Την ώρα που εμείς χρειάζεται να παλέψουμε με νύχια και με δόντια για να κρατηθούμε στο ευρώ, μεγάλες προσπάθειες και πολιτικές πρωτοβουλίες απαιτούνται σε ολόκληρη την Ευρώπη ώστε να διασφαλιστεί ότι θα επιβιώσει το ενιαίο νόμισμα, ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση που ξεκίνησε πριν από εξήντα χρόνια δεν θα ακυρωθεί αλλά θα προχωρήσει. Η κρίση βαθαίνει όσο οι πολιτικές περιορίζονται σε μικρά, ατελή βήματα, υπογραμμίζουν διανοητές, πολιτικοί, επιχειρηματικοί και κοινωνικοί παράγοντες, προειδοποιώντας ότι απειλείται το τέλος του ευρώ. Με μυωπική ιδιοτέλεια κάποιοι άλλοι δεν κρύβουν ότι αυτό ακριβώς επιδιώκουν. Εκεί στοιχηματίζουν και πάλι κερδοσκοπικά κεφάλαια και τράπεζες από τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο, ή ψάχνουν να καλυφθούν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Αν για εμάς ο κίνδυνος είναι άμεσος – η τύχη μας παίζεται μέσα στο δίμηνο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου -, τα χρονικά περιθώρια της ευρωζώνης φαίνονται οπωσδήποτε μεγαλύτερα. Αυτό που διακυβεύεται όμως πέρα από την Ελλάδα είναι πελώριο: μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη μεταπολεμική αναταραχή που θα φέρει σοβαρή οικονομική επιδείνωση σε παγκόσμια κλίμακα για χρόνια• για δεκαετίες, επιπλέον, διακυβεύονται η ευημερία, η προοπτική, οι κοινές αξίες, ακόμα και η ειρηνική συμβίωση πεντακοσίων εκατομμυρίων Ευρωπαίων. Τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα, οπότε ίσως να ακούγεται παράξενο. Διακρίνεται ωστόσο μια αναλογία ανάμεσα στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στη χώρα μας και εκείνες που ακινητοποιούν την εκτεθειμένη στην κρίση Ευρώπη: τα πολιτικά συστήματα αδυνατούν να ορίσουν ένα ευρύτερο κοινό καλό πειστικά για τους πολίτες, να συνθέτουν συγκρουόμενα επιμέρους συμφέροντα σε κοινή προοπτική προς όφελος του συνόλου. Αυτό μοιάζει να είναι το κεντρικό πρόβλημα της δημοκρατίας στις μέρες μας, των οικονομικών ολοκληρώσεων και των παγκοσμιοποιημένων αγορών.
Ηδη από τον Ιανουάριο ο ιταλός Πρωθυπουργός Μάριο Μόντι είχε εκφράσει φόβους μπροστά στην αναβίωση εθνικών προκαταλήψεων στην Ευρώπη, τους επανέλαβε αυτή την εβδομάδα στο «Spiegel». Και έδωσε λαβή για αρκετές παρεξηγήσεις όταν υποστήριξε ότι οι κυβερνήσεις δεσμεύονται μεν από τα κοινοβούλιά τους, έχουν όμως επίσης την υποχρέωση να τα «διαπαιδαγωγούν», εκθέτοντας στους εκλεγμένους αντιπροσώπους των κοινωνιών με σαφήνεια ποιες επιλογές είναι πραγματικά διαθέσιμες και πλήρως τις συνέπειές τους. Υστερούμε, η ισχυρή Γερμανία κατά πρώτο λόγο, υπονόησε. Πιο ανοικτές επικρίσεις διατυπώνει ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Προχθές δεν χαρακτήρισε μόνο «διαχειρίσιμη» πλέον, αν και διόλου επιθυμητή, μιαν ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, απαντώντας σε επίμονα ερωτήματα γερμανίδας δημοσιογράφου. Πολύ εντονότερα πρόβαλλε τις εθνικές έχθρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που αναβιώνουν ανησυχητικά στην Ευρώπη. Τις νομίζαμε ιστορικά βαθιά θαμμένες, τώρα τις βλέπουμε εκατοστά μόλις κάτω από το έδαφος, λέει.
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι διαβεβαιώνει ότι η ευρωζώνη θα διατηρηθεί με 17 χώρες-μέλη – κατηγορηματικά απέκλειε επιστροφή στη λιρέτα ή στη δραχμή την περασμένη Πέμπτη – και προϊδεάζει για νέες αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, της Ιταλίας και της Ισπανίας ιδίως όπου η ύφεση χειροτερεύει με τα επιτόκια να καλπάζουν. Κατευναστικά μπορεί να λειτουργήσει μια γενναία παρέμβαση της ΕΚΤ, εφόσον αποσυνδεθεί από τις πιέσεις στις δύο χώρες να υπαχθούν σε πρόγραμμα, που τροφοδοτούν εθνικιστικά, αντιευρωπαϊκά συναισθήματα (να μην καταντήσουμε σαν την Ελλάδα, λένε Ιταλοί πολιτικοί). Μόνο προσωρινά όμως και πάλι. Μοιάζει εξάλλου με εισαγωγή των ευρωομολόγων – κοινοτικοποίηση του χρέους – «από την πίσω πόρτα», χωρίς την πολιτική, δημοκρατική νομιμοποίηση για τη δημοσιονομική ένωση από τους πολίτες της Ευρώπης, την οποία υποστηρίζουν ένθερμα οι Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα-Ρίμελιν στο μανιφέστο που συνέταξαν για το εκλογικό προγραμματικό συνέδριο του SPD (κατά παραγγελία του προέδρου του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ). Με δημοψηφίσματα προτείνουν έτσι να μεταβιβαστούν εθνικές κυριαρχίες σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, τόσο για να αποκατασταθεί δημοσιονομική ισορροπία όσο και για να ρυθμιστούν αποτελεσματικά οι αγορές και συνάμα να ενισχυθεί ο συντονισμός οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών ώστε να αρθούν οι διαρθρωτικές ανισορροπίες.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή ανοίγει ξανά η συζήτηση για τη σωτηρία της Ευρώπης – «ενάντια στη δημοκρατία της πρόσοψης», τη φαινομενική δηλαδή, τιτλοφορούν το κείμενό τους οι γερμανοί διανοητές. Οι αντιστάσεις θα είναι ισχυρές – ακόμα και εδώ πόσοι είναι έτοιμοι να μεταβιβάσουν θεσμικά την κυριαρχία επί του προϋπολογισμού στην Ευρώπη; Αξίζει να τη δοκιμάσουμε όμως. Αλλους τρόπους δεν έχουμε.