Στο δρόμο για τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2014, σε πολλές χώρες της Ε. Ε. κυριαρχεί, για πρώτη φορά, έντονη ανησυχία από τη διαφαινόμενη διαμόρφωση ενός ισχυρού αντιευρωπαϊκού ρεύματος, το οποίο προβλέπεται να έχει και σημαντική αποτύπωση στη νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι πολιτικές δυνάμεις του «αντί-», οι δυνάμεις εκείνες που αμφισβητούν ή και αντιπαλεύουν την κοινή ευρωπαϊκή πορεία, καταγράφουν αυξημένα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν ένα ετερόκλητο, μη συνασπισμένο και με διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες σύνολο. Μέσα σε αυτό το σύνολο, ξεχωρίζουν πλέον ξεκάθαρα, διεκδικώντας σε ορισμένες χώρες ακόμα και πλειοψηφικό ρόλο, οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, περιθωριοποιώντας τους παραδοσιακούς ευρωσκεπτικιστές και τους αριστερούς αντιπάλους της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι τελευταίοι σαφώς και δεν αθροίζονται ούτε συμπαρατάσσονται με τους πρώτους, αλλά επιμένουν στην αμφισβήτηση ή στην ακύρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Έτσι, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, οι μεγάλες «οικογένειες» των ευρωπαϊκών κομμάτων ανακαλύπτουν με ίσως υποκριτική αμηχανία και πάντως με καθυστερημένη έκπληξη ότι η σύνθεση του επόμενου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προκαλέσει τρόμο για την πορεία της Ευρώπης, αλλά και για τη λειτουργία των Δημοκρατικών θεσμών στις χώρες μέλη. Το παράδειγμα της Γαλλίας είναι το πλέον ενδεικτικό. Σε πρόσφατη μέτρηση της κοινής γνώμης εν όψει ευρωεκλογών, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μ. Λεπέν κερδίζει σχεδόν ένα ψηφοφόρο στους τρείς και έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις των ερωτηθέντων, με αισθητή διαφορά από τα αντίστοιχα ποσοστά της δεξιάς και των σοσιαλιστών. Το ίδιο συμβαίνει στην Αυστρία με τη σημαντική αύξηση των ποσοστών του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται με την εδραίωση της ακροδεξιάς στην Ισπανία, ενώ δικαιολογημένες είναι ανησυχίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την καταγραφή της δύναμης της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι προφανές: τι έφταιξε και η δημοκρατική Ευρώπη, εβδομήντα χρόνια μετά την νίκη κατά του φασισμού και του ναζισμού, παρακολουθεί αδύναμη την εκλογική ανάκαμψη του «μαύρου μετώπου» της ακροδεξιάς σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο; Έφταιξαν μόνο η οικονομική κρίση, η νεοφιλελεύθερη στροφή και οι συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας και ύφεσης, η συνεπακόλουθη εκτίναξη της ανεργίας-ιδιαίτερα των νέων- στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, η κοινωνική ανασφάλεια, η εμμονή σε λάθος πολιτικές για τη μετανάστευση, η άνευρη ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα της κοινωνικής συνοχής, το έλλειμμα Δημοκρατίας στη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών; Σίγουρα όλα αυτά και άλλα πολλά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και πάλι, όμως, δεν αρκούν για να εξηγήσουν την άνοδο της ακροδεξιάς και το φαινόμενο της συρρίκνωσης των πολιτικών δυνάμεων που στήριξαν μέχρι τώρα τη δυναμική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μπορεί η Ευρώπη να προστάτευσε τη σταθερότητα της Ζώνης Ευρώ και να επέβαλε κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας εν μέσω μίας παγκοσμιοποιημένης οικονομικής κρίσης, αλλά πιστεύω ότι ταυτόχρονα απώλεσε το μείζον: τη συλλογικότητά της! Πέρασε από το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κρατών και Λαών, από την υπόσχεση της κοινής ανάπτυξης, της σύγκλισης και της αλληλεγγύης στην τεχνοκρατική διαχείριση των ελλειμμάτων και στην προστασία της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ορισμένων χωρών. Αφέθηκε στη σκληρή και άτεγκτη διαίρεση της Ευρώπης των πλουσίων και της Ευρώπης των φτωχών, εγκλωβίσθηκε σε κοντόφθαλμες πολιτικές βραχυπρόθεσμης αντιμετώπισης της κερδοσκοπίας των αγορών και παρήγαγε ύφεση αντί για ανάπτυξη και ανεργία αντί για απασχόληση. Μαζί με τη συλλογικότητα της έχασε και την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών, όχι μόνο ως προς την αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά κυρίως για την ισχύ της ευρωπαϊκής πολιτικής βούλησης για κοινή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της Ένωσης. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Με 4000 νεκρούς αλλοδαπούς στη Μεσόγειο από το 2009, χαμένους από τα καραβάνια των διακινητών της αντικανονικής μετανάστευσης προς την Ευρώπη, με την Λαμπεντούζα στην Ιταλία να έχει μεταβληθεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο προσφύγων, με τη σταθερή μείωση των ευρωπαϊκών κονδυλίων για τη μετανάστευση και ταυτόχρονα με την προσήλωση στη λογική της συγκράτησης των μεταναστευτικών ρευμάτων στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, ποιος μπορεί να απορεί για την αποτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής; Πάνω σε αυτή την αποτυχία στηρίχθηκε η ανάπτυξη των λαϊκιστικών, ξενοφοβικών και ρατσιστικών φαινομένων και αυτήν εκμεταλλεύτηκε η ακροδεξιά παντού στην Ευρώπη για να προσεγγίσει τον απογοητευμένο πολίτη. Το ίδιο συνέβη με την ανεργία, τις ακραίες κοινωνικές ανισότητες και τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών.
Στο δρόμο για τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 δύο πράγματα είναι πλέον σίγουρα. Από τη μία πλευρά, οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα αυτές που εκφράζονται μέσα από τη Προοδευτική των Συμμαχία των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών θα πρέπει να φέρουν στο προσκήνιο τη συζήτηση για το «Ποια Ευρώπη θέλουμε;». Αυτή που έχουμε δεν εμπνέει. Η Ευρώπη, όπως σωστά υποστήριξε ο Μ. Σούλτζ χρειάζεται επαναπροσανατολισμό, νέο όραμα και νέα πολιτική. Η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί πλέον να είναι μόνο οικονομική. Χρειάζεται να πεισθεί ο ευρωπαίος πολίτης για την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας της Ευρώπης στους τομείς της ανάπτυξης, της απασχόλησης, των ελευθερίων, της ασφάλειας, του περιβάλλοντος.
Από την άλλη πλευρά, αυτές οι ίδιες δυνάμεις θα σηκώσουν το βάρος της εκλογικής αλλά και πολιτικής αναχαίτισης της ακροδεξιάς. Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωεκλογές στην Ελλάδα θα έχουν ως κυρίαρχο διακύβευμα, πέρα από την αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής, την εκλογική και πολιτική ήττα της νεοναζιστικής Χρυσής αυγής.