Κατέβασα και τα σκυλιά να κατουρήσουν. Από την ώρα που τα έβαλα πίσω στην κλούβα τους, έμειναν κουλουριασμένα και δεν γάβγισαν. Ήσυχα. Εκείνη πέθαινε ξανά μες στο κεφάλι μου κι αυτά ούτε ένα γαβ, μη με αποσπάσουν απ' τον θάνατό της. Αλλά ούτε τα αρνιά, ούτε τα κόκκινα αρνιά με τράβηξαν έξω από τον θάνατό της.
Τα παρατηρούσα στο λιβάδι πίσω από το βενζινάδικο όσο τα σκυλιά έπιναν νερό από το λεκανάκι. Ένα κοπάδι πρόβατα. Αρνιά. Τα αρνιά βαμμένα κόκκινα. Αυτά είδα πρώτα. Καμιά εικοσαριά αρνιά με τις μανάδες τους. Ύστερα πρόσεξα το μαύρο πρόβατο που βοσκούσε στην άκρη αποκομμένο. Όταν σηκώνοντας το κεφάλι του με αντιλήφθηκε, έμεινε να με κοιτάζει επίμονα σαν να με κοίταζε στα μάτια. Κοιταζόμασταν στα μάτια βαθιά, αναγνώριζε ο ένας τον εαυτό του στον άλλον.
Για να απογαλακτιστούν τα αρνιά και να περάσουν στο χορτάρι, ο βοσκός έβαψε κόκκινη τη ράχη τους, να μην τα αναγνωρίζει η μάνα τους, να μην τα θηλάζει. Κάθε φορά που κάποιο έσκυβε κάτω από την κοιλιά της κι έχωνε τη μουσούδα του στον μαστό, γύριζε η προβατίνα και το έδιωχνε με το κεφάλι. Το έβλεπε κόκκινο και της φαινόταν ξένο. Αναπηδούσε να μην της πιάσει τη θηλή και το έσπρωχνε μακριά με το κεφάλι της βελάζοντας, αναζητώντας το πραγματικό παιδί της. Βέλαζε αυτή, βέλαζε αυτό, βέλαζαν όλα τα κόκκινα αρνιά. Τα φαντάστηκα να διαισθάνονται το μέλλον τους: πάνω απ' τα κάρβουνα και να γυρίζει η σούβλα, να γυρίζει, να γυρίζει. Ο βοσκός τα φυλάει απ' τον λύκο, αλλά στο τέλος τα τρώει αυτός.
Δεν ξέρω αν γι' αυτόν τον λόγο την κοπάνησαν, αν έφυγαν γι' αυτόν τον λόγο απ' το λιβάδι τους. Ήρθαν πάντως κι εντάχθηκαν στην ιστορία της μάνας μου, εισέβαλαν στο άλλο λιβάδι δίπλα στο ποτάμι.
Γεωργία Τάτση
Πίσω από τον ήχο του νερού
Εκδόσεις Βακχικόν 2022