Στους ανά την Ελλάδα καφενέδες, κατά την εύστοχη έκφραση του Χάρη Μπουσμπουρέλη, οι πολιτικές συζητήσεις έχουν ανάψει, εκτοπίζοντας κάθε άλλο θέμα. Στους χώρους κοινωνικής συνάθροισης δεν υπάρχει άλλο θέμα πέραν των επικείμενων εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Ακόμα και οι αδιάφοροι υποχρεώνονται να λάβουν μέρος στις συζητήσεις. Η Ελλάδα αναστενάζει στο γήπεδο της πολιτικής.
Σε αυτή τη διαδικασία «κοινωνικοποίησης» της πολιτικής, τα επιχειρήματα σταδιακά απλοποιούνται, απλουστεύονται και σιγά σιγά μετατρέπονται σε εδραίες πεποιθήσεις, σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Με τον τρόπο αυτό, ο «κοινός νους» γεμίζει με βεβαιότητες και δεν έχει αμφιβολίες για τις επιλογές του. Οι πεποιθήσεις μετατρέπονται σε στερεότυπα.
Η διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ εδράζεται σε τρεις στερεοτυπικές κατασκευές που έχουν αποκτήσει διαστάσεις αυτονοήτου. Αυτές είναι:
1) Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που επαγγέλλεται και θα κάνει κυβίστηση.
2) Οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν.
3) Η κατάσταση, ατομικά αλλά και στη χώρα, είναι τόσο χάλια που δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα.
Αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε αυτές τις τρεις στερεοτυπικές πεποιθήσεις για να διαπιστώσουμε εάν αντέχουν στη βάσανο της κριτικής ανάλυσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που επαγγέλλεται
Η πεποίθηση αυτή δεν απαντάται μόνο στις απλοϊκές προσεγγίσεις αλλά και σε πολλές, σοβαρές, πολιτικές αναλύσεις. Πρόκειται για αξιοπερίεργο αλλά και εντυπωσιακό φαινόμενο. Την ίδια στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει ότι μετεκλογικά επιθυμεί να συνεργαστεί με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πολλοί αναλυτές μιλούν για μετριοπαθή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και εξετάζουν ενδεχόμενα συνεργασίας με μετριοπαθή κόμματα, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας. Εάν δεν πρόκειται για μετατροπή επιθυμιών σε πραγματικότητα, τότε είναι σοβαρότατη λογική αστοχία.
Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι μια τέτοια άποψη, ότι ένα κόμμα ψηφίζεται για να μην κάνει αυτά που εξαγγέλλει, συνιστά ευτελισμό της πολιτικής. Το επιχείρημα ότι έτσι γινόταν πάντα είναι εξαιρετικά ασθενές, δεδομένου ότι αφ’ ενός σε συνθήκες κρίσης επιβάλλεται να αποβάλουμε τις φαύλες πρακτικές του παρελθόντος και αφ’ ετέρου ποτέ στη μεταπολιτευτική πολιτική πρακτική δεν είχαμε τέτοια διάσταση προεκλογικών εξαγγελιών και μετεκλογικών προσδοκιών. Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία και στο Grexit, ενώ οι προσδοκίες φαντασιώνονται παραμονή στη ζώνη του ευρώ και έξοδο από την κρίση.
Έστω όμως ότι, για τις ανάγκες της ανάλυσης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κυβιστήσει και θα επιτευχθεί μια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές για το θέμα του χρέους. Έστω ότι ο Αλέξης Τσίπρας, στο όνομα του ρεαλισμού (;) και της σωτηρίας της χώρας, θα κάνει τη στροφή, θα ξεφύγει από τον αυτοεγκλωβισμό στον ρόλο του παράκλητου, του προφήτη που θα απαλλάξει την Ευρώπη από τον νεοφιλελευθερισμό. Έστω ότι η κοινωνία που αναμένει σκίσιμο των μνημονίων και επιστροφή στις παλιές καλές ημέρες θα κατανοήσει το εξωπραγματικό των προσδοκιών και θα συναινέσει. Έστω ότι το Αριστερό Ρεύμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη θα συμφωνήσει ή θα εξοβελιστεί.
Εάν όλα τα παραπάνω συμβούν σωρευτικά, η χώρα ενδέχεται να παραμείνει σε πρόγραμμα διάσωσης. Θα συνεχίσουμε να είμαστε στη ζώνη του ευρώ και θα έχει διευθετηθεί το πρόβλημα του χρέους. Εδώ όμως τίθεται το άλλο ερώτημα: Τι θα γίνει με τις υπόλοιπες εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ; Πώς θα κυβερνήσει τη χώρα; Για παράδειγμα, θα εγκαταλείψει τις προγραμματικές διακηρύξεις που αποπνέουν παλιομοδίτικο κρατισμό; Θα ελέγχει όλες τις ανεξάρτητες αρχές με την υπαγωγή τους στον έλεγχο του πρωθυπουργού; Θα ακυρώσει τις αξιολογήσεις των δημοσίων υπαλλήλων; Θα ακυρώσει τις όποιες μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια; Θα καταργήσει τη χρήση των γενοσήμων; Θα αγωνιστεί για την απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ και την κατάργησή του; Θα αφοπλίσει τα Σώματα Ασφαλείας; Θα εφαρμόσει τις παλαιοσταλινικές απόψεις του για τον πολιτισμό; Θα ιδρύσει κρατικές αερογραμμές; Θα ξαναλειτουργήσει τα κρατικά ΚΤΕΟ; Θα υλοποιήσει τις εξαγγελίες για κρατικοδίαιτη ανάπτυξη; Θα κρατικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα;
Ο ενδεικτικός κατάλογος των ανωτέρω προσπαθεί να τεκμηριώσει το επιχείρημα ότι το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν περιορίζεται στις ασυνάρτητες θέσεις του για το χρέος και το Μνημόνιο. Αντίθετα, το σύνολο των προτάσεών του συγκροτεί μια λαϊκιστική δυστοπία, ανάμεικτη με παλαιολιθικές εμμονές που, ακόμα και εάν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του χρέους, θα ρίξουν τη χώρα στα βράχια, αργά ή γρήγορα.
Εάν ισχύουν τα ανωτέρω, το στερεότυπο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που λέει στερείται λογικής βάσης. Ακόμα και εάν αυτό συμβεί (απίθανο κατά την άποψή μας) η πολιτική του στα υπόλοιπα θέματα θα ακυρώσει, εν τοις πράγμασι, την όποια συμφωνία για το χρέος και θα οδηγήσει τη χώρα στην καταστροφή.
Οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν
Το δεύτερο στερεότυπο, που πιστεύει η πλειοψηφία των συμπολιτών μας είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Σε δημοσκόπηση της GPO (MEGA 7 Ιανουαρίου 2015), όταν ερωτώνται τι πιστεύουν στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση έρθει σε ρήξη με τους εταίρους, το 52,6% των πολιτών δηλώνει ότι πιστεύει πως οι εταίροι μας θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν, και το 36,1% ότι οι εταίροι μας θα οδηγήσουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης. «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» δηλώνει το 11,3%.
Η πεποίθηση αυτή καλλιεργείται συστηματικά από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό STAR και στον δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου, στις 12 Ιανουαρίου, στην ερώτηση του δημοσιογράφου τι θα γίνει «αν απαντήσει “όχι” η Μέρκελ», υποστήριξε ότι «Δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να απαντήσει “όχι” η Μέρκελ, κ. Χατζηνικολάου».
Ακόμα πιο γλαφυρός ο Γιάνης Βαρουφάκης μας διαβεβαιώνει, όταν ερωτάται εάν υπάρχει πιθανότητα διακοπής της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι «δίνω τόσες πιθανότητες να πει ο Ντράγκι ότι κόβει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, όσες να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος».
Κάθε λογικός άνθρωπος δικαιούται να αναρωτηθεί πού εδράζεται αυτή η βεβαιότητα. Στον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων; Στις συμμαχίες με άλλες χώρες; Στην έλλειψη προετοιμασίας των εταίρων για Grexit; Στη διαπραγματευτική δεινότητα του Αλέξη Τσίπρα; Στο κλειδί για πυρηνικό πόλεμο που ισχυριζόταν στις προηγούμενες εκλογές ότι κατείχε ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Δεν εδράζεται σε τίποτα από τα παραπάνω. Αντίθετα, σε συνδυασμό με το πρώτο στερεότυπο, επιφανειακά αντιφατικό με το δεύτερο, αποκαλύπτει έναν ηγεμονικό τρόπο σκέψης, ή μάλλον μη σκέψης, που μεταβάλλει τις επιθυμίες σε πραγματικότητα. Χωρίς καμία λογική βάση, επινοούμε εξωπραγματικά σενάρια. Εάν κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, η σκληρή αλήθεια είναι ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει κωλοτούμπα, γιατί είναι δέσμιος της ρητορείας και των προσδοκιών που έχει καλλιεργήσει, ούτε οι εταίροι και δανειστές θα υποχωρήσουν, γιατί αυτό θα έθετε σε κίνδυνο όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου.
Η χώρα οδεύει πλησίστια στα βράχια. Οι δυνάμεις της μετριοπάθειας και της λογικής έχουν οριακή πολιτική επιρροή. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας φαντασιώνονται, στην πλειονότητά τους, ότι ο από μηχανής Θεός, ο Θεός της Ελλάδας, θα την σώσει την τελευταία στιγμή. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Στις 26 Ιανουαρίου θα εισέλθουμε, κατά πάσα πιθανότητα, σε αχαρτογράφητα ύδατα με το σκάφος ακυβέρνητο. Θα ζήσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις που θα κάνουν την έως τώρα κρίση να μοιάζει με ειδυλλιακή εκδρομή ενωμοτίας προσκόπων.
Μακάρι να κάνω λάθος.
Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα…
Το τρίτο στερεότυπο, όταν αποδομηθούν τα δύο προηγούμενα, είναι η ύστατη γραμμή άμυνας. Στο κάτω κάτω της γραφής, τι θα γίνει αν πάμε στη δραχμή; Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, παρά μόνον τις αλυσίδες μας. Τα έχουμε χάσει όλα. Το ακούμε πολύ συχνά από ανθρώπους που το επίπεδο των εισοδημάτων τους, ακόμα και μετά τις σοβαρές μειώσεις λόγω κρίσης, δεν δικαιολογεί, αντικειμενικά, μια τέτοια δήλωση.
Πρόκειται για κραυγαλέο ψέμα, για διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Όταν μιλάμε για εισοδήματα, τον πρώτο λόγο έχουν οι αριθμοί, όχι οι ιδεοληψίες. Παρά την κρίση, η Ελλάδα σε ό,τι αφορά στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι η 43η πλουσιότερη χώρα του κόσμου, αμέσως μετά τη Φινλανδία και πάνω από χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ουγγαρία και δεκάδες άλλες (στοιχεία για το 2013 από τη Διεθνή Τράπεζα). Σ’ έναν πιο σύνθετο δείκτη, εκείνον της κοινωνικής ευημερίας, που μετράει ο ΟΟΣΑ, για το 2013 η Ελλάδα είναι στην 30η θέση.
Ο ισχυρισμός μεγάλου μέρους της μέσης τάξης ότι πένεται είναι ο θρίαμβος των ιδεοληψιών επί της πραγματικότητας. Είναι ο θρίαμβος της μιζεραμπιλιστικής ρητορείας των φαιοκόκκινων λαϊκιστών επί των αριθμητικών δεδομένων. Είναι η υλική δύναμη που αποκτούν εξωπραγματικές ιδέες όταν απευθύνονται σε πολιτικά ανώριμο ακροατήριο που έχει για δεκαετίες εθιστεί σε πελατειακές πρακτικές, τις οποίες νοσταλγεί και ελπίζει ότι θα επιστρέψουν με τον μανδύα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Είναι ο θρίαμβος μιας νεοσταλινικής εσχατολογίας που προέβλεπε ότι ο χειμώνας του 2013 θα ήταν χειρότερος από τον χειμώνα του 1941, όταν πέθαναν χιλιάδες άνθρωποι από την πείνα. Είναι η απόλυτη ηγεμονία του ανορθολογισμού. Είναι στρουθοκαμηλισμός το να μην βλέπει κανείς το επίπεδο διαβίωσης των γειτονικών χωρών και να θεωρεί ότι είναι κεκτημένο δικαίωμα η επίπλαστη ευημερία με δανεικά, τα οποία επιθυμεί να είναι και αγύριστα.
Όταν ανέπτυσσα αυτά τα επιχειρήματα σ’ έναν φίλο, όταν είδε ότι δεν είχε λογικά επιχειρήματα να αντιτάξει, ανέσυρε από τη φαρέτρα το τελευταίο επιχείρημα του «κοινού νου»: Εντάξει με αυτά που λες, αλλά ας τους δοκιμάσουμε και αυτούς. Αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που ορμάει και χτυπάει εθελουσίως το κεφάλι του στον τοίχο για να διαπιστώσει εάν θα σπάσει ο τοίχος ή το κεφάλι του. Επίσης δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που δοκιμάζει ηρωίνη για να έχει ιδία αντίληψη περί των βλαβερών συνεπειών της. Σε τελευταία ανάλυση, το «ας τους δοκιμάσουμε» υποβιβάζει την πολιτική επιλογή σε γευσιγνωσία, παραβλέποντας ότι μια τέτοια δοκιμή μπορεί να οδηγήσει σε μια πορεία χωρίς επιστροφή.
Συμπερασματικά, αυτά τα τρία νέα στερεότυπα επιβεβαιώνουν ένα επίμονο χαρακτηριστικό της ελληνικής νεωτερικότητας: τη φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα σε καιρούς κρίσης, την αδυναμία ορθολογικής αντιμετώπισης και στάθμισης των δεδομένων και τη μετατροπή επιθυμιών σε πραγματικότητα.
Όσα εκτέθηκαν ανωτέρω έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα. Προσπαθούν να πείσουν λογικά ένα κοινωνικό σώμα το οποίο, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, επιθυμεί, ταυτοχρόνως, παραμονή στο ευρώ, διαπραγμάτευση με τους εταίρους και όχι στάση πληρωμών, θεωρεί ότι θα ήταν καλύτερος διαπραγματευτής ο Σαμαράς και όχι ο Τσίπρας, πιστεύει ότι σε περίπτωση διαφωνίας Τσίπρα-Μέρκελ εκείνος που θα υποχωρήσει θα είναι η Μέρκελ, θεωρεί καλύτερο για πρωθυπουργό τον Σαμαρά και όχι τον Τσίπρα, ενώ επιλέγει να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει πρωθυπουργός ο Τσίπρας. Όπως μου είπε και ένας αμερικάνος αναλυτής, αυτό που βλέπω είναι πρωτόγνωρο: Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού θέλει την ατζέντα Σαμαρά με πρωθυπουργό τον Τσίπρα. Όταν μου ζήτησε να του δώσω μια λογική εξήγηση, του απάντησα ότι σηκώνω τα χέρια ψηλά. Τα αναλυτικά μου εργαλεία είναι προφανώς ανεπαρκή. Ίσως κάποιοι που έχουν ασχοληθεί με άλλες επιστημονικές ειδικότητες, πέραν της πολιτικής επιστήμης, να είναι αρμοδιότεροι.