Πλιζ ντοντ χανγκ απ…

Προκόπης Δούκας 16 Μαϊ 2013

Η ανάλυση επί της ουσίας της ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ ή των άλλων εταιρειών, μέτοχος των οποίων είναι ή ήταν το κράτος, δεν είναι ο στόχος αυτού του κειμένου. Ας μου επιτραπεί, με την εμπειρία χρόνων στην παραγωγή και στο εσωτερικό ραδιοφωνικό μάρκετινγκ, να εστιάσω μόνο σε μια μικρή παράμετρο της λειτουργίας και του επαγγελματισμού τους, την οποία όλοι γνωρίζουμε.

Επί δεκαετίες, η «κρατική» αισθητική των εκφωνήσεων και της επικοινωνίας, όπως αυτές του ΟΤΕ ή του κρατικού τζόγου, ήταν άθλια. Με αντιεπαγγελματικό και θρασύ τόνο, με απαράδεκτη προφορά στα αγγλικά και με ακατάλληλες (γυναικείες συνήθως) φωνές, ο ακροατής άκουγε στο ακουστικό του ή στο ραδιόφωνο μια «ηχητική εικόνα» τριτοκοσμικής χώρας, ανάλογη με τις περίφημες σαρκαστικές διαφημίσεις του «Πουτ δε κοτ ντάουν».

Ακούγοντας, ακόμα και τώρα, μηνύματα του στιλ «Πλιζ ντοντ χανγκ απ, αντίλ γιου χίαρρρ δε μπίζι τόουν» (με αυτή ακριβώς την προφορά), σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η επαγγελματική αγορά των διαφημίσεων και εκφωνήσεων δεν έχει αγγίξει, εν έτει 2013, τις εταιρείες που με κάποιο τρόπο έχουν σχέση με το κράτος. Δεν ζητάει κανείς ψεύτικη επιτήδευση ή προφορές οξφορδιανής ορθοφωνίας. Μια στοιχειώδης αποφυγή του κακόηχου θα ήταν αρκετή.

Σαν να τους βλέπω: Κουρασμένοι διευθυντές και εκφωνήτριες που κάνουν (λίγο πριν τη σύνταξη) βάρδια σε κάποιο κτίριο, καπνίζοντας και περιμένοντας το επόμενο κείμενο του απόπλου των πλοίων, τον καιρό του επόμενου 24ώρου ή την αλλαγή σε κάποιες οδηγίες προς τον καταναλωτή. Με νοοτροπία και μονιμότητα δημοσίου, με απέχθεια για τις καινούργιες «βελούδινες» φωνές της αγοράς, με καχυποψία προς οποιονδήποτε εκσυγχρονισμό – και βοηθό ένα απίστευτο πλέγμα γραφειοκρατείας, που εμποδίζει κάθε είδους μεταβολή στην οργάνωση.

Στην περίπτωση του ΟΤΕ, η είσοδος των ιδιωτικών εταιρειών τηλεπικοινωνιών στην αγορά έφερε κάποιες αλλαγές, λόγω ανταγωνισμού, είναι η αλήθεια. Θα περίμενε βέβαια κανείς περισσότερες. Ακόμα πιο πολλές θα έπρεπε να φέρει η μεταβίβαση του ελέγχου στους Γερμανούς μετόχους. Η παράδοση όμως έμεινε ανέγγιχτη, παρά το γεγονός οτι πρόκειται για έναν επιχειρηματικό κολοσσό – και όχι για το μαγαζάκι της γωνίας. Χάθηκε ένας επαγγελματίας της διαφημιστικής παραγωγής και της φωνής να αναλάβει να εκσυγχρονίσει το πεδίο; Και χάθηκαν οι (παλιές ή καινούργιες) φωνές της εξαιρετικής διαφημιστικής μας αγοράς;

Το ίδιο ισχύει και για τις διαφημίσεις πολλών κρατικών παιχνιδιών και λαχείων, αν και πρόκειται για πραγματικές «μηχανές είσπραξης ρευστού». Είναι δυνατόν να καταδυναστεύουν τα ραδιοφωνικά προγράμματα και τους ακροατές τους, επί χρόνια, σποτ με το «ευφυές» σενάριο και το φτηνιάρικο τραύλισμα του στιλ «Ε, πού να πάμε; Πάμε να αγοράσουμε λαϊκό λαχείο»; Δεν έχουν τα «νομισματοκοπεία» αυτά, που φέρνουν τόσα έσοδα στο δημόσιο, τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τους καλύτερους και να ανανεώνουν διαρκώς το ενδιαφέρον του υποψήφιου πελάτη τους, αξιοποιώντας και τονώνοντας μια διαφημιστική αγορά που έχει δώσει και σε διεθνές επίπεδο δείγματα εξαιρετικής φαντασίας και αποτελεσματικότητας;

Αν μη τι άλλο, οι κρατικές εκφωνήσεις και διαφημίσεις έχουν την ευθύνη να αποτελούν το αντίβαρο στην αγορά, για τα ελάχιστα, πλην εξόχως ενοχλητικά δείγματα χυδαίας διαφήμισης από καταστήματα μαζικών (και φτηνών) αγορών. Η αισθητική του ηχητικού μας περιβάλλοντος, η σωστή χρήση των ξένων γλωσσών και ο επαγγελματισμός δεν είναι μόνο «τουριστική» απαίτηση. Συνθέτουν τον καθημερινό μας πολιτισμό, σε ένα μικρό, αλλά όχι ασήμαντο του κομμάτι.

Αν η κατάσταση αλλάξει, επειδή τώρα τα λαχεία πήγαν «πακέτο», στον ιδιωτικό πλέον ΟΠΑΠ, θα είναι μια ήττα του δημοσίου. Το ίδιο και η παραμονή της «κρατικής αισθητικής», αν και άλλαξε ο ιδιοκτήτης. Το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να αποδεικνύει, σε κάθε βήμα από εδώ και πέρα, ότι η λύση είναι μόνον ο εξορθολογισμός και ο εκσυγχρονισμός του. Χωρίς τη διαιώνιση μιας κληρονομιάς αγκυλώσεων. Και χωρίς την υποχώρησή του, προκειμένου να ακολουθούνται οι στοιχειώδεις επιταγές του επαγγελματισμού.