων ιδεών. Οι αναγκαίες ριζοσπαστικές αλλαγές, που πράγματι απαιτούνται, δεν μπορεί να αναζητηθούν σε ρυθμίσεις οι οποίες ήταν μεν στην εποχή τους ρηξικέλευθες και χρήσιμες για την αλλαγή των τότε συσχετισμών, στην πορεία όμως ανέδειξαν τόσα προβλήματα και ευνόησαν τόσες παρεκτροπές –με επίκεντρο την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία και την επικράτηση αντιδημοκρατικών μειοψηφιών– ώστε να οδηγήσουν το Πανεπιστήμιο σε έναν μεταλλαγμένο αυταρχισμό και σε φαινόμενα αθέμιτης και ιδιοτελούς συναλλαγής…
Με βάση αυτά τα δεδομένα:
Α. Είναι μεν σωστή η κατάργηση των ισχυόντων Συμβουλίων, αλλά είναι λάθος η απουσία εναλλακτικής λύσης τόσο ως προς την εποπτεία των Πανεπιστημίων –που θα μπορούσε να επιτευχθεί από άλλου είδους Συμβούλια, εκτός των Πανεπιστημίων, με στελέχωση υψηλών προδιαγραφών– όσο και ως προς τη βελτίωση της διοίκησής τους, που θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ανάληψη του management από νέου τύπου υψηλόβαθμα –και επιλεγόμενα κατόπιν ανοιχτού διαγωνισμού– διοικητικά στελέχη.
Β. Είναι σωστή επίσης η ανάκτηση του ρόλου των παραδεδομένων συλλογικών οργάνων (Πρυτανικές Αρχές, Σύγκλητος, Γενικές Συνελεύσεις και Τομείς) πλην όμως συνοδεύεται από δύο σοβαρά λάθη:
Πρώτον, την επαναφορά της παλαιάς συμμετοχής των φοιτητών (πολύ δε περισσότερο του διοικητικού προσωπικού), που αποδείχθηκε υπερβολική και άκρως προβληματική, ιδίως ως προς την ανάδειξη των συλλογικών οργάνων. Διότι ναι μεν οι φοιτητές είναι φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας, και άρα δικαιούνται ρόλο στο αυτοδιοίκητο, πλην όμως ο εφήμερος χαρακτήρας της παρουσίας τους στο Πανεπιστήμιο επιβάλλει την τήρηση του αναγκαίου μέτρου (δηλαδή τη λελογισμένη συμμετοχή μόνο στη λειτουργία των οργάνων), προκειμένου να μην επαναληφθούν φαινόμενα δυσλειτουργίας αλλά και πελατειακής αντιμετώπισης…
Το δεύτερο λάθος είναι η κατάργηση της ηλεκτρονικής ως εναλλακτικής ψηφοφορίας, όχι μόνο διότι το Πανεπιστήμιο έχει επανειλημμένα υποστεί την αυταρχική συμπεριφορά των διάφορων «καλπογιάννηδων», αλλά και διότι τα εναντίον της επιχειρήματα είναι σαθρά. Η ηλεκτρονική ψηφοφορία, υπό συγκεκριμένες –και ήδη εφαρμοσθείσες στο Πανεπιστήμιο– εγγυήσεις μυστικότητας, ισχύει ήδη σε πολλές χώρες, υποκαθιστώντας εν όλω ή εν μέρει τους παραδοσιακούς τρόπους ψηφοφορίας, με θετικά κατά βάσιν αποτελέσματα.
Γ. Τέλος, είναι σωστή η νομοθετική επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου αλλά λάθος η αιτιολογία του, καθ’ ό μέρος αναφέρεται στην ελεύθερη διάδοση των ιδεών, διότι αυτή είναι, ούτως ή άλλως, συνταγματικά εγγυημένη για όλους και άρα δεν συντρέχει λόγος ιδιαίτερης προστασίας. Γενικότερα πρέπει να επισημανθεί, προς αποφυγήν των συνήθων παρανοήσεων, ότι το άσυλο είναι εγγύηση συνταγματικής περιωπής, συνυφασμένη με το αυτοδιοίκητο, που προστατεύει τον (περίκλειστο) χώρο του Πανεπιστημίου όχι σαν αυτοσκοπό αλλά σαν βιόσφαιρα της ακαδημαϊκής ελευθερίας (δηλαδή των δικαιωμάτων ελεύθερης διδασκαλίας, επιστήμης και έρευνας, όπως αυτά προσιδιάζουν στην Ανώτατη Εκπαίδευση). Ως εκ τούτου, κατ’ αναλογίαν με το άσυλο κατοικίας, κανείς δεν μπορεί να επιβάλει στο Πανεπιστήμιο την παρουσία του χωρίς άδεια των αυτοδιοικητικών του αρχών, οι οποίες έχουν, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα να απομακρύνουν (μέσω δικής τους δύναμης φύλαξης ή μέσω της αστυνομίας) όσους το καταλαμβάνουν αυθαίρετα…