Μόλις μια ημέρα πριν την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου για την «Χρυσή Αυγή» έγραψα στο facebook ότι αισιοδοξώ για την απόφαση!
Δεν είχα φυσικά κάποια ιδιαίτερη πληροφόρηση, ούτε και θα μπορούσα να έχω, μιας και δεν έχω καμία σχέση με το δικαστικό ρεπορτάζ και τον χώρο της Δικαιοσύνης.
Είχα διαβάσει όμως το ρεπορτάζ μιας από τις πλέον έγκυρες του δικαστικού, της Ιωάννας Μάνδρου στην Καθημερινή της Κυριακής κι αυτό αρκούσε όχι μόνο να αισιοδοξώ, όπως προσεκτικά το διατύπωσα στο σχόλιο που έκανα, αλλά και να είμαι βέβαιος για το ποια θα ήταν η απόφαση!
Κι αυτό σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με κάποια τυφλή εμπιστοσύνη. Είναι θέμα εμπιστοσύνης που μπορεί να έχει κάποιος σε ό,τι και πού το διαβάζει. Κι αυτό είναι κάτι που αποκτιέται από την εμπειρία που έχει όποιος εμπιστεύεται την ενημέρωση του στον Τύπο. Και όχι μόνο γιατί έτυχε, όπως συμβαίνει με εμένα, ο Τύπος να υπήρξε η κύρια εργασία του επί κάποιες δεκαετίες κι επομένως γνωρίζει πρόσωπα και τρόπο λειτουργίας, αλλά κυρίως γιατί ιστορικά στον Τύπο, σε δημοσιογράφους και εφημερίδες που τα τελευταία χρόνια δυσφημούνται με το απαξιωτικό «συστημικές», οφείλουμε την ενημέρωση μας για μεγάλα και ιστορικής σημασίας γεγονότα και αποκαλύψεις.
Ασφαλώς το ρεπορτάζ της Ιωάννας Μάνδρου, το οποίο παίρνω ως αφορμή για να γράψω αυτό το κείμενο, δεν περιείχε κάποιες «αποκαλύψεις» από αυτές που, όπως λέμε, γράφουν ιστορία. Αντίθετα, ένα απλό ρεπορτάζ ήταν, διατυπωμένο όμως με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, κυρίως για να είναι η δημοσιογράφος καλυμμένη απέναντι στις όποιες «πηγές» της, όπως οφείλει να κάνει κάθε σοβαρός ρεπόρτερ, και για το οποίο χρειαζόταν μια δεύτερη ανάγνωση, κάτω από τις λέξεις.
Ιδού όμως το σχετικό απόσπασμα από το ρεπορτάζ της Ι. Μάνδρου, στο οποίο και αναφέρομαι:
"Οι όποιες εκτιμήσεις για το πού θα κινηθεί η απόφαση, σε αυτή τη φάση είναι παρακινδυνευμένες, καθώς ως την τελευταία στιγμή μπορεί να αλλάξει ή πάντως διαμορφώνεται ως το τέλος, αλλά όλοι όσοι έχουν εικόνα αυτής της δίκης, σημειώνουν τη σημαντική και καθοριστική παρουσία της προέδρου Μαρίας Λεπενιώτου κατά την πολύχρονη δικαστική διαδικασία και εκτιμούν πως η απόφαση θα φέρει τη σφραγίδα της, ενώ στη δίκη σημαντική συνεισφορά είχαν και τα άλλα δυο μέλη, η Γεσθημανή Τσουλφόγλου και ο Ανδρέας Ντόκος".
Οι φράσεις κλειδιά, εδώ είναι:
- «όσοι έχουν εικόνα αυτής της δίκης…»,
- «… εκτιμούν πως η απόφαση θα φέρει τη σφραγίδα της προέδρου Μαρίας Λεπενιώτου»
- «… ενώ σημαντική συνεισφορά είχαν και τα άλλα δυο μέλη, Γεσθημανή Τσουλφόγλου και Ανδρέας Ντόκος».
Δεν χρειάζεται νομίζω ιδιαίτερη ανάλυση για να γίνει αντιληπτό πώς η ρεπόρτερ όχι μόνο μας προειδοποιεί ότι η απόφαση θα είναι θετική ως προς το επίμαχο θέμα του χαρακτηρισμού της Χ.Α. (με την αναφορά που κάνει στην εκτίμηση όσων «έχουν εικόνα αυτής της δίκης» και στο ότι η απόφαση «θα φέρει τη σφραγίδα της Προέδρου»), αλλά και ότι η απόφαση θα είναι ομόφωνη, με την ονομαστική αναφορά που κάνει στα άλλα δύο μέλη του Δικαστηρίου.
Ουδείς ρεπόρτερ που έχει περάσει μια ζωή στις δικαστικές αίθουσες και με τα ρεπορτάζ του έχει κερδίσει τα εύσημα της εγκυρότητας θα διακινδύνευε τόσο ξεκάθαρη «εκτίμηση» για τη μεγαλύτερη δίκη μετά εκείνη της χούντας, δυο 24ωρα πριν την απόφαση, που όσες «επιφυλάξεις» κι αν έχει διατυπώσει, κινδύνευε με τεράστια διάψευση.
Το ρεπορτάζ αυτό, ωστόσο, δεν είναι παρά η αφορμή προκειμένου να φανεί μια ουσιαστική διαφορά που υπάρχει σε σχέση με την Ενημέρωση ανάμεσα στον Τύπο και τα άλλα Μέσα, τα ραδιοτηλεοπτικά αλλά και τα διαδικτυακά.
Τη στιγμή που το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και τελευταίως τα διαδικτυακά Μέσα διαθέτουν το προνόμια της γρήγορης ενημέρωσης, καθώς μπορούν και κινούνται με ταχύτητα και είναι απαλλαγμένα από τις χρονοβόρες διαδικασίες της σύνταξης και εκτύπωσης που αντιμετωπίζουν τα έντυπα, στον Τύπο, στις εφημερίδες πέφτει πλέον το βάρος της ουσιαστικής ενημέρωσης, όχι απλώς για το τι έγινε, αλλά για το γιατί έγινε, τι συνέπειες θα έχει, ποιο το ιστορικό του αν έχει, ποιοι και πώς εμπλέκονται και με ποιες συνέπειες και τόσα ακόμη που εύλογα απασχολούν ή και θα έπρεπε να απασχολούν τον κόσμο για να μην είναι απλώς καταναλωτές ειδήσεων, αλλά ενημερωμένοι πολίτες.
Χωρίς ο Τύπος να είναι απαλλαγμένος από λάθη ή και αμαρτίες, χωρίς να του παρέχεται και καμία άφεση, θα πρέπει να γίνει μια απαραίτητη όσο και βαθιά τομή ανάμεσα στο σύνολο των εντύπων, για να ξεχωρίσουμε εκείνα που απλώς εμπορεύονται την «ενημέρωση» και που μπορεί να είναι εκείνα που καταλαμβάνουν και τον κύριο όγκο στα περίπτερα, από τα λίγα που πασχίζουν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους, με δυσκολίες, λάθη, ακόμη και όταν χρειάζεται να καλύπτουν και ίδια επιχειρηματικά συμφέροντα…
Τίποτε απ? όλα αυτά δεν είναι άγνωστο. Ο Τύπος είναι και αυτός μια επιχείρηση. Η μόνη αλλά ουσιαστική διαφορά του από κάθε άλλη επιχείρηση, είναι ότι δεν παράγει εμπορεύματα, αλλά πληροφορίες, οι οποίες ενδιαφέρουν τους πολίτες, όχι απλώς γιατί κάτι μαθαίνουν αλλά και γιατί, από αυτές ή και με αυτές, μπορούν να κάνουν σχέδια ή και να ακυρώσουν κάποια, για να μη σταθούμε στο τι σημαίνει σωστή ενημέρωση για την πορεία, τις επιπτώσεις, την εξέλιξη της πανδημίας με την οποία εμείς και εκατομμύρια συνάνθρωποι στον κόσμο βρισκόμαστε αντιμέτωποι, ή για το πώς μπορούν να εξελιχθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, με ανοιχτό τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης, αν δεν αποδώσουν οι προσπάθειες εξομάλυνσης μέσω ενός ανοιχτού, ειλικρινούς διαλόγου…
Και αυτή ακριβώς τη διαφορά μιας εφημερίδας από μια άλλη επιχείρηση, την κάνουν οι άνθρωποι του Τύπου, οι συντάκτες και οι ρεπόρτερ , οι συνεργάτες του, οι σχολιαστές και οι αρθρογράφοι του.
Αυτοί είναι που δίνουν σε κάθε έντυπο, πέραν του διακριτού εμπορικού τίτλου που έχει, και την υπεραξία που το κάνει να διαφέρει από άλλα.
Και είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι που εμείς, καθένας από εμάς, όσοι εν πάση περιπτώσει δεν αρκούμαστε στο να «ξέρουμε τα νέα», επιλέγουμε κάθε ημέρα ή έστω κάποιες ημέρες, για την ενημέρωση μας.
Αλλά, για να επανέλθουμε στα της δίκης των νεοναζιστών:
Γιατί χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να βγουν κάποιες δεκάδες χιλιάδες πολίτες στο δρόμο για να ζητήσουν την καταδίκη τους – καταδίκη που πλέον είχε βγει, αλλά τέλος πάντων…
Κάπου 400.000 την ψήφιζαν έως τον Ιούλιο του 2019, όταν και βρέθηκε εκτός Βουλής. Μέχρι τότε, στις εκλογές του ?12 και του ?15, αγνοούσαν τι ήταν, τι πρέσβευε και τι έκανε η Χ.Α. στους δρόμους και τις γειτονιές των πόλεων;
Υπήρξαν εφημερίδες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς και βιβλία, που τα αποκάλυπταν, με λεπτομέρειες, φωτογραφίες και μαρτυρίες των θυμάτων της και παρ? όλα αυτά, 379.581 πολίτες έστειλαν τον Σεπτέμβριο του 2015, 18 χρυσαυγίτες στη Βουλή, αναδεικνύοντας την τρίτο κόμμα! Δεν ήξεραν, δεν έμαθαν;
Ασφαλώς και όλος αυτός ο κόσμος δεν είναι ναζιστές, θαυμαστές των ταγμάτων του φίρερ και του αγκυλωτού σταυρού, με τον οποίο υπερηφάνως κοσμούν τα μπράτσα τους ηγετικά στελέχη της Χ.Α.
Είναι όμως υπεύθυνοι γιατί με την ψήφο τους διατήρησαν επί δέκα χρόνια στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και στα δημοτικά συμβούλια, τους εκπροσώπους ναζιστικών θεωριών και υπεύθυνους εγκληματικών ενεργειών.
Κι εδώ, βέβαια, θα πρέπει να αναδειχτούν και οι ευθύνες Μέσων Ενημέρωσης και γνωστών δημοσιογράφων, που ενώ αυτοί γνώριζαν και πάντως όφειλαν να γνωρίζουν, πρόβαλλαν στις εκπομπές τους πρωτοπαλίκαρα της νεοναζιστικής οργάνωσης, στο όνομα της «πολυφωνίας». Αγνοώντας ότι δεν συνιστούν «πολυφωνία» ιστορικά καταδικασμένες πλέον θεωρίες που οδήγησαν σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Και είναι αυτή, η άλλη πλευρά της «ενημέρωσης», αυτή που λέμε εμπορική, αλλά μπορούμε να την πούμε και σκοτεινή, χωρίς εισαγωγικά.
Είναι αυτό που προσπαθώ να πω από την αρχή και που συνοψίζεται στο απλό:
Καθένας μας διαλέγει την ενημέρωση που θέλει να έχει και δεν υπάρχουν δικαιολογίες και άλλοθι.
Οφείλουμε να ξέρουμε.