Το δημοκρατικό κράτος δικαίου δεν μπορεί να μετεωρίζεται ανάμεσα σε «νόμιμες» και σε «πολιτικά μη παραδεκτές» παρακολουθήσεις του κινητού τηλεφώνου ενός πολιτικού αρχηγού. Η γεμάτη αντιφάσεις ανακοίνωση του Πρωθυπουργού για το μείζον θέμα της επικαιρότητας, εγείρει σοβαρά ζητήματα όχι μόνο για την ουσία της «επισύνδεσης» αλλά και γύρω από την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης · ζητήματα για τα οποία το πρωθυπουργικό γραφείο έχει ήδη δεχτεί σοβαρή και ευθύβολη κριτική από έγκυρους νομικούς και πολιτικούς. Μέσα από ένα μείγμα υπεροψίας, κρυψίνοιας και παρερμηνείας, το Μαξίμου μετατράπηκε, δυστυχώς, σε απολογητή των «σκιών» της δημοκρατίας. Ο συγκεντρωτισμός του «επιτελικού κράτους» γέμισε ρωγμές, όταν η αιφνίδια τυχαιότητα (;) ενός παράνομου λογισμικού ξύπνησε τις απωθημένες μνήμες ενός όχι και τόσο μακρινού παρακράτους. Αυτό είναι άλλωστε και το βασικό πολιτικό θέμα, το οποίο προσπαθεί να υποβαθμίσει η κυβέρνηση.
Η ελληνική μεταπολιτευτική δημοκρατία συγκροτήθηκε πάνω στην παραδοχή πως «η ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης» των πολιτών από το παρακράτος καθώς και οι επιλεκτικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων από τις λεγόμενες «μυστικές υπηρεσίες» δεν ανήκει πλέον – δεν μπορεί να ανήκει- στη δημόσια σφαίρα. Παρ’ όλο που διάφορες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης εκτέθηκαν συχνά στους κινδύνους της παρακρατικής ενημέρωσης από τους «εθνικούς κοριούς» (υπόθεση Τόμπρα, υπόθεση Γρυλλάκη), το κράτους δικαίου θωρακίστηκε: οι «μυστικές υπηρεσίες» έπαψαν να είναι μοχλός πολιτικών και κοινωνικών διακρίσεων, ενώ οι «μυστικές πληροφορίες» περιορίστηκαν σε απόρρητα θέματα εθνικής ασφάλειας. Στην ώριμη μεταπολίτευση, οι τραυματικές μνήμες από το ανεξέλεγκτο παρακράτος εξομαλύνθηκαν από το θεσμικό αντίβαρο της δημοκρατικής ασφάλειας καθώς και από τις ισχυρές εγγυήσεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Ακόμη και σήμερα, στον 21ό αιώνα, στον αιώνα των τεχνολογικών κυβερνο-επιθέσεων, των διάτρητων ψηφιακών συστημάτων και των ηλεκτρονικών εγκλημάτων, κανένα σοβαρό κόμμα δεν διανοείται να υποστηρίξει ότι η «ευάλωτη δημοκρατία» δικαιολογεί ή προϋποθέτει την «επιτηρούμενη δημοκρατία». Για αυτό, άλλωστε ως πολίτες καλούμαστε -και οφείλουμε- να έχουμε εμπιστοσύνη στα σχετικά υπουργεία και στις αντίστοιχες υπηρεσίες : επειδή στη δημοκρατία δεν υπάρχουν «μυστικά» και κρυφές εξουσίες αλλά έλεγχος και λογοδοσία. Αυτό ορίζει ο συνταγματικός και δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος.
Οι δικαιολογίες, ωστόσο, που διαβάζουμε γύρω από την υπόθεση της «επισύνδεσης» του κινητού του κ. Ανδρουλάκη, συνιστούν μια συγκεχυμένη αποποίηση της πολιτικής ευθύνης. Όλα εντέλει ήταν και νόμιμα και λανθασμένα και συγγνωστά και μη επιτρεπτά. Παραθέτω από τη δήλωσή του κ. Μητσοτάκη : «Και επειδή η λέξη ευθύνη προέρχεται από το επίθετο ευθύς, επαναλαμβάνω ευθέως: αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!». Πολύ φοβάμαι πως, με τη αυτή τη δήλωση, ο Πρωθυπουργός υποτίμησε την «ηθική της ευθύνης», η οποία επιτάσσει συγκεκριμένες ενέργειες και «καθαρές λύσεις» για τη διαλεύκανση και τη διάφανη διαχείριση αυτής της δύσκολης υπόθεσης. Με τη δήλωσή του, ο κ. Μητσοτάκης δημιούργησε συνθήκες πολιτικής αβεβαιότητας και «μη κανονικότητας». Αλήθεια, η παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού μπορεί να εξαρτάται από την πληροφόρηση ενός Πρωθυπουργού και από την έγκριση ενός εισαγγελέα ; Και γιατί, άραγε, δεν είχε προβλεφθεί ένα πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο, σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα ; Ήδη, στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης αντιμετωπίζονται με διστακτική επιφύλαξη.
Δίπλα στις «επισυνδέσεις», επομένως, προστίθενται και οι πολιτικές επιπλοκές της επόμενης μέρας. Ενόψει μάλιστα του ενδεχομένως χαοτικού τοπίου που θα προκύψει μετά από τις επικείμενες εκλογές με τη λεγόμενη «απλή αναλογική», οι γέφυρες των συνεργασιών μοιάζουν να είναι κομμένες. Ας μη γελιόμαστε. Δύσκολα, πλέον, ένας προοδευτικός πολίτης μπορεί πλέον να εμπιστευθεί την ψήφο του σε ένα κόμμα, που ενώ ήρθε στην εξουσία για να αποκαταστήσει το σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές και αξίες μετά την ανεκδιήγητη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, παραδέχεται πως είναι (ή, έστω, σταδιακά έγινε) ανίδεος όμηρος όσων κρύβονται πίσω από τις «σκιές». Μένει πλέον στο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ) να διεκδικήσει όχι το ρόλο του θύματος αλλά το ρόλο του πρωταγωνιστή στη θωράκιση των δικαιωμάτων των πολιτών, στην ασφάλεια της χώρας αλλά και στην κυβερνητική σταθερότητα μετά τις εκλογές. Τα στελέχη της ΝΔ που βιάζονται να «ρίξουν» το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να θυμούνται πως, αντίθετα με τη θερινή αγορά, στην πολιτική, ο Αύγουστος δεν είναι «ο μήνας των εκπτώσεων». Ακριβώς επειδή στη δημοκρατία δεν υπάρχουν εκπτώσεις.