Η παρουσίαση θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη στήριξη οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, αποτέλεσε την αφορμή, για μια συζήτηση επί των προβλημάτων της οικονομίας και αξιολόγησης των προτάσεων που κατατίθενται από τα κόμματα για την αντιμετώπισή τους.
Ας δούμε ποια είναι τα δεδομένα. Η ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων. Για πρώτη φορά έχει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η εξουδετέρωση αυτών των ανισορροπιών έγινε με μεγάλο τίμημα σε όρους εθνικού εισοδήματος, με τη σωρευτική απώλεια να προσεγγίζει το 25%. Αλλά και απασχόλησης, με περισσότερους από 1,3 εκ άνεργους που στην πλειοψηφία τους είναι μακροχρόνια άνεργοι. Οι κοινωνικές ανισότητες εντάθηκαν και ένα σημαντικό μέρος των πολιτών βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας.
Η αποτελεσματικότητα των λύσεων που προτείνονται, σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ορθή διάγνωση των αιτιών που οδήγησαν στην κρίση.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι κυρίως πρόβλημα περιορισμένης ζήτησης. Επομένως, προτεραιότητα δίδεται στην αποκατάστασή της μέσω τριών καναλιών. Μέσω της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων. Μέσω της αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και της χορήγησης 13ης σύνταξης σε όσους έχουν σύνταξη κάτω από 700 ευρώ. Τέλος, μέσω της μείωσης της φορολογίας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα.
Αυτή είναι η κλασική συνταγή για να αντιμετωπίσεις συνθήκες περιορισμένης ζήτησης και έχει διαπιστωθεί, ότι έχει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα όταν εφαρμόζεται σε σχετικά κλειστές οικονομίες, που έχουν δικό τους εθνικό νόμισμα.
Πόσο αποτελεσματική, όμως, μπορεί να είναι αυτή η πολιτική, όταν είσαι μέλος της ευρωζώνης; Η εμπειρία, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι αρνητική. Η κυβέρνηση της ΝΔ επί Καραμανλή αύξησε τα ελλείμματα μεταξύ 2007 και 2008, χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει την ύφεση. Το 2009 η κυβέρνηση της ΝΔ διπλασίασε το έλλειμμα στο 15,5% αλλά η ύφεση αυξήθηκε στο 3%.
Άρα, ένα πρώτο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς είναι, ότι ο εθνικός κεϋνσιανισμός σε αντίθεση με τις θεωρητικές προβλέψεις δεν είναι πάντα και παντού αποτελεσματικός στην αντιμετώπιση της ύφεσης, ειδικά σε νομισματικές ενώσεις.
Επιπρόσθετα, προϋποθέτει ότι έχεις πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων για να χρηματοδοτήσεις την δημοσιονομική επέκταση. Βεβαίως, όταν αντιμετωπιστεί η κρίση οφείλεις να αφήσεις τις αριστερές σελίδες του Κέυνς και εφαρμόζεις τις δεξιές σελίδες. Παράγεις δημοσιονομικά πλεονάσματα για να μειώσεις το χρέος, που δημιουργήθηκε όσο αντιμετώπιζες την ύφεση με ελλείμματα. Κάτι που απέφυγαν να κάνουν σοσιαλιστικές και δεξιές κυβερνήσεις τα τελευταία τριάντα χρόνια και διατηρούσαν ελλείμματα ακόμη και με υψηλούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αυξάνοντας το χρέος.
Ένα ερώτημα, λοιπόν, είναι, γιατί ο εθνικός κεϋνσιανισμός δεν πέτυχε μεταξύ 2007-2009. Η απάντηση βρίσκεται, αν κοιτάξει κανείς την πορεία ενός άλλου δείκτη της οικονομίας. Του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το 2007 το έλλειμμα ήταν στο 14,5% του ΑΕΠ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δεν ενίσχυε την εγχώρια οικονομία αλλά τις εισαγωγές. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παρήγαγε η χώρα δεν έβρισκαν θέση στα ράφια των ανταγωνιστριών χωρών αλλά ούτε και στα δικά μας ράφια. Οι εισαγωγές, που αυξάνονταν κατακόρυφα μέσω της αύξησης της δημόσιας δαπάνης, οδηγούσαν σε κλείσιμο επιχειρήσεων και σε καταστροφή θέσεων εργασίας στην Ελλάδα και στη δημιουργία θέσεων εργασίας στο εξωτερικό. Με άλλα λόγια, η οικονομία ήταν σε λάθος πορεία.
Αν η χώρα είχε εθνικό νόμισμα θα είχε καταρρεύσει κάτω από το βάρος των κερδοσκοπικών πιέσεων πολύ πριν το 2009. Στο παρελθόν, το 1983, το 1985 η Ελλάδα με πολύ μικρότερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υποχρεώθηκε να ακολουθήσει σκληρές πολιτικές προσαρμογής.
Τώρα δεν είχε εθνικό νόμισμα. Στο βαθμό, όμως, που οι αγορές συνέχιζαν να δανείζουν τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα μπορούσαμε να χρηματοδοτούμε ένα μη διατηρήσιμο έλλειμμα και εξωτερικό χρέος.
Μόλις οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές άλλαξαν, η χώρα έχασε την πρόσβαση στις αγορές σε αποδεκτό επιτόκιο και αναζήτησε στήριξη από θεσμικούς πιστωτές έναντι ενός προγράμματος προσαρμογής. Το πρόγραμμα τελειώνει το 2014 και η χώρα θα αντλεί κεφάλαια από τις αγορές.
Αν, λοιπόν, επαναλάβουμε τη συνταγή του 2007-2009 είναι πιθανό να δούμε και πάλι αύξηση των εισαγωγών και αύξηση στο κόστος δανεισμού με περιορισμένα οφέλη για την οικονομία και την απασχόληση. Με ακριβό δανεισμό δεν θα υπάρξει δυνατότητα ούτε για εφαρμογή μέτρων ανακούφισης των οικονομικά ασθενέστερων, που πρέπει να είναι προτεραιότητα κάθε κυβέρνησης.
Η λύση, για να μπορέσει η χώρα να αντιμετωπίσει τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα με βιώσιμο τρόπο, βρίσκεται στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου. Μέσω της προσέλκυσης ιδιωτικών κυρίως επενδύσεων σε τομείς της οικονομίας που είναι ανταγωνιστικοί και εξωστρεφείς.
Η Ελλάδα από το 2007 αποεπενδύει. Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει πρόγραμμα νέων επενδύσεων της τάξης των 30 δις στην επόμενη τριετία-τετραετία για να αποκατασταθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας.
Χρειάζεται, λοιπόν, να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον ευνοϊκό για προσέλκυση επενδύσεων, ώστε και μέσα από τη σταθεροποίηση της κατανάλωσης, κυρίως, μέσω πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οικονομία να ανακάμψει και να αλλάξει παραγωγικό προσανατολισμό.
Με λίγα λόγια, η ύφεση στην Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπιστεί με ομοσπονδιακό κεϋνσιανισμό, με διευρωπαϊκά έργα και με αύξηση της κατανάλωσης στο Βορρά. Η αλλαγή όμως του παραγωγικού προτύπου είναι μόνο δική μας ευθύνη.
Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι εκκωφαντικά σιωπηλές, ως προς το σκέλος της τόνωσης της ζήτησης μέσω ιδιωτικών επενδύσεων. Ως προς τα κίνητρα και τα αντικίνητρα που θα επιταχύνουν τον παραγωγικό αναπροσανατολισμό της οικονομίας.
Η σιωπή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Έχει ιδεολογικές αφετηρίες, ως προς το ρόλο των ιδιωτικών επενδύσεων σε μια μεικτή οικονομία και υπονομεύει την αξιοπιστία των θέσεων αυτών ως αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων.