Ποια Ελλάδα ψηφίζει αύριο;

Γιάννης Βούλγαρης 05 Μαϊ 2012

Από τη Δευτέρα η διακυβέρνηση αυτού του τόπου θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο των αυριανών εκλογών. Ως τώρα η οικονομική κρίση έχει ρίξει οκτώ κυβερνήσεις στην ευρωζώνη. Στην Ελλάδα όμως η πολιτική κρίση φαίνεται να παίρνει «συστημικό» χαρακτήρα, όπως άλλωστε συνέβη με την οικονομική. Οσοι προσδοκούν μια αντικαπιταλιστική εξέγερση θεωρούν την Ελλάδα εμπροσθοφυλακή μιας γενικότερης κίνησης, επικαλούμενοι την ενίσχυση των αριστερών κομμάτων, τις μαχητικές συγκρούσεις και το από καιρό έρπον αντάρτικο πόλεων. Οσοι προσβλέπουν σε μια εθνικιστική αυταρχική αναδίπλωση θεωρούν ότι η οξεία πολιτική κρίση επιβεβαιώνει απλώς το αδάμαστο ελληνικό DNA. Πολλοί, από την άλλη, θεωρούν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα Μεταπολίτευση, προτείνουν μάλιστα διάφορους παραλληλισμούς. Νομίζω ότι προτρέχουμε. Στο πολιτικό επίτευγμα της Μεταπολίτευσης του 1974 συνέδραμε, μεταξύ άλλων, η διάχυτη λαϊκή συναίνεση στην ταχεία διασφάλιση του νέου δημοκρατικού πλαισίου. Μέσα σε αυτό εξελίχθηκαν οι περισσότερο αργόσυρτες διαδικασίες ανασυγκρότησης του κομματικού συστήματος που αποτύπωναν τους νέους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς. Η τάση ήταν κεντρομόλος και το πλαίσιο σταθερό ώστε να αντέξει τις δημαγωγικές εξάρσεις του τότε ΠΑΣΟΚ, πόσω μάλλον που αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοελεγχόμενες. Το «μυστικό» του μεταπολιτευτικού επιτεύγματος ήταν ότι η καταστροφή είχε προηγηθεί (δικτατορία, Κύπρος, εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία) και η χώρα ανασκουμπωνόταν, αφού κατά γενική εκτίμηση είχε πριν «πιάσει πάτο».

Φοβάμαι ότι σήμερα ο χρόνος σύγκρισης δεν είναι το 1974, αλλά οι κρίσιμες εκείνες φάσεις της ιστορίας μας που, ενώ ο κίνδυνος μιας μεγάλης καταστροφής είναι ορατός και επικείμενος, το ελληνικό πολιτικό-κοινωνικό σύστημα δεν βρίσκει την απαραίτητη συνεννόηση και διορατικότητα να αποτρέψει το κακό. Η καταστροφή έρχεται σαν συνισταμένη επιμέρους σκοπεύσεων, ιδιοτελών συμφερόντων, λαθεμένων υπολογισμών. Αύριο στις κάλπες δεν προσέρχεται η Ελλάδα που προσπαθεί να ανασυνταχθεί έπειτα από μια ήδη συντελεσμένη καταστροφή. Δεν ψηφίζει μια Ελλάδα που στα τρία χρόνια της κρίσης κατόρθωσε να επεξεργαστεί το «τραύμα», να συνεννοηθεί σε μια εθνική στρατηγική εξόδου, να συμμετάσχει στις προσπάθειες αναπροσανατολισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής μαζί με τις άλλες χώρες του Νότου. Γι’ αυτό η πατρίδα μας διασύρεται σαν οριακό παράδειγμα αποφυγής όχι μόνο στις χώρες του Βορρά, αλλά και του ομοιοπαθούς Νότου• αποφυγής όχι τόσο της οικονομικής όσο της πολιτικής ανεπάρκειας. Η Ελλάδα που προσέρχεται αύριο στις κάλπες ζει ακόμη τον πανικό της απότομης κατάρρευσης, των αλαφιασμένων αντιδράσεων, του κοινωνικού κατακερματισμού που μεταφράζεται σε κομματική αποδόμηση. Το δίλημμα «πολιτική σταθερότητα για λύση εντός του ευρώ» ή «αστάθεια με ηθελημένη ή αθέλητη κατάληξη την άτακτη χρεοκοπία και τη δραχμή» είναι πολύ πραγματικό. Η σημερινή όμως αλαφιασμένη Ελλάδα έχει μείνει εγκλωβισμένη στις προ του 2008 μνήμες.

Γράφεται συχνά ότι η σημερινή φάση είναι από εκείνες όπου «το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί ακόμα να γεννηθεί». Σύμφωνοι. Το συμπέρασμα όμως δεν είναι ότι περιμένουμε ώσπου ο χρόνος να κάνει τη δουλειά του, γιατί το ρητό περιγράφει περιόδους οργανικής κρίσης στο έδαφος της οποίας ανθίζουν τα άνθη του κακού. Πράγματι, το πιο ανησυχητικό δεν είναι ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος και η επαπειλούμενη ακυβερνησία, αλλά οι σκοτεινές όψεις και νοοτροπίες που έδειξε η Ελλάδα αυτή την περίοδο. Γιατί αυτές μπορεί να λειτουργήσουν σαν νάρκες στις προσεχείς ανακατατάξεις. Ξέρουμε ότι οι παρατεταμένες περίοδοι οικονομικής κρίσης και εθνικής υποβάθμισης διαβρώνουν τα θεμέλια της δημοκρατίας αν οι δοκιμαζόμενες κοινωνίες δεν μπορέσουν να συσπειρωθούν σε μια νέα προοπτική. Η Ελλάδα της χρεοκοπίας δεν μπόρεσε λοιπόν να σφυρηλατήσει ένα «εθνικό εμείς». Αντιθέτως αναπαρήγαγε το γνωστό δεξιόστροφο και αριστερόστροφο «εθνικιστικό εμείς» για να το στρέψει όχι μόνο κατά των «ξένων», αλλά και κατά του «εσωτερικού εχθρού» τιμώντας τη λαμπρή παράδοση της εθνικοφροσύνης. Δεν μπόρεσε να σφυρηλατήσει ένα «πολιτικό εμείς», το αίσθημα δηλαδή μιας πολιτικής κοινότητας που θα απαιτούσε επιτέλους ένα «κράτος πολιτών» και όχι πελατών ή υπηκόων. Αντιθέτως εκδηλώθηκε ένα κύμα αγανακτισμένων πρώην πελατών που αποδιάρθρωσαν ακόμη περισσότερο την έννοια του Δημοσίου. Δεν μπόρεσε, τέλος, να σφυρηλατήσει ένα «κοινωνικό – λαϊκό εμείς» που θα προέτασσε την κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη στην κατανομή των βαρών της κρίσης. Αντιθέτως αναπαρήγαγε τον ακραίο και μαχητικό συντεχνιασμό φθάνοντάς τον στα όρια του κανιβαλισμού τής μιας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης. Κατέστησε επίσης φανερό το «χάσμα γενεών», όπως είχε προβλέψει και το πιο ταπεινό εγχειρίδιο Κοινωνιολογίας, όταν εξηγούσε ότι είχαμε μια κοινωνία ευημερίας για όσους ήταν «μέσα» στο σύστημα και απαξίωσης όσων ήταν «έξω». Εύλογα, λοιπόν, τα ασυγκρότητα «εμείς» παρήγαγαν άφθονες δόσεις δεξιού και αριστερού λαϊκισμού σαν φαντασιακή αναπλήρωση ενότητας του κατακερματισμένου κοινωνικού σώματος. Μαζί με τα συμπαρομαρτούντα: απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, άκρατος ανορθολογισμός, βιομηχανία μαγικών λύσεων και δημαγωγικών υπεκφυγών. Στα αριστερά, ο λαϊκισμός φαίνεται ότι βρήκε στο πρόσωπο του κ. Τσίπρα έναν επιδέξιο «πολιτικό επιχειρηματία» που μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει την «αγανάκτηση», την αντιπολιτική και την αποκαθηλωτική διάθεση. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός δεν έχει βρει τον αντίστοιχό του, καθώς ο κ. Καρατζαφέρης «εκπολιτίστηκε», ο κ. Βορίδης απαξιώθηκε, ο κ. Καμμένος «καμένα βούρλα» και η Χρυσή Αυγή νέο ακόμα φρούτο αγνώστου αντοχής. Ωστόσο ο ακροδεξιός λαϊκισμός έκανε αισθητή την παρουσία του αναμένοντας τον δικό του επιδέξιο «πολιτικό επιχειρηματία», όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ας μην έχουμε πάντως αμφιβολία. Στην αντιφασιστική Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μόνον οι ακρότητες και η ανομία του αριστερού λαϊκισμού μπορούσε να νομιμοποιήσει τον ακροδεξιό.

Εναντι αυτών των προβολών του παλαιού στις αυριανές κάλπες, οι σπόροι του νέου μόλις διακρίνονται. Τα πρώτα βήματα μιας πολιτικής κουλτούρας συνεργασιών, παλαιοί και νέοι πολιτικοί με αίσθημα ευθύνης, σποραδικά παραδείγματα κοινωνικής διαπραγμάτευσης σε εργασιακούς χώρους που προετοιμάζουν ένα νέο προφίλ συνδικαλιστή, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και εθελοντισμού σε τοπικό επίπεδο, δικαστές ή μάλλον δικαστίνες που αναλαμβάνουν την ευθύνη του λειτουργήματός τους, τάσεις επιστροφής στην πρωτογενή παραγωγή, βαθμιαία συνειδητοποίηση του εθνικού κόστους της διάλυσης του Κέντρου της Αθήνας. Και προ πάντων η διαφαινόμενη αλλαγή κλίματος στην Ευρώπη.

Ετσι, ο ισολογισμός νέου – παλαιού είναι ελλειμματικός και η «κυβερνησιμότητα» της χώρας από τη Δευτέρα ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν θα είναι αρκετή, αν δεν συμπληρωθεί από μια συνεννόηση σε τρία επίπεδα. Τα κόμματα εξουσίας έχουν την ευθύνη να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας. Αλλά δεν υποχρεούνται να γίνουν Ιφιγένεια. Η υπευθυνότητα για την πορεία της χώρας πρέπει να διευρυνθεί στα κόμματα που τάσσονται υπέρ του ευρώ, ακόμη και αν δεν συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Η καταγραφόμενη πλειοψηφία 80% υπέρ του ευρώ κάπου κάπως πρέπει να αποτυπωθεί. Το τρίτο επίπεδο αφορά την επιβεβαίωση του «δημοκρατικού κεκτημένου» και τον προσδιορισμό των ορίων που τα κόμματα συμφωνούν ότι αυτό θέτει στις πολιτικές δράσεις και στην κοινωνική συνοχή (εκτός αν θεωρούμε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα αντικαπιταλιστικής επανάστασης ή ακροδεξιάς αντεπανάστασης).

Φοβάμαι ότι θα χρειαστούν και άλλες πολιτικές κρίσεις και άλλοι εξωτερικοί οικονομικοί καταναγκασμοί για να σχηματιστεί η αναγκαία πολιτική βούληση για να διαβούμε την έρημο.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου