Πλασματική πολιτική κανονικότητα

Χρίστος Αλεξόπουλος 30 Αυγ 2015

Η χώρα βρίσκεται πάλι σε προεκλογική περίοδο. Η κυβέρνηση, αφού συμφώνησε με τους εταίρους σχετικά με το περιεχόμενο του Μνημονίου Νο3, υπέβαλε την παραίτηση της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και φιλοδοξεί, μετά το ξεκαθάρισμα της κατάστασης στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με τους διαφωνούντες ως προς την παραμονή στην Ευρωζώνη, να διεκδικήσει την επανεκλογή της. Παράλληλα βέβαια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, με εμφατικό τρόπο μάλιστα, επεσήμανε με διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, ότι θα αγωνιστεί για να βελτιώσει τα μνημονιακά μέτρα αντιμετωπίζοντας τις αρνητικές τους επιπτώσεις. Από το ένα μέρος δηλαδή συμφώνησε σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις, από το άλλο όμως θα προσπαθήσει να τις βελτιώσει, διότι είναι επώδυνες. Με αυτό τον τρόπο πιστεύουν στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι θα συνεχίσουν να διατηρούν την προμετωπίδα της πρώτης κυβέρνησης της αριστεράς στην Ελλάδα.

Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ως «μοναδικός εγγυητής της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας», κατακεραυνώνει τον ΣΥΡΙΖΑ για την προσφυγή στις κάλπες και ενώ επισημαίνει την δυνατότητα διαμόρφωσης προοπτικής κυβερνητικού σχήματος από αυτή τη Βουλή, προχωρά με πολωτική λογική στην προεκλογική αντιπαράθεση.

Για το Ποτάμι η πονηρή σκέψη του πρωθυπουργού και της κυβερνητικής πλευράς «να κάνουμε τώρα εκλογές, πριν καταλάβει ο κόσμος, τι έχει να πληρώσει το φθινόπωρο» οδηγεί «σε μια τραγική για τη χώρα επιλογή». Αφού δεν γίνεται όμως αλλιώς, καλό θα είναι οι εκλογές να γίνουν γρήγορα, ώστε να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα του τόπου. Το ΠΑΣΟΚ διαπιστώνει, ότι είναι «ομολογία αδυναμίας η απόφαση Τσίπρα για εκλογές». Το κόμμα της Λαϊκής Ενότητας, το οποίο ιδρύθηκε από τους διασπασθέντες βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τα υπόλοιπα, που εκπροσωπούνται στη Βουλή, εκφράζουν την αντιμνημονιακή πλευρά και στηρίζουν την ανάκαμψη της χώρας στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Αυτή η κατάσταση δημιουργεί την εντύπωση ύπαρξης μιας αντιφατικής πολιτικής κανονικότητας στο επικοινωνιακό επίπεδο, η οποία βασίζεται στην ελκυστική πολιτικά για την πλειοψηφία των πολιτών αλληλοαπαξίωση κομμάτων και προσώπων, ενώ ταυτοχρόνως το πολιτικό σύστημα δεν καταθέτει ολοκληρωμένες, συγκεκριμένες και μακροπρόθεσμες προτάσεις για την πορεία της χώρας στο μέλλον, οι οποίες υπερβαίνουν το επίπεδο της ιδεοληψίας και του γενικευτικού πολιτικού λόγου χωρίς ουσία και γνώση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πραγματικότητας. Γι’ αυτό και είναι ανεδαφικό να γίνεται αναφορά στην ανάγκη διαμόρφωσης πολυκομματικών ή «εθνικής ενότητας» κυβερνήσεων, όταν τα κόμματα δεν έχουν στρατηγική και ολοκληρωμένες πολιτικές προτάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης, με στόχο ο διάλογος να οδηγήσει σε συγκλίσεις και συναινέσεις. Γι’ αυτό το λόγο η πολιτική αντιπαράθεση και ιδιαιτέρως η προεκλογική, έχει πολωτικά χαρακτηριστικά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η νοοτροπία των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού να οριοθετούν την πολιτική λειτουργία στο επίπεδο της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας και την τυπική κοινοβουλευτική τους δραστηριοποίηση και να μην αντιλαμβάνονται, ότι εκπροσωπούν κοινωνικές ομάδες και πολίτες, που πρέπει να εκφράζονται και στο επίπεδο διακυβέρνησης. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει ουσιαστικό πολιτικό διάλογο και συγκλίσεις, οι οποίες εκφράζουν αναλογικά και το δικαίωμα των πολιτών να συμμετέχουν εμμέσως στην κυβερνητική διαχείριση της πραγματικότητας. Φαίνεται, ότι για τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό η δημοκρατική λειτουργία εξαντλείται στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους ψηφοφόρους και όχι στην διασφάλιση της κοινωνικής προοπτικής και στην εξισορρόπιση του συνόλου των κοινωνικών αιτημάτων και συμφερόντων με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη στο πλαίσιο πολυκομματικών κυβερνήσεων, οι οποίες στηρίζονται σε ουσιαστικό διάλογο και συγκλίσεις. Ίσως αδυνατούν να καταλάβουν, ότι το πελατειακό σύστημα δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο ούτε η φοροδιαφυγή, η συντεχνιακή λογική και ο άκρατος κομματισμός.

 

Και ενώ αυτή η αντιφατική και στην ουσία τεχνητή κανονικότητα στο πολιτικό πεδίο ευδοκιμεί, η κοινωνική πραγματικότητα γεμάτη προβλήματα και αδιέξοδα οδηγείται σε συνθήκες οριακές ως προς τις ανοχές και τις αντοχές της πλειοψηφίας των πολιτών. Ορισμένα στοιχεία είναι πολύ ανησυχητικά. Η ανεργία στην Ελλάδα το τέταρτο τρίμηνο του 2014 ήταν 26,1%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2015 κυμάνθηκε στο 26,6%. Σύμφωνα δε με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (Δελτίο τύπου 08.07.2015) ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 3.884.700 άτομα. Η παιδική φτώχεια κινείται στο επίπεδο του 25,5%.

Επίσης η οικονομική προοπτική της χώρας δεν είναι θετική, διότι τα μνημόνια έχουν υφεσιακά μέτρα, τα οποία αποδομούν μια έτσι κι αλλιώς μη παραγωγική οικονομία, ενώ ταυτοχρόνως το πολιτικό σύστημα δεν έχει ούτε στρατηγική ούτε πολιτική πρόταση με συγκεκριμένο σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η μεσαία κοινωνική τάξη, η οποία στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης αποτελεί τον στυλοβάτη της κοινωνικής συνοχής, συρρικνώνεται επικίνδυνα με αποτέλεσμα την δημιουργία των προϋποθέσεων για συστημικές αναταράξεις.

Συμπληρωματικά σε αυτά λειτουργεί η μεγάλη ρευστότητα στα διάφορα κοινωνικά συστήματα λόγω της οικονομικής δυσπραγίας (δημόσια διοίκηση, κοινωνική ασφάλιση). Στο επίπεδο δε των κοινωνικών αξιών η ανυπαρξία σταθερών σημείων αναφοράς και προσανατολισμού για το άτομο και την κοινωνία προσθέτει ακόμη περισσότερες δυσκολίες στην προσπάθεια ενεργοποίησης των πολιτών με στόχο την έξοδο από την κρίση και την απελευθέρωση από τις παθογένειες του παρελθόντος.

Να μην ξεχνάμε και τις συνθήκες ανισορροπίας σε πλανητικό επίπεδο με την σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων, την ισοπέδωση των φτωχών κοινωνιών του Νότου, την μαζική μετακίνηση πληθυσμών, την ανάπτυξη του θρησκευτικού φανατισμού και την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες.Σύμφωνα με το Deutsches Institut fur Wirtschaftsforschung για παράδειγμα τα δέκα τελευταία χρόνια τα γερμανικά νοικοκυριά έχουν μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων κατά 15%. Αυτές οι πλανητικών διαστάσεων συνθήκες, ιδιαιτέρως σε περιφερειακές χώρες, διαμορφώνουν ένα ακόμη πιο δύσκολο περιβάλλον σε σχέση με τον προσανατολισμό και την δραστηριοποίηση τους στο πλαίσιο του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας και της οικονομικής αλληλεξάρτησης. Είναι εμφανές, ότι διανύουμε περίοδο μεγάλης οικονομικής αστάθειας και στασιμότητας όχι μόνο σε ανεπτυγμένες χώρες αλλά και σε δυναμικά αναδυόμενες, όπως είναι η Κίνα, η Βραζιλία και άλλες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη προβληματισμού σχετικά με το παγκόσμιο μοντέλο οικονομικής οργάνωσης.

 

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η αύξηση της ανασφάλειας για το μέλλον, η οποία πολλαπλασιάζεται χωρίς ένα σύγχρονο και λειτουργικό αξιακό σύστημα αναφοράς και την αδυναμία προσέγγισης και κατανόησης της παγκόσμιας δυναμικής από τον απλό πολίτη και τις τοπικές κοινωνίες. Γι’ αυτό και οι κοινωνικές μάζες είναι ευάλωτες στη χειραγώγηση. Λειτουργούν με καταναλωτική λογική και ταυτοχρόνως χωρίς διαγενεακή προοπτική.Το παρόν υποκαθιστά και το μέλλον και αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην αναγκαία σχεδίαση της πορείας από το ένα στο άλλο. Αυτό βεβαίως δεν συμβαδίζει με την πλασματική πολιτική κανονικότητα του πολιτικού λόγου στο επικοινωνιακό πεδίο, ως εάν οι πολιτικές εξελίξεις, όπως καταγράφονται σε αυτόν, ο οποίος είναι γεμάτος αντιφάσεις ανάλογα με τις εκλογικές στοχεύσεις, ανταποκρίνονται στις ανάγκες της επώδυνης πραγματικότητας. Αυτού του είδους η κανονικότητα στοχεύει στην δημιουργία μιας εικονικής πραγματικότητας, η οποία, ευελπιστούν τα κόμματα, θα είναι εκλογικά θετική.

 

Όταν όμως παγιώνονται σταδιακά συνθήκες αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων και αναδύονται προβλήματα κοινωνικής συνοχής στην πραγματική ζωή και όχι σε αυτήν της εικονικής πραγματικότητας στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας, με προέκταση την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και των συμφερόντων που υπηρετεί, τότε τίθεται το ερώτημα για την προοπτική της Δημοκρατίας. Όσο περισσότερο τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό της αφαιρούν το ουσιαστικό περιεχόμενο και την χρησιμοποιούν ως διαδικαστικό εργαλείο για την διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, τόσο περισσότερο φθείρουν την προοπτική της. Η ευθύνη είναι μεγάλη. Δυστυχώς όμως δεν συνειδητοποιείται.

Μια συστηματική παρατήρηση και ανάλυση ακόμη και του θεσμικού πολιτικού λόγου, όπως είναι αυτός του Προέδρου της Βουλής ή του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, καταδεικνύει με τρόπο εκκωφαντικό την φθορά, που προκαλείται στους δημοκρατικούς θεσμούς. Αρκεί να αναφερθούν αποσπάσματα από μια τοποθέτηση της Προέδρου της Βουλής, σύμφωνα με την οποία «η κυβέρνηση παραιτήθηκε στα μουλωχτά» και την απάντηση της κυβέρνησης, ότι η Πρόεδρος της Βουλής λειτουργεί «δικτατορικά και ήταν λάθος η επιλογή της». Και αυτά δεν είναι τα μοναδικά, ούτε και περιορίζονται μόνο στην κυβερνητική πλευρά, αλλά καλύπτουν το σύνολο των κομμάτων του Κοινοβουλίου. Εάν αυτή η επικοινωνιακή πραγματικότητα αποτελεί και την πολιτική κανονικότητα, τότε η χώρα δεν έχει προοπτική. Οι αντιφάσεις του λόγου των κομμάτων και των θεσμών στην μεταξύ τους επικοινωνία φανερώνουν την πλασματική εικόνα της πραγματικότητας, που κατασκευάζουν (π.χ. με την άσκηση κριτικής στις προεκλογικές προθέσεις και τακτικές των αντιπάλων και όχι σε προτάσεις, διότι δεν υπάρχουν) και επιδιώκουν να αξιοποιήσουν για εκλογικό όφελος. Και αυτό δεν τιμά κανένα, ενώ ταυτοχρόνως βλάπτει την κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο αλλά και τους πολίτες. Εκτός και αν η μετάλλαξη της κοινωνίας σε άβουλο μόρφωμα και των πολιτών σε εξαρτήματα ικανοποίησης συστημικών αναγκών αποτελούν τον ύψιστο πολιτικό στόχο.