Οι απροσδόκητες εξελίξεις των διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών της, κατά την τελευταία εβδομάδα, επαναθέρμαναν την υποβόσκουσα, πλην όμως αυξανόμενης έντασης, αντιπαράθεση μεταξύ των φίλο-ευρωπαϊστών και των ευρώ-σκεπτικιστών ψηφοφόρων. Η διοργάνωση συγκεντρώσεων στην Πλατεία Συντάγματος την περασμένη Τετάρτη και Πέμπτη και η αυξανόμενη οξύτητα του λόγου των πλέον ανοιχτών ως προς την εκδήλωση των θέσεών τους χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης μαρτυρούν την πόλωση που δημιουργεί σταδιακά στο εκλογικό ακροατήριο το ζήτημα της Ευρώπης. Η επικέντρωση μιας συλλογικής κινητοποίησης στο θέμα της Ευρώπης είναι από μόνη της εντυπωσιακή για ένα κοινό που συνηθίζει να αντιμετωπίζει γενικευτικά, και κάποιες φορές με πελατειακούς όρους, τις εκλογικές του επιλογές. Θεματικής βάσης κινητοποιήσεις έχουν καταγραφεί και στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα τα μαζικά συλλαλητήρια για το όνομα της Μακεδονίας, η συλλογή υπογραφών για την υποχρέωση αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και, φυσικά, οι συγκεντρώσεις κατά της υπογραφής των Μνημονίων την περίοδο 2011-2012. Όμως τα δύο πρώτα δεν είχαν την πολυπλοκότητα του ευρωπαϊκού ζητήματος, ενώ το τρίτο υπερκαλυπτόταν από μία αντί-συστημική, ή έστω αντί-δικομματική, ρητορική. Για αυτό και η ανάδυση της Ευρώπης ως κομβικού για τη διαμόρφωση των πολιτικών επιλογών ζητήματος είναι αξιοσημείωτη.
Όμως γιατί το ζήτημα της Ευρώπης είναι πολύπλοκο; Και πώς τελικά αντιστοιχίζονται οι θέσεις επί του ζητήματος με τις πολιτικές και εκλογικές επιλογές; Ας προσπαθήσουμε, κατά πρώτον, να καταγράψουμε τα διαφορετικά νοηματικά φορτία της Ευρώπης. Για κάποιους, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της πορείας της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η Ευρώπη λειτουργούσε ως μηχανισμός θωράκισης των δημοκρατικών θεσμών και προάσπισης της εθνικής ασφάλειας της χώρας. Για κάποιος άλλους, συνδέθηκε με την καθολικής αποδοχής επιδίωξη της οικονομικής σταθερότητας ή με την πιο περιορισμένης αποδοχής πίστη στην αξία της ελεύθερης αγοράς. Για κάποιους τρίτους, ο λεγόμενος «εξευρωπαϊσμός» σήμαινε την ευκαιρία βελτίωσης διοικητικών ατελειών και συστημικών παθογενειών. Για μερικούς άλλους, τέλος, η Ευρώπη ισοδυναμούσε με τη φυσική τους ταυτότητα και επιβεβαίωνε τη σύνδεση του ελληνικού πολιτισμού με τον δυτικό κόσμο. Όλες αυτές οι οπτικές αθροιστικά δημιουργούσαν συνθήκες απόλυτης κυριαρχίας των φίλο-ευρωπαϊκών τοποθετήσεων της ελληνικής κοινής γνώμης για δεκαετίες. Όμως αυτές οι οπτικές αντιστοιχούν σε δυνητικά διαφορετικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης: το οικονομικό μοντέλο, η γεωπολιτική στρατηγική, η θεσμική λειτουργία και οι αξίες της Ευρώπης δεν είναι ένα ενιαίο πακέτο προς αγορά. Συνεπώς, η τοποθέτηση έναντι της «Ευρώπης» είναι μια δύσκολη διαδικασία.
Η ανάληψη ενός νέου ρόλου από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, αυτού του αυστηρού ελεγκτή των δημοσιονομικών επιλογών της Ελλάδας, σε συνδυασμό με την έκδηλη αδυναμία των θεσμικών οργάνων της Ευρώπης να καταλήξουν με ταχύτητα σε λειτουργικές αποφάσεις, ήταν αρκετά για να σκιάσουν τις αξίες και τις ευκαιρίες με τις οποίες ταύτιζε η ελληνική κοινή γνώμη την Ευρώπη και να φωτίσουν τις υποβόσκουσες απειλές απώλειας της εθνικής ταυτότητας, δημοκρατικού ελλείμματος ή επιβολής ενός σκληρού μοντέλου περιορισμού της κρατικής πρόνοιας προς όφελος της αγοράς. Μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να πρέπει να αποδεχθούν παράλληλα συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο και θεσμική λειτουργία, από τη μία, και τις μάλλον ευρύτατα αποδεκτές ευρωπαϊκές αξίες, από την άλλη. Για άλλους, η αποδοχή αυτή, ως συμβιβασμός ή ως φυσική επιλογή, ήρθε ευκολότερα. Οι πρώτοι μάλλον εκφράστηκαν εκλογικά με την ψήφο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, οι θέσεις του οποίου για την Ευρώπη φάνηκαν να είναι εξίσου αμφίθυμες. Οι δεύτεροι συσπειρώθηκαν γύρω από επιλογές του κεντρώου αντιπολιτευτικού χώρου. Αυτή όμως δεν είναι μια καθαρή τομή επί του θέματος της Ευρώπης, ακριβώς γιατί η «Ευρώπη» δεν είναι ένα ενιαίο πακέτο προς αγορά. Η χρήση της ως στοιχείου διαίρεσης μπορεί να είναι πολιτικά χρήσιμη για τους παίκτες, αλλά είναι ερμηνευτικά λανθασμένη.