Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου κρατά στα χέρια του ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Ακριβέστερα, ένα βιβλίο το οποίο συνεχίζει την τεράστια συζήτηση που άνοιξε από τη δεκαετία του 70 μεταξύ φιλελεύθερων, ρεπουμπλικάνων και σοσιαλδημοκρατών διανοητών όπως οι Τζων Ρώλς, Ρόναλντ Ντβόρκιν, Μάικλ Σαντέλ, Φίλιπ Πέτιτ, Γουίλ Κίμλικα, Σάμιουελ Σάφλερ, Πιέρ Ροζανβαλλόν για το τι είναι κοινωνικά δίκαιο. Για το ποιοι κανόνες επιτρέπουν τη συνεργασία μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας ως ελεύθερων και ίσων ατόμων. Για το πώς είναι δυνατόν σε μια ελεύθερη κοινωνία, ελεύθερων ατόμων να μεγιστοποιείται η προοπτική των λιγότερο ευνοημένων. Για το πώς, και κυρίως γιατί, μπορεί οι κανόνες που ευνοούν την αναδιανομή υπέρ των λιγότερο ευνοημένων να γίνονται δεκτοί και από όσους έχουν ευνοηθεί από την αγορά. Γιατί και πώς μπορούμε και πρέπει να αγωνιζόμαστε κατά των ανισοτήτων. Ανισότητες οι οποίες, όπως τονίζει ο συγγραφέας αυτού εδώ του βιβλίου, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης Ζαν-Φαμπιέν Σπιτς και βασικός συμμέτοχος στην κριτική του νεοφιλελευθερισμού, δεν γεννιούνται μόνο εξαιτίας κληρονομικών και κοινωνικών διαφορών, αλλά και λόγω γενετικών διαφορών (κοινωνική και γενετική τυχαιότητα).
Ο Σπιτς χρησιμοποιεί τον νέο-ρεπουμπλικανισμό ως όπλο κριτικής κατά της συντηρητικής δεξιάς και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας της, σύμφωνα με την οποία μόνο έννοιες όπως ατομική ευθύνη, επιλογή και αξιοσύνη μπορούν να προσδιορίσουν τι είναι κοινωνικά δίκαιο, ποια κοινωνική δομή είναι δίκαιη.
Ο Σπιτς κανονικοποιεί την απάντηση του ρεπουμπλικανισμού (αν και σε κανένα σημείο δεν αναφέρει τον όρο) στην αξίωση του φιλελευθερισμού να είναι θεμιτός μόνο εκείνος ο κανόνας δράσης του οποίου η εφαρμογή δεν εμποδίζει την ελευθερία δράσης τρίτων ή τη δυνατότητά τους να ζουν αυτόνομα και ανεξάρτητα. Ο Σπιτς χρησιμοποιεί τον νέο-ρεπουμπλικανισμό ως όπλο κριτικής κατά της συντηρητικής δεξιάς και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας της, σύμφωνα με την οποία μόνο έννοιες όπως ατομική ευθύνη, επιλογή και αξιοσύνη μπορούν να προσδιορίσουν τι είναι κοινωνικά δίκαιο, ποια κοινωνική δομή είναι δίκαιη.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης του ο Σπίτς υποβάλλει σε κριτική όχι την νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το τι είναι δίκαιο, αλλά την «σοσιαλδημοκρατική επιλογή». Όπως υποστηρίζει ο φιλόσοφος, η επιθυμία εξίσωσης των αρχικών ευκαιριών αποτελούσε το κεντρικό σύνθημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. «Αμερόληπτο κράτος, πάλη ενάντια στις διακρίσεις και τη διαφθορά, κοινωνική ασφάλιση, προστατευτική νομοθεσία για την εργασία, δημόσια παιδεία και πάλη ενάντια στις προκαταλήψεις» (σελ. 23), αυτά είναι η σοσιαλδημοκρατική επιλογή κατά τον Σπιτς. Θελκτικό, αλλά όχι επαρκές ιδανικό, κατά τη γνώμη του. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την ελλιπή προσέγγιση της σοσιαλδημοκρατίας, οι μόνες ανισότητες που οφείλει μια δίκαιη κοινωνία να αντιμετωπίζει είναι αυτές που προέρχονται από τις κληρονομικές κοινωνικές ανισότητες. Αυτές που προκύπτουν από τη διαφορά στο ταλέντο, τις διαφορές στην «αξιοσύνη» κ.λπ δεν απασχολούν τη σοσιαλδημοκρατία. Για τον Σπιτς, όμως, για να χαρακτηρίσουμε μια κοινωνική δομή δίκαιη, εξίσου μεγάλη σημασία έχει τόσο η καταπολέμηση των κληρονομικών ανισοτήτων, όσο και των ανισοτήτων των προερχόμενων από την άνιση κατανομή των γενετικών δυνατοτήτων (κάποιοι από τη γέννησή τους έχουν μεγαλύτερα ταλέντα και ικανότητες από κάποιους άλλους). Για τη σοσιαλδημοκρατία, ισχυρίζεται ο Σπιτς, η κοινωνική δικαιοσύνη συνίσταται μόνο στην εξίσωση των ευκαιριών, την οποία εμποδίζει η ταξική θέση και η κοινωνική προέλευση.
Αν όμως η κριτική όσον αφορά τη σοσιαλδημοκρατία αφορά το ότι αυτή παραβλέπει τις ανισότητες που έχουν γενετική καταγωγή, η κριτική του στη Δεξιά και τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση αφορά ότι γι’ αυτήν οι νικητές της κληρονομικής ή της γενετικής «κλήρωσης» δικαιούνται να κρατήσουν για τον εαυτό τους όλα τα οφέλη από αυτήν την τύχη τους. Οι άξιοι, οι υπεύθυνοι, όσοι κατορθώνουν να κάνουν καλές επιλογές, ανεξάρτητα του πως το επιτυγχάνουν και τι επιπτώσεις έχει αυτή τους η «αξιοσύνη», δεν υποχρεούνται να διαθέσουν ούτε μια «πενταροδεκάρα» στην κοινωνία. Ιδιαίτερα αυτό αφορά όλους όσοι έκαναν σωστές επιλογές και πέτυχαν χάρη αυτών. Αυτοί όχι μόνο δεν οφείλουν τίποτα στην κοινωνία, αλλά και το να τούς στερούν τα πλεονεκτήματα αυτών των επιλογών τους, μέσω της φορολόγησης για παράδειγμα, είναι κοινωνικά άδικο.
Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί τον κύριο στόχο της κριτικής του Σπίτς είναι η κυρίαρχη αφήγηση που θέλει τους φτωχούς να φταίνε που είναι φτωχοί και κυρίως η θέση πως αν οι φτωχοί θέλουν να είναι λιγότερο φτωχοί πρέπει να αφήσουν τους πλούσιους να γίνουν πλουσιότεροι. Εδώ εξάλλου και όχι στην αξίωση για ελεύθερες αγορές (αξίωση ακόμη και των σοσιαλδημοκρατών εν μέρει) βρίσκεται και η ουσία του νεοφιλελευθερισμού. Μια ιδεολογία, με σαφείς ταξικές επιπτώσεις, που θεωρεί πως όσο πλουσιότεροι γίνονται κάποιοι τόσο πιο πλούσια γίνεται η κοινωνία. Για όσους δεν «προκάνουν», γι’ αυτούς υπάρχει το «δίχτυ ασφαλείας», μια νεοφιλελεύθερη και όχι σοσιαλδημοκρατική πρόταση.
Θα ήθελα εδώ να επικαλεστώ τον Ρωλς, τον οποίο ο Σπιτς χρησιμοποιεί πολύ για να υποβάλλει σε κριτική την θεωρία της προσωπικής αξιοσύνης. Η δεύτερη αρχή του Ρωλς θεωρεί ότι οι ανισότητες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να αποβαίνουν προς όφελος όλων, αφού εκπληρωθούν δύο βασικά προαπαιτούμενα. Πρώτον, όλες οι θέσεις πρέπει να είναι ανοιχτές σ’ όλους σε συνθήκες ισότητας ευκαιριών, και δεύτερον, αυτές οι ανισότητες πρέπει να αποβαίνουν προς όφελος των λιγότερο ευνοημένων μελών της κοινωνίας (αρχή της διαφοράς).
Στην προτεραιότητα των αναδιανεμητικών ανισοτήτων που ευνοούν τους ασθενέστερους, αντιπροτείνουν τις αγοραίες ανισότητες που ευνοούν τους ισχυρότερους. Όχι βεβαίως γιατί είναι «βάρβαροι» και θέλουν να υποφέρουν οι φτωχοί, αλλά γιατί, κατά τη γνώμη τους, αυτές οι ανισότητες ευνοούν σε τελική ανάλυση και τους φτωχούς, αφού αυξάνουν το ΑΕΠ.
Οι υποστηρικτές της θεωρίας της καταλογιζόμενης ευθύνης ή της προσωπικής αξιοσύνης ουσιαστικά υποστηρίζουν την αντιστροφή της αρχής της διαφοράς του Ρωλς. Αυτοί, δηλαδή οι νεοφιλελεύθεροι, θεωρούν την καταλογιζόμενη ευθύνη και την προσωπική αξιοσύνη ως κριτήρια για την αντιστροφή της αρχής της διαφοράς του Ρωλς. Στην προτεραιότητα των αναδιανεμητικών ανισοτήτων που ευνοούν τους ασθενέστερους, αυτοί αντιπροτείνουν τις αγοραίες ανισότητες που ευνοούν τους ισχυρότερους. Όχι βεβαίως γιατί είναι «βάρβαροι» και θέλουν (όπως μια επιδερμική εγχώρια «αριστερή» ανάγνωση ισχυρίζεται) να υποφέρουν οι φτωχοί, αλλά γιατί, κατά τη γνώμη τους, αυτές οι ανισότητες ευνοούν σε τελική ανάλυση και τους φτωχούς, αφού αυξάνουν το ΑΕΠ. Έχουν άδικο, κατ’ εμέ, αλλά οι ταξικές απόψεις δεν αντιμετωπίζονται με αναθέματα.
Ο Jean-Fabien Spitz
Ο Ρωλς θέλει την ανισότητα κατά των ευνοημένων για να γίνει η κοινωνία δίκαιη και η ιδεολογία της αξιοσύνης θέλει την ανισότητα υπέρ των ευνοημένων για τον ίδιο λόγο. Έχουμε εδώ ένα στόχο, τη δίκαιη κοινωνία, αλλά διαφορετικούς δρόμους για να φτάσουμε σ’ αυτήν. Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση οι «τυχεροί» της αξιοσύνης δεν οφείλουν να συμβάλλουν στους μηχανισμούς αλληλεγγύης. Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί αν επικρατήσουν οι μηχανισμοί αλληλεγγύης, τότε θα αδικηθούν τα άτομα που προσπαθούν και θα ευνοηθούν οι «κηφήνες». Δεν είναι δυνατόν, ισχυρίζεται αυτή η προσέγγιση, τα άτομα που στάθηκαν τυχερά ή έκαναν συνετές επιλογές να φορολογούνται για την οργάνωση των κοινωνικών μεταβιβάσεων προς τους λιγότερο ευνοημένους. Αυτό, ισχυρίζονται, δεν είναι δίκαιη κοινωνία. Κάνουν λάθος, αλλά δεν είναι βάρβαροι, όπως τους αντιμετωπίζουν εγχώριες πομφόλυγες περί «βάρβαρου νεοφιλελευθερισμού». Ο Σπιτς συζητά με αυτή την άποψη, γιατί στη πολιτική φιλοσοφία δεν υπάρχουν βάρβαροι και πολιτισμένοι, μόνο απόψεις με τις οποίες καλείται κάποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει.
Μα θα μου πείτε, τι μας λέτε τώρα εσείς και ο φιλόσοφός σας, είναι δίκαιη μια κοινωνία στην οποία ανταμείβονται οι «κηφήνες», ενώ οι άξιοι και εργατικοί χάνουν αυτό που αξίζουν; Είναι δίκαιη μια κοινωνία που δεν δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει; Εύλογα ερωτήματα, αλλά εκτός θέματος. Γιατί το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει οι άξιοι να ανταμείβονται, αλλά για το αν μπορεί να είναι δίκαιη μια κοινωνία που είναι έτσι οργανωμένη ώστε να αδικεί τα μέλη της.
Σε μια κοινωνία που οι σωστές επιλογές καθορίζουν τα πάντα, δεν θα υπήρχε χώρος για τους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες, τους εφευρέτες, τους καινοτόμους που ότι επιχειρούν δεν έχει την εγγύηση της μελλοντικής επιτυχίας.
Έτσι, πρώτον, σε μια κοινωνία που οι σωστές επιλογές καθορίζουν τα πάντα, δεν θα υπήρχε χώρος για τους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες, τους εφευρέτες, τους καινοτόμους που ό,τι επιχειρούν δεν έχει εγγυημένη επιτυχία.
Δεύτερον, ακόμη και οι άξιοι δεν είναι τέτοιοι εκτός κοινωνίας. Αυτήν τους την αξία την οφείλουν και σ’ αυτή την κοινωνία. Καμία αξιοσύνη και ευθύνη δεν υπάρχει εκτός του συνόλου «των αλληλεξαρτήσεων και του συνόλου των αλληλοσυνδέσεων των ατομικών πράξεων στην κοινωνική περιπλοκότητα» (σελ. 104).
Και τρίτον, η αξιοσύνη και η ευθύνη αυτές καθαυτές δεν έχουν θέση στην αναδιανεμητική αντίληψη για την κοινωνική δικαιοσύνη. «Η έννοια της ευθύνης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της θεωρίας της δικαιοσύνης ως θεμέλιο της νομιμότητας της κατανομής των πόρων» (σελ.108). Η ιδέα της ευθύνης και της αξιοσύνης είναι μια ηθική αξία, που έχει να παίξει ρόλο στη συζήτηση για το τι είναι ηθικό, αλλά δεν είναι μια πολιτική ιδέα. «Η ευθύνη είναι μια ηθική αξία, η εισαγωγή της οποίας στην πολιτική θεωρία θα κατέληγε σε μια τεράστια οπισθοδρόμηση, σε σχέση με τη συλλογιστική πορεία που οδήγησε στην ιδέα ότι σε μια περίπλοκη κοινωνία οι αλληλεξαρτήσεις και οι συνδέσεις καθιστούν ανέφικτη την αξίωση ότι ο καθένας ευθύνεται, με μια έννοια, για την κατάστασή του» (σελ. 114).
Ο Σπιτς, αλλά και ο Ρωλς, δεν θεωρούν ότι η δικαιοσύνη συνίσταται στη χορήγηση και τη διανομή των πόρων σύμφωνα με την ατομική ευθύνη ή αξιοσύνη. Και για τους δυο η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να περιορίζεται στην έννοια της αναλογικότητας, γιατί η δικαιοσύνη είναι τελικά η ιδιότητα μιας δομής και όχι η έκφραση μιας ατομικής κατάστασης. Το κριτήριο της ευθύνης είναι πολύτιμο για τις ηθικές κρίσεις, δεν χρησιμεύει όμως για να ορίσουμε τη «Δίκαιη Κοινωνία».
Ο Σπιτς, όπως και ο Ρωλς, δεν αναγάγουν την αξιοσύνη και την ευθύνη σε καθοριστικό κριτήριο της Δίκαιης Κοινωνίας, αλλά τις υπαγάγουν σ’ αυτό που υπόσχονται οι δίκαιοι θεσμοί. Σε τελική ανάλυση, η έννοια της ατομικής αξιοσύνης και της ευθύνης δεν στερούνται νοήματος, αλλά δεν μπορούν να ορίζονται ανεξάρτητα από τη δικαιοσύνη των θεσμών. Η Δίκαιη Κοινωνία δεν αποκλείει «τα άτομα να επωφελούνται από την τυχαιότητα, αν το γεγονός αυτό δεν καταστρέφει τη δικαιοσύνη» (σελ.64). Και δίκαιη είναι αυτή η τυχαιότητα η οποία δεν οδηγεί σε σχέσεις κυριαρχίας και δεν παραβιάζει το δικαίωμα όλων σε μια αξιοπρεπή και αυτόνομη ζωή.Σπιτς, Σάφλερ και Ρωλς δεν απορρίπτουν την ιδέα της ηθικής σημασίας της ευθύνης και της αξιοσύνης, αλλά την εφαρμογή της στην αναδιανεμητική δικαιοσύνη. Στη θεωρία της ανταποδοτικής δικαιοσύνης η οποιαδήποτε αποδοκιμαστική κρίση κατευθύνεται στα άτομα, ενώ στην αναδιανεμητική δικαιοσύνη όπως αυτή ορίζει ποια κοινωνία είναι δίκαιη, αυτό που ενδιαφέρει είναι εκείνοι οι θεσμοί αλληλεγγύης οι οποίοι δεν επιτρέπουν κάποιους να γίνονται μέσα για την επίτευξη σκοπών κάποιων άλλων. Πιο απλά, άδικα δεν είναι τα μεγαλοστελέχη που αμείβονται με υπερβολικούς μισθούς, αλλά οι θεσμοί που επιτρέπουν κάτι τέτοιο.
Δίκαιη είναι αυτή η κοινωνία στην οποία επικρατούν δίκαιοι αναδιανεμητικοί θεσμοί. Ταυτολογία; Ναι, για όσους πιστεύουν πως το άτομο ως υπέρτατη αξία κάθε φιλελεύθερης κοινωνίας υπάρχει πέραν των θεσμών, αλλά καθόλου ταυτολογία για όσους θεωρούν πως κανένα ελεύθερο και αυτόνομο άτομο δεν έχει αξία έξω και πέραν των θεσμών αλληλεγγύης. Από αυτό το σκεπτικό ορμώμενος ο Σπιτς ορίζει τη Δίκαιη Κοινωνία ως εκείνη που «συνδέει την ελευθερία με την ισότητα, όταν δηλαδή αναγνωρίζοντας στον καθένα το εκτενέστερο σύστημα βασικών ελευθεριών και την κατοχή του από όλους, παραχωρεί επίσης το δικαίωμα της εξισωτικής αξίωσης, χορηγώντας σε όσους είναι τοποθετημένοι στα χαμηλότερα κλιμάκια περισσότερους πόρους για να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες τους, κάτι που δεν θα μπορούσαν να έχουν σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνία που θα ήταν οργανωμένη σύμφωνα με δημοκρατικούς κανόνες» (σελ. 80).
Ο Γάλλος φιλόσοφος με προσοχή αποκρούει ένα – ένα όλα τα επιχειρήματα της νεοδεξιάς «αξιοσύνης» και παράλληλα επιχειρεί να εμφυσήσει στη σοσιαλδημοκρατία το αναγκαίο πνεύμα ρεπουμπλικανισμού που της λείπει.
Ο Γάλλος φιλόσοφος με προσοχή αποκρούει ένα – ένα όλα τα επιχειρήματα της νεοδεξιάς «αξιοσύνης» και παράλληλα επιχειρεί να εμφυσήσει στη σοσιαλδημοκρατία το αναγκαίο πνεύμα ρεπουμπλικανισμού που της λείπει. Οι σοσιαλδημοκράτες καθόλου δεν έχουν να χάσουν από τις ιδέες αυτού του βιβλίου, αν και κατά κάποιο τρόπο τους αδικεί, όταν περιορίζει την πολιτική τους μόνο στην ισότητα των ευκαιριών.
Όπως, ελπίζω, έδωσα να κατανοήσει ο αναγνώστης, αυτό το σύντομο, αλλά περιεκτικότατο βιβλίο, δεν είναι μόνο ένα φιλοσοφικό πόνημα. Είναι και ένα πολιτικό βιβλίο. Είναι πολύτιμο να διαβάζουμε τέτοια βιβλία σε εποχές που κυριαρχούν, αφενός, μια αντίληψη που ορίζει ως «αριστερό» το δεξιό Πρόγραμμα επιδομάτων Θεσσαλονίκης και, αφετέρου, μια δεξιά, δεξιότατη ηγεμονική αντίληψη σύμφωνα με την οποία Αριστερά είναι αυτό που επιδιώκει μόνο μια εξίσωση των πάντων προς τα κάτω, με οδηγό τους πανίσχυρους μηχανισμούς του κόμματος-κράτους. Από τέτοια βιβλία μαθαίνουμε πως η αριστερή σκέψη δεν ανάγεται ούτε στις επιδοτήσεις της Θεσσαλονίκης, αλλά ούτε στις δεξιές ερμηνείες του δήθεν εξισωτισμού και ολοκληρωτισμού της.
Η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή Αριστερά ασχολείται με το ποια είναι τα κριτήρια για την αναδιανομή, ποιοι τα δικαιούνται, από πού και ποιους προέρχονται οι πόροι για την αναδιανομή και ώς πού μπορούν να φτάσουν· τι σημαίνει ισότητα ευκαιριών, αν όλες οι ανισότητες είναι μόνο κληρονομικές-ταξικές ή κάποιες οφείλονται στις ατομικές επιδόσεις και αν οι ανισότητες δεν είναι μόνο ταξικές τι γίνεται με αυτές που δεν είναι· αν χρειάζονται οι ανισότητες κατά των ευνοημένων για να μειωθούν οι ανισότητες των μη ευνοημένων (αρχή της διαφοράς του Ρωλς). Δύσκολα ερωτήματα, αλλά και ακόμη πιο δύσκολες οι απαντήσεις. Αυτό όμως είναι η σημερινή Αριστερά.
Αξίζουν χίλια μπράβο τόσο στις Εκδόσεις Πόλις για την έκδοση αυτού του μη εμπορικού βιβλίου -μακάρι βέβαια να διαψευστώ ως προς αυτό- όσο και στη μεταφράστρια Μαγδαληνή Τσεβρένη για το ότι τιθάσευσε σε πολύ ωραία ελληνικά ένα τόσο δύσκολο αλλά και τόσο υψηλής πολιτικής και αισθητικής αξίας κείμενο.
Δημοσιεύτηκε στο Book Press