Ποια Ευρώπη;

Ναπολέων Μαραβέγιας 17 Σεπ 2013

Στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να διακρίνει κανείς δύο αντιφατικές εξελίξεις. Από τη μία πλευρά φαίνεται να κυριαρχεί ο διακρατικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και, από την άλλη πλευρά, να προχωρούν σχέδια για μια περισσότερο υπερεθνική πολιτική οντότητα με ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά.

Ο διακρατικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν προφανώς πάντοτε συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού μορφώματος, αλλά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να εντείνεται. Οι διαβουλεύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης γίνονται μεταξύ των δύο πιο ισχυρών κρατών-μελών της Ε.Ε., δηλαδή της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αφού τα δύο κράτη καταλήξουν σε συμβιβασμό (συνήθως υπέρ της Γερμανίας), τα άλλα κράτη-μέλη και τα ευρωπαϊκά όργανα αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν, με ελάχιστες αλλαγές, όσα έχουν ήδη συμφωνηθεί.

Είναι χαρακτηριστική η σημασία που αποδίδεται στις πολιτικές εξελίξεις στις δύο αυτές χώρες για την πορεία της Ε.Ε., όπως ήταν π.χ. το αποτέλεσμα των εκλογών στη Γαλλία, και, βέβαια, η ακόμη μεγαλύτερη σημασία που αποδίδεται στο αποτέλεσμα των επικείμενων γερμανικών εκλογών. Πάντοτε, βέβαια, οι πολιτικές εξελίξεις στις δύο αυτές χώρες είχαν μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό.

Κατά τη διάρκεια της σημερινής οικονομικής κρίσης, ο ρόλος των δύο ισχυρότερων κρατών-μελών, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, φαίνεται να είναι καθοριστικός, όχι μόνο για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και για την καθημερινή πολιτική και οικονομική διαχείριση ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με αποτέλεσμα ο ρόλος των ευρωπαϊκών οργάνων να υποβαθμίζεται.

Ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το κατ? εξοχήν υπερεθνικό όργανο και οιονεί «κυβέρνηση» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, φαίνεται να χάνει τη μεγάλη σημασία της. Σήμερα η Ε.Ε. τείνει να περιστρέφεται όλο και περισσότερο γύρω από το γερμανογαλλικό άξονα και, μάλιστα, με την ταχύτητα που προτιμά η Γερμανία.

Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις που αφορούν την ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση φαίνεται να έχουν ένα ολοένα και εντονότερο υπερεθνικό άρωμα, με πολλά ομοσπονδιακά στοιχεία. Η προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης και κυρίως η προσπάθεια να δημιουργηθούν κατάλληλοι θεσμοί ώστε αυτή να μην επαναληφθεί, οδηγεί σταδιακά σε μία κοινή οικονομική πολιτική.

Με τον τρόπο αυτό οι αποφάσεις για υποχρεωτικό συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής και στη συνέχεια της εισοδηματικής και έμμεσα της κοινωνικής, μέσω των ασφαλιστικών συστημάτων, από όλα τα κράτη-μέλη, δείχνουν ότι δημιουργείται αργά αλλά σταθερά το υπόβαθρο για μία υπερεθνική οντότητα ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Γιατί η κοινή οικονομική πολιτική χρειάζεται και μία κοινή πολιτική αρχή που θα πρέπει να την εφαρμόζει. Δεδομένου ότι για όλα αυτά χρειάζεται νομιμοποίηση, μέσω της Συνθήκης της Ε.Ε., υπάρχουν προτάσεις και για αλλαγή της προς μία περισσότερο ομοσπονδιακή κατεύθυνση.

Βέβαια, σήμερα πρόκειται για υποχρεωτικό συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και για υποχρεωτικά «ομοιόμορφη» άσκηση οικονομικής πολιτικής από όλα τα εθνικά κράτη, και όχι για άσκηση κοινής πολιτικής άμεσα από τα ευρωπαϊκά όργανα. Προφανώς, τα πλουσιότερα κράτη-μέλη δύσκολα θα δεχθούν έναν κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ομοσπονδιακού τύπου, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, γιατί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν είναι τόσο αναπτυγμένη.

Ωστόσο, η σημερινή «ιδιοτελής γενναιοδωρία» των πλουσιότερων χωρών προς τις ασθενέστερες χώρες-μέλη θα μπορούσε, ίσως στο μέλλον, να εξελιχθεί σε «ιδιοτελή αλληλεγγύη» και έτσι ο υποχρεωτικός συντονισμός της οικονομικής πολιτικής να εξελιχθεί στην από κοινού άσκησή της, κατά το αμερικανικό πρότυπο.

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο συνδέονται οι δύο αυτές εξελίξεις, που μοιάζουν τόσο αντιφατικές. Η μία εξέλιξη οδηγεί προς μία περισσότερο διακρατική Ευρώπη. Η δεύτερη εξέλιξη οδηγεί προς μία περισσότερο ομοσπονδιακή Ευρώπη. Μήπως η πορεία προς μία ομοσπονδιακή Ευρώπη χρειάζεται ισχυρή ηγεσία; Σε μια τέτοια Ευρώπη μπορούν να έχουν θέση και οι λιγότερο ισχυρές χώρες-μέλη;