Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την ανάγκη εθνικού δόγματος ή εθνικής εξωτερικής πολιτικής . Αλλά στις αναπτυγμένες δημοκρατίες, πολύ περισσότερο στις ώριμες χώρες μέλη της ΕΕ, ούτε «εθνική» εξωτερική πολιτική ούτε εθνικά δόγματα υπάρχουν, ούτε Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών για να τα διαμορφώνουν. Εξαίρεση αποτελεί η Κύπρος με το Εθνικό της Συμβούλιο – «δεν υπάρχει πιο αναχρονιστικός θεσμός απ’ αυτό το σώμα. Πρόκειται για ένα πολιτικό καφενείο όπου ο καθένας λέει τα δικά του, οι τοποθετήσεις των μελών του είναι τελείως προβλέψιμες και αναλώνεται σε ανακύκλωση των τετριμένων χωρίς φρέσκες ιδέες» γράφει ο Μ. Δρουσιώτης. Ενώ τα ελληνικά Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών, όταν φθάσουν σε κάποια απόφαση, αυτή οδηγεί συνήθως σε ακαμψία που δυσκολεύει την ευέλικτη προώθηση στόχων (παράδειγμα οι αποφάσεις του Συμβουλίου του Απριλίου 1992 για το «Μακεδονικό»). Στα δημοκρατικά συστήματα η κυβέρνηση έχει την εξωτερική πολιτική της και η αντιπολίτευση τη δική της, αμφότερες στοχεύοντας στην προστασία της εθνικής κυριαρχίας όπως την κατανοούν (την προστασία – και υπάρχουν πολλοί τρόποι). Τα άλλα περί… εθνικής εξωτερικής πολιτικής κ.λπ είναι κατά κανόνα προϊόντα αυταρχικών καθεστώτων και ηγετών. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν λέγει ότι «η εξωτερική πολιτική του είναι για τη μεσαία τάξη. Και η εξωτερική πολιτική των Δημοκρατικών ελάχιστη σχέση έχει με αυτή των Ρεπουμπλικάνων.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην Ευρώπη. Σκεφτείτε λ.χ. την Μ. Λεπέν και τον Ζ.Λ. Μελανσόν στη Γαλλία να ζητούσαν από τον πρόεδρο Εμ. Μακρόν να συνδιαμορφώσουν… εθνική Γαλλική εξωτερική πολιτική! Βέβαια εμείς εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε βαφτίσει- με ξεχωριστό τονισμό- «εθνικά θέματα» τα μεγάλα θέματα εξωτερικής πολιτικής λες και όλα τα άλλα ( π.χ. παιδεία) δεν είναι εθνικά. Βάζουμε όμως αυτό τον προσδιορισμό δυσχεραίνοντας την έκφραση εναλλακτικής άποψης (η οποία τείνει να θεωρείται ως περίπου... αντεθνική). Φυσικά η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολύ πιο έντονα την απειλή στην εθνική της κυριαρχία αλλά δεν υπάρχει και κάποια πολιτική δύναμη που να μη προσυπογράφει το στόχο της προστασίας της κυριαρχίας και γύρω απ’ αυτό το στόχο να υπάρχει το αυτονόητο εθνικό consensus. Αλλά μέχρις εκεί. Κατά τα άλλα η εξωτερική πολιτική ορίζεται στο πλαίσιο της ΕΕ-ΚΕΠΠΑ
Παρά ταύτα, οι ουσιαστικές θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων (όχι οι διαχειριστικές) τουλάχιστον σε ότι αφορά τα ελληνοτουρκικά είναι σχεδόν ταυτόσημες με υψηλό περιεχόμενο νομικιστικού πνεύματος / λεγκαλισμού. Δεν ακούγεται σχεδόν καμιά εναλλακτική ουσιαστική πολιτική πρόταση. Ούτε καμία πολιτική δύναμη στοχάζεται ιδιαίτερα για το πώς μας βλέπει η Τουρκία - οι προσλήψεις της, οι αντιλήψεις της, οι παρανοήσεις της, οι μύθοι ης, οι στρεβλώσεις της ( βλέπε το ερεθιστικό άρθρο της Zuhal Mert Uzuner «Προβλέψεις και σενάρια για τα Ελληνοτουρκικά», ΤΑ ΝΕΑ. 16-17/7). Όλοι το ίδιο mantra.
Η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα ενεργό εξωτερική πολιτική που πρέπει όμως πολλαπλώς να εμπλουτισθεί. Στη λογική αυτή είναι πολύ θετικό, π.χ. που το ΥΠΕΞ απέκτησε επιτέλους «Στρατηγικό Σχεδιασμό 2022-2025» . Ήταν επιβεβλημένος. Επιβεβλημένος όμως είναι και ένας πιο δημιουργικός δημόσιος πολιτικός διάλογος για την εξωτερική πολιτική και κυρίως τα Ελληνοτουρκικά. Οι τελευταίες φαιδρότητες Γκρίζων Λύκων/Μπαχτσελί με τους χάρτες πιστοποιούν ξεκάθαρα, μεταξύ άλλων, το πώς με το πέρασμα του χρόνου η Τουρκία για διάφορους λόγους ( επικείμενες εκλογές, κ.λπ) γίνεται ολοένα και πιο προκλητική προσθέτοντας εξωφρενικά θέματα στην ατζέντα. Η παράμετρος «χρόνος»( και το κόστος των χαμένων ευκαιριών) δεν φαίνεται όμως να προβληματίζει ιδιαίτερα το πολιτικό προσωπικό στη δημόσια συζήτηση για να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα.
Εθνικό στις δημοκρατίες είναι το αληθινό και μόνο. Και είναι αυτό, ο ελεύθερος ανταγωνισμός ιδεών, που διασφαλίζει ελευθερία, δικαιοσύνη, ανεξαρτησία, ανάπτυξη…
Πηγή: www.tanea.gr