Μετά από τόσα χρόνια οικονομικής δυσπραγίας στην Ελλάδα όλοι συμφωνούμε στο ότι η παιδεία αποτελεί πυλώνα ανάπτυξης. Αλλά στη συνέχεια δε συμφωνούμε σε τίποτα για την σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ώστε να φτάσουμε στην πολυπόθητη ανάπτυξη!
Αν εξετάσουμε τις σχετικές πρωτοβουλίες στην ευρωπαϊκή κοινότητα θα διαπιστώσουμε ότι βασικό κλειδί για μια επιτυχή σύξευξη εκπαίδευσης- αγοράς εργασίας αποτελούν τα Πλαίσια Προσόντων, τα Εθνικά και το Ευρωπαϊκό, τα οποία οφείλουν να είναι εναρμονισμένα. Το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων δομείται σε 8 επίπεδα, με περιγραφικούς δείκτες γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων που αναλύουν και περιγράφουν τα προσόντα του κάθε πολίτη. Αποτελεί μηχανισμό που διευκολύνει την αναγνώριση των προσόντων του ενεργού πληθυσμού στην Ευρώπη, κάτι σημαντικό για τους Έλληνες που σήμερα αναζητούν μαζικά εργασία στα διάφορα κράτη μέλη.
Για να αποκτήσουν τα πλαίσια αξία για τον πολίτη, πρέπει να γίνουν «αναγνωρίσιμα». Πολλές χώρες ήδη αναγράφουν συστηματικά τα επίπεδα του Εθνικού και του Ευρωπαϊκού πλαισίου προσόντων στους τίτλους σπουδών που χορηγούν (πιστοποιητικά, διπλώματα, παραρτήματα διπλώματος Europass, συμπληρώματα πιστοποιητικού Europass). Για τη χώρα μας δεν είναι ακόμη αυτό εφικτό. Γιατί; Γιατί υπάρχουν ακόμη ιδεοληπτικές αγκυλώσεις στην ελληνική «δημόσια δωρεάν» εκπαίδευση, που μας εμποδίζουν να συγκλίνουμε με τις ευρωπαϊκές πρακτικές.
Το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων είναι πλήρως συμβατό με το πλαίσιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση που θέσπισε η Διαδικασία της Μπολόνιας, στην οποία η χώρα μας, περισσότερο από όλα τα κράτη μέλη, δεν έχει ευθυγραμμιστεί ικανοποιητικά. Η αιτία είναι ότι θίγονται «συντεχνιακές» ισορροπίες της εθνικής μας επαγγελματικής αγοράς, με ισχυρότερη τροχοπέδη τη στάση των διπλωματούχων μηχανικών. Η μη εναρμόνιση με τις διαδικασίες Μπολόνια οδηγεί σε δυσκολίες αντιστοίχισης του Εθνικού πλαισίου με το Ευρωπαϊκό στα επίπεδα 6 και 7.
Η διεύρυνση της Μπολόνιας προς τις αντιλήψεις της «Δια Βίου Μάθησης» έδωσε έμφαση στην σύντομη μεταλυκειακή εκπαίδευση. Στη χώρα μας ακόμη είναι θολό το τοπίο στον σύντομο (μονοετή-διετή) μεταλυκειακό κύκλο σπουδών, παρόλο που στην υπόλοιπη Ευρώπη σημαντικό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού χτίζει επαγγελματική πορεία με προσόντα αυτού του επιπέδου, εξασφαλίζονστας στις χώρες ποιοτικό μεσαίο τεχνικό προσωπικό που συντελεί τα μέγιστα στην σταθερότητα μιας αναπτυξιακής πορείας. Παραμένουν λοιπόν μεγάλα προβλήματα σχετικά με το ποιοι εθνικοί τίτλοι περιέχονται στο επίπεδο 5 του Ευρωπαϊκού πλαισίου.
Η επιτυχής εφαρμογή ενός Πλαισίου Προσόντων προϋποθέτει την προσαρμογή της διδακτέας ύλης, των προγραμμάτων σπουδών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ώστε να αποκτώνται τα μαθησιακά αποτελέσματα των Πλαισίων. Αυτό συνεπάγεται αλλαγή των προγραμμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με την συμβολή και της αγοράς εργασίας. Ο στόχος αυτός είναι πολύ δύσκολος για μια χώρα όπου η κατάρτιση του προγράμματος σπουδών θεωρείται εσωτερική υπόθεση των διδασκόντων, στη βάση μιας στρεβλής αντίληψης της «αυτόνομης» λειτουργίας των ανώτατων ιδρυμάτων.
Ακόμη, πιστοί σε ιδεοληπτικές αντιλήψεις εκπαίδευσης, αρνούμαστε να αγκαλιάσουμε μη τυπικές μορφές εκπαίδευσης και παραμένουμε προσκολλημένοι αποκλειστικά στο μη βιώσιμο τυπικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Οι Ευρωπαϊκές συστάσεις όμως δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην μη τυπική εκπαίδευση. Η χώρα μας υστερεί.
Τέλος, δυσκολευόμαστε να συντάξουμε και τη «λίστα» συμμετοχής στο διάλογο για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων, ώστε να συμπεριλάβουμε όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς. Όλοι οι εταίροι στο χώρο της εκπαίδευσης, κατάρτισης, και αγοράς εργασίας θα πρέπει να συνεργάζονται για την διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού Πλαισίου Προσόντων. Στη χώρα μας, οι αψιμαχίες στο βωμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων, δεν επιτρέπουν γενναία βήματα προσεγγίσεων.
Κάτω από την πίεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης η χώρα μας, αργά ή γρήγορα, θα προσαρμοστεί στις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων. Είναι ο μόνος δρόμος για μια επιτυχή σύξευξη εκπαιδευτικού και επαγγελματικού πεδίου, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητά μας. Είναι λοιπόν δυστύχημα που η χώρα μας ακολουθεί τις ευρωπαϊκές διαδικασίες με βήματα βαριά, ενώ θα έπρεπε, εφόσον βρίσκεται σε τόσο δύσκολη οικονομική θέση, να «σέρνει τον χορό».