Ποιά Αριστερά και ποιά Σοσιαλδημοκρατία

Αντώνης Δημόπουλος 12 Οκτ 2017

ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ : Γ. Σωτηρέλλης, Ξ. Κοντιάδης 

Δύο βιβλία, με το ίδιο θέμα και τελείως διαφορετικό τρόπο γραφής, το ένα κυρίως βιωματικό, το άλλο βασικά ακαδημαϊκό και τα δυο εξίσου πολιτικά, έρχονται να εμπλουτίσουν τον εγχώριο προβληματισμό για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας στους τωρινούς καιρούς. Η εξάντληση της μαζικής υπερπολιτικοποίησης της αρχικής περιόδου της μεταπολίτευσης και οι αδυναμίες του ασθενικού εκσυγχρονισμού που ακολούθησε επηρέασαν ουσιαστικά την σκέψη και των δυο συγγραφέων που –συμπτωματικά;–είναι και οι δυο πανεπιστημιακοί

Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δυο ανατρέχουν και διερευνούν το πρόσφατο παρελθόν αλλά και οι δυο είναι στραμένοι στο μέλλον, προσπαθώντας να το κατανοήσουν καλύτερα αλλά κυρίως να προτείνουν δρόμους. Επίσης και οι δυο βρίσκονται στην τομή, το σταυρόδρομι, της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και της αναζήτησης νέας σύνθεσης, του ταξικού με το αξιακό, στην εποχή της ρευστότητας, της αβεβαιότητας, του άκρατου οικονομισμού, του πολυπολισμού. Η έκρηξη του διαδικτύου, η γιγαντιαία αποστράτευση, η- ξανα- στροφή στον ατομικισμό, δημιουργεί αυτή την ανησυχία, την αγωνία θα έλεγα, για την έκλειψη του υποκειμένου, του βασικού κινούντος την ιστορία, της μη προτεραιότητας του πολιτικού.

Πάνω σε αυτον τον καμβά ο Σωτηρέλλης διερευνά την προοπτική ενός ορίζοντα δημοκρατίας και ευρωπαισμού. Εξετάζει τους εχθρούς, τα ανερχάμενα άκρα, την δυνατότητα νέων συμμαχιών, τις απαραίτητες συγκλίσεις, την αντίθεση στον εθνολαϊκισμό. Υπερθεματίζει για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ενάντια στα δυναμικά ρεύματα αμφισβήτησης, τόσο επίκαιρα με την πρόσφατη Καταλονία, και καταλήγει στα όρια μιας νέας συναίνεσης. Σκληρή είναι η κριτική του για την τρέχουσα «ριζοσπαστική» Αριστερά και τις παθογένειες της, τον ισοπεδωτισμό, τον μαξιμαλισμό την μισαλοδοξία, τον ανεύθυνο λαϊκισμό.  Η αναστοχαστικά και πειστική νέα Αριστερά που προτείνει δεν φοβάται και δεν αρνείται, αλλά και δεν συναινεί γενικά και αόριστα, στον προκρούστη ενός μεταμοντέρνου ιδεολογικού σχεδιασμού.

Ο Κοντιάδης στην δική του προοπτική θέλει να υπερβεί τόσο τον συντεχνιακό παθητικό κρατισμό όσο και τον απρόσημο φιλελεύθερο «κεντρώο» μεταρρυθμισμό. Η περιοδολόγηση απ τις απαρχές της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας (Μπέρνσταιν, Λούξεμπουργκ) έως την μεταπολεμική χρυσή τριακονταετία είναι πυκνή, ουσιαστική, διεισδυτική. Βλέπει την σύγχρονη δυσκολία επανασύνδεσης λαϊκών στρωμάτων επιβίωσης και κοινωνικής προστασίας με μεσαία στρώματα ταυτοτήτων και δικαιωμάτων, την διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, την ανασφάλεια απ την παγκοσμιοποίηση και τους μετανάστες. Οι τελικές 30 θέσεις του-υπερβολικά πολλές- είναι ένα CREDO, σχεδόν ένα καθηκοντολόγιο, μιας, φοβούμαι ακαδημαϊκής, εφαρμοσμένης σοσιαλδημοκρατίας.

Είναι ωστόσο φανερό ότι και τους δυο συγγραφείς απασχολεί το νέο συλλογικό υποκείμενο,  η πολιτική απάντηση στις αγορές, η διαρκής αναμέτρηση με τον καπιταλισμό, μέσα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο φορέας του νέου καιρού. Αυτό που ο Μπαντιού αναφωνεί στον περίφημο, αντίστοιχο διάλογο με τον Γκωσέ, «μια πίστη επιτέλους μια πίστη» , ένα ιδρυτικό συμβάν κινητοποίησης, μια πρόθεση εγρήγορσης, δέσμευσης, συμμετοχής, έγερσης. Αυτή είναι και η τωρινή πρόκληση της ριζοσπαστικής σκέψης και πράξης, το παλιό που επιμένει, το νέο που αναζητεί να αναδυθεί, στην αναζήτηση της συγκεκριμένης ουτοπίας με την μακρά πορεία μέσα απ τους θεσμούς