Με αφορμή τις κυρώσεις της διεθνούς κοινότητας κατά της Ρωσίας, λέγονται και γράφονται διάφορα περί υποκριτικής στάσης των «δύο μέτρων και δύο σταθμών» από τη διεθνή κοινότητα, επειδή δεν υπήρξε η ίδια ευαισθησία για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Η κριτική αυτή δεν αποτελεί μόνο τη διέξοδο του φιλορωσικού λόμπι, αλλά και γνήσια απορία προβληματισμένων ανθρώπων που αισθάνονται μεγάλη αδικία. Πράγματι, όταν στις 20 Ιουλίου 1974 η Τουρκία εξαπόλυσε στρατιωτική επιδρομή κατά της Κύπρου, δεν μας υπερασπίστηκε κανένας. Αυτό δεν οφείλεται στο ότι μας μισούν ή μας ζηλεύουν, αλλά υπάρχει άλλη πειστική εξήγηση. Ας δούμε με ψυχραιμία τα γεγονότα:
Στις 15 Ιουλίου έγινε το πραξικόπημα με στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Μακάριος –σε αντίθεση με τον Ζελένσκι που έμεινε στο Κίεβο και υπερασπίζεται τη χώρα του– διέφυγε στο εξωτερικό. Το κύμα της διεθνούς στήριξης στην Ουκρανία υποκινήθηκε και από την ηρωική τάση του Προέδρου της Ουκρανίας. «Δεν θέλω μέσο να φύγω, θέλω όπλα να πολεμήσω», ήταν η απάντηση του Ζελένσκι στην προσφορά που του έγινε να τον βγάλουν έξω από τη χώρα.
Όταν, λοιπόν, ο Μακάριος εγκατέλειψε την Κύπρο, Πρόεδρος εγκαταστάθηκε ο Νίκος Σαμψών. Στη διπλωματική αλληλογραφία της εποχής, ο Σαμψών περιγράφεται «δολοφόνος», ενώ η Τουρκία τον αποκαλούσε «χασάπη της Ομορφίτας», λόγω της δράσης του κατά Τουρκοκυπρίων την περίοδο 1963-64. Ως δολοφόνο τον περιέγραψε και ο Μακάριος, ο οποίος καθοδόν προς τη Νέα Υόρκη στάθμευσε στο Λονδίνο και είχε διαβουλεύσεις με τη Βρετανική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τα διπλωματικά αρχεία, ο Μακάριος επικαλέστηκε το εγκληματικό παρελθόν του Σαμψών και ζήτησε από τη Βρετανία να συντονιστεί με την Τουρκία και, ως εγγυήτριες δυνάμεις, να τον επαναφέρουν στην εξουσία. Ο Μακάριος είπε στον Πρωθυπουργό Ουίλσον ότι «δεν ήταν σίγουρος ότι οι Τούρκοι τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, αλλά πίστευε ότι τον προτιμούσαν από τον Σαμψών».
Η στρατηγική του Μακαρίου, ο οποίος ενεργούσε σε συντονισμό με τη Μόσχα, ήταν να καταγγείλει την Ελλάδα στο Συμβούλιο Ασφαλείας για εισβολή στην Κύπρο και κατάλυση του κράτους με σκοπό την Ένωση. Η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε το πραξικόπημα σαν συνωμοσία του ΝΑΤΟ και της Ελλάδας, με θύμα το κυπριακό κράτος. Θύμα συνωμοσίας ήταν για τη Ρωσία και η Τουρκία. Αυτό ήταν το κοινό υπόβαθρο μιας άτυπης συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και Μακαρίου, για αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο.
Στις διαβουλεύσεις που έκανε η Τουρκία πριν την εισβολή διαβεβαίωνε τους συνομιλητές της ότι θα αποκαθιστούσε τη συνταγματική τάξη, ενώ έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει τάχα την αποκατάσταση του Μακαρίου στην εξουσία. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ ήταν πολύ καχύποπτος με τη συμπόρευση του Μακαρίου με τους σοβιετικούς και δεν ευνοούσε την επιστροφή του στην εξουσία. Στις διαβουλεύσεις του με τους Βρετανούς, ο Κίσινγκερ έλεγε ότι είχε αμφιβολίες ότι οι Κύπριοι, υπό τις περιστάσεις, επιθυμούσαν πραγματικά την επιστροφή του Μακαρίου «με τον μανδύα του τουρκικού ανδρείκελου». Έκρινε επίσης πως «ούτε στον ίδιο τον Μακάριο θα άρεσε αυτός ο ρόλος και ότι ίσως εν ευθέτω χρόνω επεδίωκε να επανακαθορίσει τη θέση του, στρεφόμενος προς τους Ρώσους».
Η Εισβολή της Τουρκίας
Στις 19 Ιουλίου 1974, ενώ το BBC είχε μεταδώσει σκηνές από τον απόπλουν του τουρκικού στόλου, και οι ναυτικές δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης στην Ανατολική Μεσόγειο παρακολουθούσαν τον πλου των αποβατικών σκαφών προς την Κύπρο, ο Μακάριος, προσφωνώντας το Συμβούλιο Ασφαλείας, αναφέρθηκε έξι φορές σε εισβολή της Ελλάδας στην Κύπρο: «Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή, από τις συνέπειες του οποίου θα υποφέρει ολόκληρος ο λαός της Κύπρου, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι». Μάλιστα, υποβαθμίζοντας τον τουρκικό κίνδυνο, είπε: «Θεωρώ μικρότερο τον κίνδυνο από την Τουρκία από ό,τι τον κίνδυνο από εκείνους (σ.σ. τους Έλληνες αξιωματικούς)».
Στην παρέμβασή του, ο αντιπρόσωπος της Τουρκίας Οσμάν Ολτσάι εξήγγειλε την απόβαση στρατευμάτων στην Κύπρο. «Η Τουρκία θεωρεί καθήκον της να κάνει χρήση των δικαιωμάτων που της παρέχουν οι διεθνείς συνθήκες», είπε. Ο Κύπριος αντιπρόσωπος Ζήνωνας Ρωσσίδης, ο οποίος μίλησε μετά από τον Ολτσάι, δεν αντέκρουσε αυτή τη θέση, ούτε βέβαια και ο Ρώσος αντιπρόσωπος. Τουναντίον, ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ διαχώρισε τη θέση του: «Δεν θεωρούμε στην παρούσα περίπτωση ότι μπορεί να δικαιολογηθεί η στρατιωτική επέμβαση από οποιοδήποτε μέρος, για οποιοδήποτε λόγο», είπε.
Κι ενώ τα τουρκικά αποβατικά πλοία προσέγγιζαν την Κύπρο, το Συμβούλιο Ασφαλείας ξεκίνησε διαβουλεύσεις για την έκδοση ψηφίσματος καταδίκης της Ελλάδας για το πραξικόπημα. Σε λίγες ώρες, η Τουρκία άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στην Κύπρο. Η Κυπριακή Δημοκρατία ΔΕΝ ζήτησε την έκτακτη σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας για την εισβολή και το αιτήθηκε η Ελλάδα. Οι Αμερικανοί κατέθεσαν σχέδιο ψηφίσματος που να ζητά κατάπαυση του πυρός και έναρξη συνομιλιών. Η σοβιετική αντιπροσωπεία, η οποία συντονιζόταν με τον Μακάριο, αρνείτο να δώσει τη συγκατάθεσή της και ζητούσε να προωθηθεί το προσχέδιο ψηφίσματος για την καταδίκη του πραξικοπήματος, όπως και έγινε, με μια προσθήκη που ζητούσε κατάπαυση του πυρός και έναρξη συνομιλιών. Το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που εγκρίθηκε στις 20 Ιουλίου, δεν έχει καμιά αναφορά στην Τουρκία, ούτε στην εισβολή. Ζητούσε μόνο την αποχώρηση του «ξένου στρατιωτικού προσωπικού». Εξηγώντας τη θέση της χώρας του στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Σοβιετικός αντιπρόσωπος διευκρίνισε ότι η σχετική αναφορά στο ψήφισμα παρέπεμπε «στους Έλληνες αξιωματικούς, των οποίων η κατάφωρη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου, με οδηγίες από την Αθήνα, είναι η πρωταρχική αιτία της σημερινής κρίσης».
Δικαιολογημένη
Σε ανακοίνωσή της, η Σοβιετική κυβέρνηση χαρακτήρισε την εισβολή δικαιολογημένη αντίδραση στη «συνεχιζόμενη επίθεση εναντίον της κυπριακής ανεξαρτησίας από τον ελληνικό στρατό». Τις προάλλες, ο πρέσβης της Ρωσίας στη Λευκωσία Οσάτσι –ο οποίος υπηρετούσε τότε στη Λευκωσία- ισχυρίστηκε ψευδώς ότι η χώρα του ήταν η πρώτη που καταδίκασε την εισβολή, ενώ ήταν η μόνη που την υποστήριξε. Στην ανακοίνωση της κυβέρνησης της ΕΣΣΔ, την οποία διάβασε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ο αντιπρόσωπος της χώρας στον ΟΗΕ, ανάφερε ότι η Τουρκία αποβίβασε στρατεύματα στην Κύπρο και ότι είχαν αρχίσει «ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τουρκικών στρατευμάτων και των πραξικοπηματιών». Σύμφωνα με τη Σοβιετική κυβέρνηση, τα κίνητρα της Τουρκίας ήταν «να υπερασπιστεί την τουρκική κοινότητα του νησιού», ότι η Τουρκία είχε αναλάβει αυτό το βήμα «αφού πείστηκε ότι όλα τα ειρηνικά μέσα για την επίλυση της κρίσης είχαν εξαντληθεί» και ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Κύπρου και η επαναφορά στην εξουσία της νόμιμης κυβέρνησής της».
Αυτό το τελευταίο ήταν το δέλεαρ στον Μακάριο να συναινέσει σιωπηρά στην τουρκική επέμβαση. Ο Μακάριος, ο οποίος στις 19 Ιουλίου προσφώνησε το Συμβούλιο Ασφαλείας για να καταγγείλει την «ελληνική εισβολή», στις 20 Ιουλίου δεν ζήτησε να του δοθεί το βήμα για να καταδικάσει την τουρκική εισβολή. Στις 20 Ιουλίου 1974, ο Μακάριος ΔΕΝ εξέδωσε καν μια ανακοίνωση, ούτε και έκανε κάποια δήλωση καταδίκης της εισβολής. Ο δε αντιπρόσωπος της Κύπρου, στη συζήτηση που έγινε στο Συμβούλιο Ασφαλείας, επέκρινε περισσότερο την Ελλάδα για το πραξικόπημα: «Η ευθύνη κατά κάποιο τρόπο –ίσως σε πολύ σημαντικό βαθμό– βαραίνει εκείνον που ξεκίνησε την επίθεση εναντίον της Κύπρου, αλλά σίγουρα μια επίθεση δεν δικαιολογεί μιαν άλλη».
Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας Ολτσάι παρουσίασε την εισβολή ως ειρηνευτική επιχείρηση, απότοκο της επέμβασης της Ελλάδας: «Όταν ο Νίκος Σαμψών ανέλαβε την εξουσία, μετά τη δραματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και όταν κατέστη σαφές ότι η εισβολή της Ελλάδας –και η εισβολή δεν είναι λέξη δική μου, είναι η λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για να περιγράψει αυτό που κάνει η Ελλάδα– δεν θα τερματιζόταν παρά τις εντατικές διαπραγματεύσεις σε διάφορες πρωτεύουσες και σ’ αυτό το Συμβούλιο, η Τουρκία άσκησε τα νόμιμα δικαιώματά της βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως, με μοναδικό στόχο την επιστροφή του νησιού στο σύνολό του στη συνταγματική τάξη, και σ’ αυτό το πλαίσιο να προστατεύσει τα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας».
Ομοίως, σε συνέντευξη που έδωσε σε εφημερίδα της Βηρυτού, στις 20 Ιουλίου, ο Μακάριος απέφυγε να καταδικάσει απερίφραστα την τουρκική εισβολή. Είπε μόνο ότι «η ελληνική χούντα, με το πραξικόπημα στην Κύπρο, έχει δημιουργήσει μια κρίση και έναν φαύλο κύκλο, η μια κρίση έφερε την άλλη». Στις 21 Ιουλίου, σε ομιλία του στην Εκκλησία των Αγίων Πάντων στη Νέα Υόρκη, και πάλι ο Μακάριος ακολούθησε την ίδια τακτική έναντι της τουρκικής εισβολής, ενώ ήταν σφόδρα επικριτικός κατά της χούντας. Από το σύνολο της ομιλίας του, αφιέρωσε στα γεγονότα της εισβολής μόνο τα εξής: «Θλίβομαι βαθύτατα, διότι το πραξικόπημα της χούντας έδωκεν αφορμήν εις την Τουρκίαν να εισβάλει εις την Κύπρον. Και το έν κακόν έφερεν το άλλον. Και κατά τρόπον αλυσιδωτόν εις την πρώτην κρίσιν προστίθεται και δευτέρα. Και το δράμα της Κύπρου έγινεν ακόμη τραγικώτερον».
Πέρασαν τρεις μέρες από την εισβολή για να καταλάβει ο Μακάριος ότι παγιδεύτηκε, ότι ο σκοπός της Τουρκίας δεν ήταν να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη αλλά να καταλάβει το βόρειο τμήμα της Κύπρου, να εκδιώξει τον πληθυσμό και να μεταφέρει εκεί όλους τους Τουρκοκύπριους, αλλά ήταν ήδη αργά. Η Τουρκία ήταν στην Κύπρο με το πρόσχημα του ειρηνευτή και έτσι την αντιμετώπισε η διεθνής κοινότητα.
Εξηπατήθηκαν
Αργότερα, ο Μακάριος θα έλεγε ότι «η Σοβιετική Ένωσις ως και άλλαι χώραι εξηπατήθησαν υπό της Τουρκίας ως προς τον επιδιωκόμενον υπ’ αυτής σκοπόν». Σε συνέντευξή του στην Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, ο Μακάριος ερμηνεύοντας την ανοχή της διεθνούς κοινότητας στην εισβολή είπε: «Ίσως να έπεσαν στην παγίδα, όταν η Τουρκία διαβεβαίωνε ότι θα ήταν μια περιορισμένης κλίμακας επιχείρηση –ένα είδος αστυνομικής ενέργειας για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης μέσα σε δύο μέρες». Αν κάποιος εξαπατήθηκε, αυτός ήταν ο Μακάριος, ο οποίος είχε πειστεί από τη Μόσχα, με την οποία συντονιζόταν, ότι η τουρκική εισβολή θα ήταν μια περιορισμένης έκτασης επιχείρηση. Ο Μακάριος δεν θα παραδεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο και βολεύτηκε με το αφήγημα της ΝΑΤΟϊκής συνωμοσίας, το οποίο υιοθέτησε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και ο εξαρτημένος Τύπος.
Αυτά είναι τα γεγονότα, καταγραμμένα στα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών. Πέρασαν 50 χρόνια από τότε και ο μέσος Κύπριος θεωρεί ότι ήμασταν ένας φιλήσυχος λαός και ξαφνικά μας επιτέθηκαν οι Τούρκοι και η διεθνής κοινότητα παρέμεινε απαθής. Ακόμη και άνθρωποι που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν και έχουν τη δυνατότητα να ανιχνεύσουν την αλήθεια, με κάθε ευκαιρία επιτίθενται μέσω των social media εναντίον δυτικών παραγόντων, κατηγορώντας τους για δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Τα λάθη των ηγετών μας δεν δεσμεύουν το σήμερα και έχουμε κάθε δικαίωμα να διεκδικούμε το δίκαιο. Εκεί που ελεγχόμαστε είναι στο ότι αναζητούμε ευθύνες και υποκριτικές συμπεριφορές από όλο τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς ποτέ να εγκύψουμε στις δικές μας. Ως κοινωνία δεν σταθήκαμε άξιοι, αν μη τι άλλο, να αποκτήσουμε μια τεκμηριωμένη γνώση του τι πραγματικά έγινε, να αντλήσουμε μαθήματα από τα λάθη μας και να προσανατολιστούμε προς μια σωστή πορεία. Υποκρινόμαστε ότι είμαστε τα απόλυτα θύματα των ξένων, ενώ έπρεπε να ξέρουμε ότι πρώτα και κύρια είμαστε τα θύματα των ηγετών μας και των δήθεν προστατών μας, τους οποίους με δουλικότητα εξακολουθούμε να δοξάζουμε.
- Όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό το άρθρο είναι από το βιβλίο μου «Η εισβολή και οι μεγάλες δυνάμεις», όπου υπάρχει και η σχετική τεκμηρίωση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» της Κύπρου