Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο πρώην υπουργός κος Καστανίδης, κάνει μια προσπάθεια αναζήτησης των αιτιών υποχώρησης της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Τι μας λέει ακριβώς ο αρθρογράφος ; Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας υποχώρησαν στην Ευρώπη γιατί, “μετακίνησαν τον ιδεολογικό και πολιτικό τους άξονα δεξιότερα. Οι αναθεωρήσεις που επέλεξαν έφεραν πιο κοντά τις θέσεις τους στις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού“. Τo επιχείρημα αυτό είναι ακριβώς τα ίδιο επιχείρημα με αυτό που χρησιμοποιεί η λεγόμενη ριζοσπαστική λαϊκίστικη αριστερά, για να πλήξει την σοσιαλδημοκρατία. Όμως ανεξάρτητα απ’ αυτό, ας εξετάσουμε την βασιμότητα αυτού του επιχειρήματος. Ο αρθρογράφος μας λέει παντού στο κείμενο ότι η σοσιαλδημοκρατία έχασε δυνάμεις και κατέληξε, “Κυβερνητικό συμπλήρωμα των Χριστιανοδημοκρατών”, αναφέροντας το παράδειγμα της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, γιατί υιοθέτησε τις θέσεις του “νεοφιλελευθερισμού”, όπως τον αποκαλεί. Δηλαδή, το μόνο αξιολογικό κριτήριο ορθότητας μιας πολιτικής δύναμης για τον αρθρογράφο, είναι η μείωση της εκλογικής απήχησης της και η απομάκρυνση της από την άσκηση της Κυβερνητικής εξουσίας σε άλλες περιπτώσεις, αφού έχασε την εκλογική επιρροή του παρελθόντος. Ασφαλώς μετά από κάθε εκλογική ήττα, θα πρέπει να αναζητούνται λάθη ή παραλείψεις ακόμη και στρατηγικές επιλογές, οι οποίες ενδεχομένως να επηρέασαν αρνητικά το εκλογικό σώμα. Όμως το να θεωρείς, όπως κάνει ο αρθρογράφος, a priori ως απόλυτη αλήθεια, ότι το εκλογικό σώμα αποκλείεται να κάνει λάθος και πάντα η ετυμηγορία του είναι κριτήριο ορθότητας μιας πολιτικής, είναι Μέγα Λάθος. Και εξηγούμαι.
Πολλές φορές στην ανθρώπινη ιστορία έχει αποδειχθεί ότι ο “λαός”, έκανε λάθος επιλογές και τις πλήρωσε μάλιστα ορισμένες φορές, πολύ ακριβά. Ενδεχομένως λοιπόν η υποχώρηση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας να οφείλεται στην μη κατανόηση από το “λαό” της αναγκαίας αναθεώρησης της πολιτικής της, όπου χρειάστηκε να γίνει. Αντιστρέφω τους συλλογισμούς του αρθρογράφου. Γιατί ήταν λάθος η “δεξιά πολιτική” του Σρέντερ στην Γερμανία την δεκαετία του 2000, με τις επώδυνες και “νεοφιλελεύθερες” μεταρρυθμίσεις που επέβαλλε και όχι μια υπεύθυνη πολιτική που βοήθησε την Γερμανία να βυθισθεί στην οικονομική κρίση του 2007; Ενδεχομένως να μην άρεσε στο “λαό” αυτή η πολιτική και να καταψήφισαν την σοσιαλδημοκρατία στις επόμενες εκλογές, αλλά αυτή η πολιτική ήταν που έδωσε στην Γερμανία την μεγάλη ώθηση της επόμενης δεκαετίας. Ενδεχομένως σε πολλούς να μην αρέσει, ούτε η τωρινή, ούτε η χθεσινή συναίνεση της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας για την δημιουργία του μεγάλου συνασπισμού με την Χριστιανοδημοκρατία, θεωρώντας την καταστροφή. Όμως ιστορικά ήδη αυτή η συναίνεση, έχει καταγραφεί στα θετικά της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όσον αφορά τα επιτεύγματα στην ίδια την Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη. Η συναίνεση αυτή βοήθησε καθοριστικά να αντιμετωπισθούν μεγάλα και σοβαρά προβλήματα, όπως το μεταναστευτικό και η τελευταία οικονομική κρίση που απείλησε την διάλυση του μεγαλύτερου μεταπολεμικού επιτεύγματος, την ευρωπαϊκή Ένωση. Και η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας ιδιαίτερα επωφελήθηκε από την συναίνεση αυτή της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ενδεχομένως η στάση αυτή της σοσιαλδημοκρατίας να αποτιμήθηκε αρνητικά από τους ψηφοφόρους της, αλλά αυτό είναι ένα πρόσκαιρο στοιχείο, στην πολιτική. Η ιστορική αποτίμηση θέλει τον χρόνο της και ξαναλέμε. Δεν είναι το καθοριστικό αξιολογικό κριτήριο ορθότητας μιας επιλογής, το τι ακριβώς θέλει ο “λαός” κάθε φορά. Αυτήν την αντίληψη την υιοθετούν παραδοσιακά μόνο τα λαϊκίστικα και ανεύθυνα κόμματα που κέρδισαν εκλογική επιρροή δημαγωγώντας ασύστολα, αλλά όταν ανέλαβαν Κυβερνητικές ευθύνες, αναγκάσθηκαν είτε να προσγειωθούν ανώμαλα στην σκληρή πραγματικότητα, είτε οδήγησαν τις χώρες στους σε αδιέξοδα.
Ας δούμε όμως και ένα άλλο θεωρητικό επιχείρημα του αρθρογράφου, που χρησιμοποιεί για να ισχυροποιήσει την θέση του περί ταύτισης της σοσιαλδημοκρατίας με τον “νεοφιλελευθερισμό”, όπως λέει. Επισημαίνει αρχικά και σωστά κατά την γνώμη μας, την υιοθέτηση εκ μέρους της σοσιαλδημοκρατίας, δύο θεμελιωδών αρχών. Την αναγνώριση της αγοράς ως το μόνο ρεαλιστικό τρόπο παραγωγής πλούτου και την δίκαιη αναδιανομή του μέσω του κοινωνικού Κράτους για την κάλυψη των αναγκών των πιο αδύνατων οικονομικά και τον μετριασμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Στην συνέχεια όμως επισημαίνει ότι μετά το 1970, σε συνθήκες της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, απελευθερώνεται η κίνηση του κεφαλαίου και “ο φονταμενταλισμός των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς κατέστη η νέα πραγματικότητα”, όπως χαρακτηριστικά λέει. Και τι προτείνει για την αντιμετώπιση αυτού του φονταμενταλισμού ; Την επιστροφή στην εθνική κυριαρχία (!) αφού όπως λέει, “στο πολιτικό τρίλημμα παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και εθνική κυριαρχία δεν μπορούμε να επιλέξουμε και τα τρία μαζί. Οι σοσιαλιστές πρέπει να δώσουν έμφαση στη Δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία”. Το λογικό σφάλμα του αρθρογράφου είναι ότι θεωρεί την παγκοσμιοποίηση ως πολιτική επιλογή και όχι ως μια εν πολλοίς αντικειμενική διαδικασία. Η γνώση, η πληροφορία, η εργασία, οι άνθρωποι, οι μεταφορές, οι επικοινωνίες και κατ’ επέκταση το κεφάλαιο, υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα σήμερα εξ ανάγκης και όχι γιατί απλά το επέλεξαν κάποιοι. Αυτή η ιστορική κίνηση της παγκοσμιοποίησης, ήταν από την δημιουργία των ανθρώπινων κοινωνιών. Απλά στην σύγχρονη εποχή, άλλαξαν οι ρυθμοί και τα πεδία της παγκοσμιοποίησης, λόγω της τεχνολογικής επανάστασης της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών. Στην διαδικασία αυτή της παγκοσμιοποίησης έχουμε θετικά στοιχεία, αλλά και παρενέργειες. Έτσι λοιπόν δεν τίθεται θέμα επιλογής κάποιας διακοπής της παγκοσμιοποίησης, αλλά την θέσπιση δημοκρατικών κανόνων στην κίνηση της. Και αυτό προϋποθέτει νέους τύπους διακυβέρνησης που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα.
Η απάντηση λοιπόν σήμερα δεν είναι η επανάκαμψη στην Εθνική Κυριαρχία, αλλά η νέα δημοκρατική διεθνοποιημένη και παγκοσμιοποιημένη διακυβέρνηση, που πρέπει να αναζητήσουμε και να θεσπίσουμε ως ανθρώπινη κοινωνία. Στο πεδίο αυτό θα αναμετρηθούν οι δημοκρατικές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις. Ο άξονας αντιπαράθεσης τους έχει μετακινηθεί πλέον από το κλασσικό δίπολο του εικοστού αιώνα, Δεξιά – Αριστερά, στον άξονα Ευρωπαϊσμός – Εθνικισμός και Δημοκρατική Υπευθυνότητα – Δημαγωγικός Λαϊκισμός.