Ποια Αριστερα;

Γιώργος Λυσαρίδης 17 Μαρ 2018

  **Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας του συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Σωτηρέλη: «Ποιά Αριστερά; Ανιχνεύοντας την προοδευτική ευρωπαϊκή ταυτότητα στην Ευρώπη της κρίσης», που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 2.3.2018 

Με το βιβλίο του «Ποια Αριστερά;» ο συγγραφέας Γιώργος Σωτηρέλης επιχειρεί να καταγράψει την προσωπική του αντίληψη για το νόημα, το περιεχόμενο και τα όρια μιας σύγχρονης Eυρωπαϊκής Aριστεράς, παράλληλα δε, και την αγωνία του για το παρόν και το μέλλον της, σε μια Ευρώπη που παραδέρνει σε ένα πέλαγος αμφιθυμιών, αμφισβητήσεων και διεθνών καταναγκασμών. Στο υπόστρωμα της ανίχνευσης της προοδευτικής ταυτότητας στη σημερινή Ευρώπη της κρίσης, χωρίς βέβαια ευθείες ονομαστικές αναφορές, αλλά με σαφείς «φωτογραφίσεις» και υπαινικτικά αποσιωπητικά, ο συγγραφέας τοποθετεί και τη δική μας χώρα, ως υποσύνολό της, και περιγράφει το πεδίο στο οποίο πρέπει να οριοθετήσει το αξιακό της πρόταγμα μιά νέα αριστερά και στον τόπο μας.

Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Γ.Σ. προϊδεάζει τον αναγνώστη για την ανάλυση που θα ακολουθήσει, θέτοντας το υπαρξιακό ερώτημα αν έχει νόημα να εξακολουθούμε να μιλάμε σήμερα για την Αριστερά ή αυτή έχει καταντήσει ένα «αδειανό πουκάμισο». Σπεύδοντας να δώσει ο ίδιος την απάντηση, υποστηρίζει πως η σημερινή καταθλιπτική πραγματικότητα δεν είναι νομοτέλεια και ότι ένας άλλος, καλύτερος κόσμος, είναι εφικτός, ακόμη δε, ότι η Αριστερά είναι το μόνο πολιτικό αντίβαρο απέναντι στην απειλή της πλήρους ποδηγέτησης των παγκόσμιων εξελίξεων, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών, από το διεθνές οικονομικοπολιτικό σύστημα του αχαλίνωτου καπιταλισμού.

Όμως ο συγγραφέας δεν διολισθαίνει σε μια αυτάρεσκη γενικόλογη ρητορεία. Θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για να μπορέσει η Αριστερά να διαδραματίσει αυτό το ρόλο. Τις προϋποθέσεις αυτές τις αναλύει με κωδικοποιημένο τρόπο και με πολύ επιμελημένο, αυστηρό και περιεκτικό λόγο, στις 4 ενότητες του κυρίως κειμένου που ακολουθούν. 

Η πρώτη ενότητα επιγράφεται «Γιατί Αριστερά;». Στο ξεκίνημά της, ο συγγραφέας τοποθετείται στο ερώτημα «εξακολουθεί να είναι επίκαιρη η διάκριση Αριστερά-Δεξιά;» και στην παρεπόμενη θεωρία περί «τέλους της ιστορίας των ιδεολογιών». Υποστηρίζει ότι, το μεν ερώτημα είναι παραπλανητικό και ανιστόρητο, η δε θεωρία ισοπεδωτική και ισοδύναμη με «άρνηση της πολιτικής». Αφού επιχειρηματολογεί γιατί η Αριστερά και η Δεξιά, παρά τις μεταλλάξεις που έχουν συντελεστεί στους κόλπους τους, εξακολουθούν να αποτελούν τους δύο διακριτούς και μη τεμνόμενους πόλους της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη, προχωράει στην αναζήτηση της απάντησης στο δεύτερο κεφαλαιώδες ερώτημα « Αριστερά η Δεξιά;». Τοποθετώντας τον εαυτό του αξιακά στο χώρο της ευρείας Αριστεράς, αναλύει τους προσδιοριστικούς παράγοντες για την ατομική ένταξη του καθενός σε έναν από τους δύο πόλους και υπεραμύνεται του καταλυτικού διαχρονικού ρόλου της Αριστεράς στην κατοχύρωση της πολιτικής, ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας και στη διαμόρφωση της σύγχρονης δημοκρατίας, η θεσμική ολοκλήρωση της οποίας φέρει έντονη τη σφραγίδα της Αριστεράς, όπως επισημαίνει. Στη συνέχεια, επαναφέροντας το βασανιστικό ερώτημα «μήπως όντως η Αριστερά έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα;», υπό το πρίσμα των αδήριτων επιταγών της πολυεπίπεδης σημερινής «κρίσης», τεκμηριώνει τη δική του κατηγορηματική απάντηση «Όχι» (δηλ. δεν έχει ξεπεραστεί η Αριστερά), αναγορεύοντάς την μάλιστα σε βασική δύναμη ελπίδας και αντίστασης στους αδηφάγους εξουσιαστικούς μηχανισμούς της ψευδεπίγραφης και ολιγαρχικής «παγκοσμιοποίησης» αλλά και σε μοναδικό γνήσιο εκφραστή των κοινωνικών δυνάμεων της προόδου, της δημιουργίας, της αλληλεγγύης και αυθεντικό εκπρόσωπο των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.

Η δεύτερη ενότητα φέρει τον τίτλο «Τι είδους Αριστερά;». Στο πρώτο μέρος της, ο συγγραφέας, αφού ξεκινάει με την παραδοχή πως έχει πράγματι θολώσει το νόημα της Αριστεράς, από ποικίλες στρεβλώσεις και παρεκτροπές, «μπαίνει στα βαθειά» και επιχειρεί ένα ξεσκαρτάρισμα για το ποιές πολιτικές δυνάμεις είναι συμβατές με τα προτάγματα της Αριστεράς και, κατά συνέπεια, μπορούν (και πρέπει) να αποτελέσουν τα συστατικά στοιχεία μιας ανανεωμένης, μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, με κυβερνητική προοπτική (αποφεύγει, και εξηγεί γιατί, τον όρο «κυβερνώσα αριστερά»). Αποκλείοντας εξ ορισμού αυταρχικά πολιτικά μορφώματα που τα χαρακτηρίζουν αφόρητος δογματισμός και μονολιθικός αριστερισμός, κάνει ιδιαίτερη αναφορά σε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις ( για την ακρίβεια, στις ηγεσίες τους) που αυτοπροσδιορίζονται ως «πολιτικό κέντρο» και «ενδιάμεσος χώρος», ψαρεύοντας στα θολά νερά της ασαφούς και «στρογγυλεμένης» ιδεολογικοπολιτικής τους ταυτότητας. Στη συνέχεια, αφού θέτει τις βασικές πολιτικές και εννοιολογικές προϋποθέσεις κατάταξης στην κατηγορία των εκδοχών μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, αναφέρεται στις κυρίαρχες τέτοιες εκδοχές, δηλαδή, τη σοσιαλδημοκρατία, τον ευρωκομμουνισμό  και την πολιτική οικολογία. Για καθεμία από αυτές (κυρίως, βέβαια, για τις δύο πρώτες, αφού η τρίτη, η πολιτική οικολογία, είναι σχετικά νεότευκτη), κάνει μια ιστορική αναδρομή στη συνεισφορά τους στον ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πολιτισμό, αλλά και στη χαμένη αίγλη του παρελθόντος, στις μεταλλάξεις τους που άμβλυναν το ταξικό τους αισθητήριο,  στο έλλειμμα ηγεσίας και στον περιορισμό της επιρροής τους, λόγω «καθεστωτικής ενσωμάτωσης» και «ιδεολογικού αποχρωματισμού». Καταλήγει δε, πως, προφανώς, δεν αρκεί μια απλή άθροιση των τριών αυτών πυλώνων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά απαιτείται η διαλεκτική τους σύνθεση σε μια νέα ενότητα, προχωρώντας και στον προσδιορισμό των κρίσιμων χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει μια σύγχρονη πλουραλιστική Αριστερά, ώστε να ανακτήσει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία στον ευρωπαϊκό χώρο, αποφεύγοντας τον ανερμάτιστο βολονταρισμό, χωρίς όμως «να χάνει την ψυχή της», για να μπορέσει, έτσι, να αντιμετωπίσει, με τους καλύτερους δυνατούς όρους και με διασφάλιση των δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεών της, τις προκλήσεις των καιρών : τον φονταμενταλισμό των αγορών και την κίβδηλη παγκοσμιοποίηση.

Τρίτη ενότητα : «Πώς και πόσο Αριστερά;», ο τίτλος της. Στις δύο πρώτες ενότητες, ο συγγραφέας προέκρινε την Αριστερά ως αξιακή επιλογή και  οριοθέτησε τη συμβατότητά της με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό και κοινωνικό μοντέλο. Τώρα, στην τρίτη ενότητα, αναζητεί (και δίνει) απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα : ποιοί είναι οι στρατηγικοί στόχοι μιας τέτοιας Αριστεράς στην εποχή μας, ποιούς αφορούν, ποιά η ακολουθητέα στρατηγική και τι περιθώρια επιτυχίας υπάρχουν. Τους  στρατηγικούς στόχους τούς περιγράφει αναλυτικά, αντιδιαστέλλοντας τη φενάκη της (δήθεν) ικανότητας της αγοράς να επιτύχει μια αυτορρυθμιζόμενη οικονομία, αυταπάτη που οδήγησε στη σημερινή πολύπλευρη κρίση, με τη συνταγή ενός οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού που συμπυκνώνεται στην επικαιροποίηση τής συχνά και πολλαπλά προδομένης «ουτοπίας» της Αριστεράς, δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά γράφει, στο πέρασμα «από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας», εννοώντας την απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα δεσμά που παρεμποδίζουν τον πολιτικό και κοινωνικό αυτοκαθορισμό του. Ποιούς αφορά αυτός ο μετασχηματισμός; Εδώ, ο Γ.Σ. αναφέρεται στις προϊούσες μεταβολές  και αναδιατάξεις στο χώρο της εργασίας (κυρίως υπό την επενέργεια της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης), αλλά και στον παράγοντα «κεφάλαιο», όπου και εκεί υπάρχει μια εσωτερική περιδίνιση, με τη στροφή στις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και των νέων τεχνολογιών και με παράλληλη υποχώρηση του ρόλου του παραγωγικού κεφαλαίου. Παρακάμπτοντας αναχρονιστικά ταξικά στερεότυπα και εμμονές περί «ιδεολογικής καθαρότητας» που  οδηγούν σε ακαμψία και, εν τέλει, σε πολιτικά αδιέξοδα,  ο συγγραφέας οραματίζεται μια νέα Αριστερά, υπέρμαχο της «οικονομικής πολλαπλότητας» (την έννοια αυτή την αναλύει διεξοδικά, ως νέα οικονομική αντίληψη), με διευρυμένη κοινωνική βάση, στην οποία αφετηρία θα αποτελούν τα πλέον αδύναμα κοινωνικά στρώματα, αλλά θα αγκαλιάζει και την κοινωνία των υγιών παραγωγικών τμημάτων του μικρού, του μεσαίου ή ακόμη και του μεγάλου (μη ολιγοπωλιακού, όμως) κεφαλαίου. Αποκηρύσσοντας, τόσο τις ταξικές φαντασιώσεις όσο και τις ευκαιριακές και τυχοδιωκτικές κοινωνικές συμμαχίες, συναρμόζει την αγορά με την ανοικτή δημοκρατική και αλληλέγγυα κοινωνία, με στόχο την επίτευξη ανθρωποκεντρικής και βιώσιμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια, ο Γ.Σ. επιχειρηματολογεί για τη σημασία των υπερεθνικών πολιτικών θεσμών και την ανάγκη πανευρωπαϊκής διάρθρωσης της νέας Αριστεράς, ώστε να υπερκερασθεί ο εθνοκεντρισμός που περιορίζει τον ορίζοντα της παρεμβατικής της δυνατότητας. Και, παρότι επισημαίνει και ο ίδιος τις εμφανείς αδυναμίες της, ως τέτοιο υπερεθνικό θεσμό θεωρεί την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπό προϋποθέσεις, όμως, ιδεολογικές και οργανωτικές, τις οποίες περιγράφει, και κάτω από τις οποίες η ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να αναδειχθεί σε προνομιακό πεδίο μιας νέας Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Σε αυτό το πεδίο, η σύγχρονη Αριστερά πρέπει να καταγράψει έντονα και επιθετικά το ιδεολογικοπολιτικό της στίγμα, για να οδηγήσει, με διαλεκτική σύνθεση των επιμέρους εθνικών, πολιτικών και πολιτισμικών στοιχείων, στη διαμόρφωση ενός υπερεθνικού δημόσιου χώρου, όπου θα έχει αποκατασταθεί μια νέα ισορροπία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Η  ωρίμανση ενός τέτοιου χώρου στην Ευρώπη μπορεί, κατά το συγγραφέα, να αποτελέσει το θεσμικό πρόπλασμα για μια εν δυνάμει προοδευτική παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, με θεσμούς δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου που θα λειτουργούν προς όφελος της παγκόσμιας κοινότητας και όχι προς όφελος των σημερινών οικονομικών δυναστών της.

Η τέταρτη ενότητα τιτλοφορείται «Μόνον Αριστερά;». Εδώ, ο Γ.Σ., επιμένοντας στις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Αριστεράς-Δεξιάς, εξηγεί την αναγκαιότητα  ευρύτερων συναινέσεων και συμμαχιών, προκειμένου να συγκροτηθεί το μέτωπο των πολιτικών δυνάμεων που θα υπερασπιστεί το ευρωπαϊκό μοντέλο της ανοικτής και δημοκρατικής κοινωνίας και θα υπηρετήσει το στόχο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Περιγράφει τις δυνάμεις αυτές, τοποθετώντας στο επίκεντρο του μετώπου τη νέα Αριστερά που ο ίδιος οραματίζεται, αμύντορα της δημοκρατίας και πρωτοπόρο στην αντιπαράθεση με τον ολοκληρωτισμό, υπό την εμφανή ή τη συγκαλυμμένη μορφή που εμφανίζεται σήμερα σε κάποιους θυλάκους της Ευρώπης. Είμαι βέβαιος πως ο αναγνώστης του βιβλίου θα σταθεί ιδιαίτερα στην πολύ ενδιαφέρουσα, κατά τη δική μου γνώμη, εννοιολογική προσέγγιση που επιχειρεί ο συγγραφέας στους όρους «λαϊκισμός», «δημοκρατία» «αντισυστημισμός», «αντικαθεστωτισμός». Γύρω από αυτές τις έννοιες και τη στάση των υπαρκτών  πολιτικών δυνάμεων απέναντί τους, ο Γ.Σ. οριοθετεί τις εφικτές και αναγκαίες συγκλίσεις και υφαίνει το μέτωπο για την προώθηση και εμβάθυνση του ενοποιητικού εγχειρήματος στην Ευρώπη. Δεν παραβλέπει, πάντως, τα ρεύματα αμφισβήτησης που δαιμονοποιούν  την Ε.Ε., καθώς και τις σειρήνες του ακραίου ευρωσκεπτικισμού, τονίζοντας συγχρόνως τα ελλείμματα και την ανεπαρκή θεσμική αρχιτεκτονική στη θεμελιακή οργάνωσή της, αλλά και τις θεσμικές παρεκτροπές από μια υπερδιογκωμένη , ανεπαρκώς νομιμοποιημένη και ιδεολογικοπολιτικά μεροληπτική εκτελεστική εξουσία, στην οποία ηγεμονικό ρόλο έχει σήμερα αναλάβει η Γερμανία. Καταλήγει δε ο Γ.Σ. σε αυτό που ο ίδιος  πιστεύει ή επιθυμεί ή οραματίζεται, σαν μοναδικό αντίδοτο και ρεαλιστική επιλογή για την υπέρβαση της κρίσης στην Ευρώπη. Ότι μια νέα, αναστοχαστική και πειστική Ευρωπαϊκή Αριστερά, εμπλουτισμένη και με άλλες φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου, μπορεί όχι μόνον να ενισχύσει τη θωράκιση του ταλανιζόμενου ευρωπαϊκού οικοδομήματος αλλά και να αποτελέσει τον καταλύτη για την υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης και την προώθηση μιας κοινωνικά και πολιτικά προσδιορισμένης ευρωπαϊκής ενοποίησης.