Η επιρροή του ποδοσφαίρου στα πλατιά λαϊκά στρώματα είναι γνωστή. «Το όπιο του λαού και των μαζών», «Μια θρησκεία χωρίς απίστους» είναι μερικές από τις ιδιαίτερα πετυχημένες φράσεις που έρχονται να περιγράψουν ένα κοινωνικό φαινόμενο. Την ταύτιση – μέσω του ποδοσφαίρου – με μια ομάδα. Εκεί που ο αθλητισμός είναι το μέσο και όχι ο σκοπός. Το μέσο για κοινωνική συσσωμάτωση, για συλλογική ικανοποίηση. Η ομάδα αποκτά ταυτοτικά χαρακτηριστικά και διακρίνει «εκείνους» από «εμάς». Δεν υπήρξαν – ιστορικά – πολλές μορφές συλλογικής συγκίνησης όσες εκείνες που βιώνουν οι οπαδοί μιας ομάδας.
Σήμερα, το ποδόσφαιρο – ως σημείο κοινωνικής αναφοράς – τέμνει εγκάρσια της κοινωνικές τάξεις. Δεν ταυτίζεται με κόμματα και πολιτικές ιδέες. Διαμορφώνει από μόνο του ένα σύστημα ιδεών. Δεν ήταν πάντα έτσι. Οι κανόνες του παιχνιδιού διαμορφώθηκαν στα σαλόνια της αγγλικής ελίτ (οι πρώτοι κανόνες γνωστοί ως «Κανόνες του Κέιμπριτζ» γράφτηκαν στο Trinity College του Κέμπριτζ σε μια συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα σχολεία Ίτον (Eaton College), Χάροου (Harrow School), Ράγκμπι (Rugby School), Γουίντσεστερ (Winchester College) και Σριούσμπερι (Shrewsbury School). Ωστόσο, τα μαζικά χαρακτηριστικά του τα οφείλει στην εργατική τάξη. Μετατράπηκε σε μαζικό φαινόμενο στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις της βιομηχανικής επανάστασης, και συγκεκριμένα στις γειτονιές που συγκεντρώνονται οι εργάτες και συγκροτείται η (κατά βάση βιομηχανική) εργατική τάξη.
Στη σύγχρονη εποχή μιλάμε για ποδοσφαιρική κουλτούρα. Στο πλαίσιο αυτής συναρθρώνονται πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες, ετερόκλητα συμφέροντα και διαφορετικές συνήθειες. Σε πολλές πόλεις – ιδίως στην Ελλάδα – κυκλοφορούν πολλές αθλητικές εφημερίδες. Σε ορισμένες, όπως η Θεσσαλονίκη όπου το ποδόσφαιρο είναι βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα της καθημερινότητας, οι αθλητικές είναι περισσότερες από τις «πολιτικές» αποδεικνύοντας εμπράκτως τόσο το κοινωνικό ενδιαφέρον όσο και την ανάγκη ταύτισης με συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Όλα τα ανωτέρω θα ήταν παράδοξο να αφήσουν ασυγκίνητους όσους θέλουν να αυξήσουν την πολιτική και κοινωνική επιρροή τους. Οι ιδιοκτήτες των ποδοσφαιρικών ομάδων, συνήθως είναι άτομα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια αλλά και ακόμη μεγαλύτερες επιθυμίες. Ιδίως σε χώρες όπου ο κρατικός τομέας παραμένει ευμεγέθης και επηρεάζει το οικονομικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων που συναλλάσσονται – άμεσα ή έμμεσα – με αυτόν, η ιδιοκτησία μιας λαοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας ισοδυναμεί με την πρωτοκαθεδρία σε ένα θρησκευτικό ιερατείο.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι παράδοξη, η πρόσφατη σύνδεση από επιφανή επιχειρηματία, ενός αποτελέσματος ποδοσφαιρικού αγώνα με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Μπορεί να έγινε ξαφνικά και ίσως με άκομψο τρόπο αλλά στην ουσία καταδεικνύει ένα ιδιότυπο power game που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μέσω των υποκλοπών συγκεκριμένα παράκεντρα (ή επίκεντρα) εξουσίας επιδίωξαν, παρανόμως, να «ελέγξουν» δημόσια πρόσωπα. Να γνωρίζουν, να «προλαμβάνουν» να δύνανται να εκβιάζουν. Επιδιώκοντας, όμως, να «επιμολύνουν» τα κινητά τηλέφωνα των παρακολουθούμενων μόλυναν το δημοκρατικό πολίτευμα. Πριν επέλθει ο «σασμός» - εύηχη κρητική λέξη που αναφέρεται στη «συμφιλίωση» και στο «συμβιβασμό», γνωστή εννοιολογικά στους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας λόγω καταγωγής - τα αλαλάζοντα πλήθη θα χρησιμοποιηθούν για ακόμη μια φορά. Ήρθε η ώρα η «επένδυση» να αποδώσει καρπούς…
Πηγή: www.makthes.gr