Η κόρη μου είναι ερωτευμένη με τον Κωστή Μαραβέγια. Σιγά την είδηση, θα μου πείτε. Δεκάδες χιλιάδες κόρες είναι ερωτευμένες με τον Κωστή Μαραβέγια. Δίχως καμία πρόθεση να αγνοήσω την επετηρίδα και να μη σταθώ κι εγώ στην ουρά ως υποψήφιος πεθερός, επιτρέψτε μου να επιμείνω ιδιαιτέρως στα αισθήματα της κόρης μου για τον Κωστή Μαραβέγια. Πανύψηλος στα μάτια της, κούκλος, σαν στενόμακρος Κλούνεϊ στον τελικό του καμπιονάτο, διαθέτει συν τοις άλλοις και την ιδανική διαφορά ηλικίας από την κόρη μου, αν έχεις σαν πρότυπό σου τον Ανδρέα Παπανδρέου: η κόρη μου πάτησε προ τετραμήνου στα έξι και ο Μαραβέγιας οσονούπω σαρανταρίζει. Εντάξει, εντάξει. Δεν επιμένει άλλο. Θα περιμένει να ωριμάσουν και τα δικά του αισθήματα.
Τον απολαύσαμε οικογενειακώς πέρυσι και πρόπερσι το καλοκαίρι στην Πάρο. Ο Μαραβέγιας έχει –και, κυρίως, μεταδίδει– αυτό που λέμε «χαρά της ζωής», σε αντίθεση με τους περισσότερους συναδέλφους του, ιδίως τους όψιμα στρατευμένους, που συναγωνίζονται –κατά τη ρήση του Γιάννη Ζουγανέλη, σε μια υπαίθρια συναυλία του– «ποιος θα δείχνει πιο πολύ στενοχωρημένος». Η κόρη μου παρευρέθηκε επίσης στη συναυλία του Ζουγανέλη και πρέπει να πω στον Μαραβέγια (γιατί με τον Κωστή πλέον θα τα λέμε όλα) πως ούτε ο Ζουγανέλης την άφησε συναισθηματικά αδιάφορη, μολονότι την έκανε διαρκώς να γελάει και της αποσυντόνιζε τη λίμπιντο – για να μην επεκταθούμε στη δική τους διαφορά ηλικίας. Όχι, ούτε συζήτηση. Έχει αποφασίσει. Μαραβέγιας δαγκωτό.
Η κόρη μου λατρεύει όλα τα τραγούδια του Μαραβέγια –και τα αστεία του Μαραβέγια, και τα τσαλίμια του, ακόμη και τον τρόπο που χαμογελάει ή φτερνίζεται–, αλλά εθνικός της ύμνος είναι το «Πιο χαμηλά, Λόλα, πιο χαμηλά». Ως έμπειρος πλέον μαραβεγιολόγος, έχω παρατηρήσει ότι οι στίχοι των τραγουδιών του έχουν μια σπάνια πλαστικότητα, ένα χαμαιλεοντισμό με την καλή έννοια: παίρνουν το σχήμα κάθε ακροατή ξεχωριστά και τον οδηγούν σε συνειρμούς που συνάδουν με τα βιώματά του. Αλλιώς προσλαμβάνει το «Πιο χαμηλά, Λόλα, πιο χαμηλά» ένα εξάχρονο αγγελούδι σαν την κόρη μου κι αλλιώς ένας μεσήλικας ματάκιας στο Άλσος. Εμένα πάλι, που η ενασχόληση με την πολιτική μού έκανε μεγάλη ζημιά, αυτό το τραγούδι έρχεται κι επανέρχεται στο μυαλό μου όποτε υποπίπτουν στην αντίληψή μου άθλοι αθλίων.
Καθότι άνθρωπος καλοπροαίρετος, πάντοτε θεωρώ ότι στην κατηφόρα του λαϊκισμού, όπου κατρακυλάμε ανεμπόδιστα κι ευφρόσυνα τα τελευταία χρόνια, πρέπει από καιρό να έχουμε πιάσει πάτο – και πάντοτε εκπλήσσομαι δυσάρεστα όταν συνειδητοποιώ πως, όχι, δεν πιάσαμε πάτο ακόμη, υπάρχει και πιο χαμηλό σκαλοπάτι. Τη μια ακούω ένα συνάδελφο στη Βουλή να θέλει να εγκαταστήσει ιδίοις εξόδοις ένα εικονοστάσι για να προσεύχεται – και να το ανακοινώνει, βεβαίως-βεβαίως, στους ψηφοφόρους του. Την άλλη βλέπω στην τηλεόραση κάποιους να μας γλείφουν ως τον πιο υπέροχο λαό του κόσμου, τον πιο γαμάτο, τον πιο σούπερ ντούπερ, για να μας πουλήσουν σερβιέτες, φρυγανιές ή σαλαμάκια. Προχτές, μόλις, η κυβέρνηση ζήτησε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης πιστοποιητικό θρησκευτικών φρονημάτων. Χτες ένας δραπέτης δολοφόνος διάβασε μπροστά στην κάμερα μια ανιαρή μπροσούρα πιο βαριεστημένα και από Μεξικανό τραπεζοϋπάλληλο κατά τη σιέστα. Σήμερα; Αύριο; Μην το ψάχνεις. Πιο χαμηλά, Λόλα, πιο χαμηλά.