Πέραν των υπαρκτών ήδη οικονομικών επιπτώσεων, η πανδημία γίνεται καταλύτης για την ενίσχυση τάσεων στα πολιτικά συστήματα που προϋπήρχαν. Διακρίνονται τρεις μεγάλοι κίνδυνοι που μπορεί να απειλήσουν τις δημοκρατίες. Πρώτον, η επιστήμη και η διανόηση να εγκαταλείψουν τα όπλα τους, που είναι η κριτική των πεπραγμένων των κυβερνήσεων πρωτίστως και των αντιπολιτεύσεων κατά δεύτερο λόγο και να μπλέξουν στο παιχνίδι της δοξολογίας της εξουσίας. Δεύτερον, η πολιτική σκέψη και αντιπαράθεση να υποκατασταθούν από την τεχνοκρατική αντιμετώπιση και ο απαραίτητος σεβασμός και η αναγνώριση στην επιστήμη να μετατραπούν σε περιφρόνηση του πολιτικού. Και ο τρίτος και μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να δυναμώσει ακόμη περισσότερο η εκτελεστική εξουσία σε βάρος της νομοθετικής. Εδώ θα επιμείνω περισσότερο στον τελευταίο κίνδυνο.
Μετά το 1970 η σύνθεση των προβλημάτων και η εμφάνιση της παγκοσμιοποίησης οδήγησαν στην τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής, κάτι που έφερε στο προσκήνιο τη συγκέντρωση των εξουσιών. Αναδείχθηκε έτσι, όπως έγραφε ο Νίκος Πουλαντζάς, ένας «κρατικός αυταρχισμός», ο οποίος αποτυπωνόταν στη μετατροπή της εκτελεστικής εξουσίας σε ιμάντα μεταβίβασης «τεχνικών» και όχι πολιτικών αποφάσεων προς τη «βάση». Παρ? όλα αυτά τα πολιτικά συστήματα παρέμεναν διπολικά. Ο Πουλαντζάς υποτιμούσε τον ρόλο αυτού του διπολισμού στη μεταπολεμική ευημερία, συμφωνώ όμως μαζί του όταν τονίζει πως εκείνος ο διπολισμός λειτουργούσε ως δίκτυο αυστηρής πολιτικής καθυπόταξης του συνόλου της διοίκησης στις κορυφές της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό το δίκτυο της συγκεντροποίησης των εξουσιών παγίωνε ένα μόνιμο πλέγμα σύνθετων κυκλωμάτων που, αν και ήταν διακομματικά, λειτουργούσαν σαν «ενιαίο κόμμα». Η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς την κρατική γραφειοκρατία και ο έλεγχος της τελευταίας από την εκτελεστική εξουσία οδηγούσε στον «κρατικό αυταρχισμό». Ο Πουλαντζάς συνέδεε αυτόν τον αυταρχισμό με τις δομικές αλλαγές στις σχέσεις παραγωγής και στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο. Κάτι που συμβαίνει και σήμερα, όχι μόνο λόγω κορωνοϊού.
Στη συνέχεια, με την καθαυτό είσοδο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης εδραιώθηκαν στα πολιτικά συστήματα ανησυχαστικές τάσεις που μετέτρεψαν τα κόμματα από μαζικούς φορείς ταξικο-ιδεολογικών θέσεων σε πολυσυλλεκτικά σώματα και από εκεί σε μηχανισμούς διαμοιρασμού προσοδοφόρων θέσεων, σε κόμματα-καρτέλ. Οσοι δεν «προλαβαίνουν» να «καταλάβουν» τις θέσεις από μια τέτοια ανακατανομή, τα εγκαταλείπουν για χάρη των αντι-ελιτιστικών κομμάτων διαμαρτυρίας. Τα τελευταία, πολλές φορές, μόλις αναλάβουν να κυβερνήσουν, μετασχηματίζονται σε κόμματα-σουπερμάρκετ. Αυτά τα αποϊδεολογικοποιημένα κόμματα-καρτέλ όσο μεγιστοποιείται η εξάρτησή τους από το πολιτικό χρήμα και τα ΜΜΕ, τόσο καταφεύγουν στην ισχυροποίηση του ρόλου του προέδρου (προεδροποίηση - presidentialization). Επιπροσθέτως η απροθυμία ή ο φόβος των «νομοθετών» – βουλευτών και ευρωβουλευτών – ως εκλεγμένων αντιπροσώπων να ασκήσουν κριτική στις προεδρικές αποφάσεις ισχυροποιεί περαιτέρω αυτή την «προεδροποίηση». Την ίδια στιγμή αντιστρόφως και τα ΜΜΕ – λόγω του ανταγωνισμού του αφιλτράριστου λόγου μίσους των κοινωνικών μέσων δικτύωσης – εξαρτώνται όλο και περισσότερο από την εκτελεστική εξουσία και το κρατικό χρήμα. Στα αρνητικά που μειώνουν τη νομοθετική εξουσία ας προσθέσουμε και τη δικαστικοκρατία (juristocracy).
Η παγκόσμια τάση της προεδροποίησης δεν έχει να κάνει με την ισχύ του κυβερνώντος κόμματος, αλλά με την ισχύ του «ενιαίου κόμματος» της εκτελεστικής εξουσίας, την αδυναμία δηλαδή κατάθεσης εναλλακτικών προτάσεων διακυβέρνησης, πέραν αυτών της «προεδρικής εξουσίας». Αυτή ακριβώς η συγκεντροποίηση των εξουσιών έκανε δυνατή την άνοδο ηγετών όπως οι Τραμπ, Μπολσονάρου, Τζόνσον, Κατσίνσκι και Ορμπαν. Πολιτικοί «τύποι» που ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς στο παρελθόν ότι θα ανέλθουν στην εξουσία. Στα παραπάνω ας προσθέσουμε και την λόγω πανδημίας περαιτέρω τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής που σηματοδοτεί το πέρασμα από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση.
Η πανδημία ενεργοποίησε υπαρκτές τάσεις στις κοινωνίες, οι οποίες οδηγούν στην υπέρβαση των διπολικών συστημάτων από κάτι που αποκαλώ πλουραλιστικό μονοκομματισμό. Ο πλουραλιστικός μονοκομματισμός δεν είναι ακόμη ολοκληρωτισμός, αλλά απειλεί σοβαρά τις δημοκρατίες. Αυτός σηματοδοτεί την εν μέσω πλουραλισμού υπαγωγή των πολιτικο-ιδεολογικών και διανοητικών συστημάτων στην ισχυρή προεδρική εξουσία. Κάτι τέτοιο – ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εκάστοτε κυβερνώντων – μπορεί να οδηγήσει σε περιστολή του ρόλου των πολιτικών ελευθεριών ως δημόσιων ελεγκτών. Ολα αυτά απειλούν ακόμη και στέρεα διπολικά συστήματα όπως το ελληνικό, έστω και σ? αυτή την περιορισμένη δυναμική του μικρού δικομματισμού που περιέγραψε ο Γιάννης Βούλγαρης. Διαφαίνεται μάλιστα πως ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Ευάγγελος Βενιζέλος αρνείται τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση είναι ακριβώς αυτή η συγκέντρωση εξουσιών στον πρωθυπουργό. Ετσι και αλλιώς, όταν καταλαγιάσει παγκοσμίως ο κουρνιαχτός της πανδημίας, αυτό που μπορεί να μείνει, αν δεν υπάρξουν φωνές αντίστασης, θα είναι ο εκτελεστικός αυταρχισμός.
Φυσικά εδώ δεν αναφέρομαι σε πρόβλεψη ή προφητεία, αλλά σε τάσεις. Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στους υμνολόγους πασών των εξουσιών με τις ελαφριές ιδεολογικές αποσκευές και συνειδήσεις. Μόνο ο κριτικός λόγος διανοουμένων και δημοσιογράφων μπορεί σαν το τσίμπημα της σφήκας να ξυπνήσει από τον λήθαργο τα μέλη και τους φίλους των αποϊδεολογικοποιημένων κομμάτων. Πάντως αυτές οι τάσεις κάνουν κάτι παραπάνω από αναγκαία την εμφάνιση μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας. Στην Ελλάδα πολύ περισσότερο. Ποιοι θα τη συγκροτήσουν; Αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Συνεχίζεται…
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Το τελευταίο βιβλίο του «Το πρωτείο της Δημοκρατίας.
Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Πηγή: www.tovima.gr