«Ο Κωνσταντίνος έκρυψε τα μάτια του στη χούφτα του. Πρώτη φορά αισθάνουνταν την ασχήμια του πολέμου, όταν ο αντίπαλος είναι αγνός κι ευγενικός, και άλλο κακό δεν έκανε παρά να γεννηθεί σε ξένη κι εχθρική φυλή…»
[Στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου]
—της Μαρίας Τοπάλη—
Τον φετινό Απρίλιο* συμπληρώνονται 70 χρόνια από την αυτοκτονία της Δέλτα. Αν τα πράγματα ακολουθούσαν αναμενόμενη πορεία, το Στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου θα είχε γυριστεί ταινία. Και θα ’ταν γρήγορη ταινία, ρομαντική, υπερπαραγωγή. Κάτι ανάμεσα σε «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» και «Καζαμπλάνκα». Θα πρωταγωνιστούσαν όλοι οι σταρ που διαθέτουμε. Γιατί, όπως μας είπε η μεταφράστρια Τατιάνα Λιάνη, «ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης [:πρωταγωνιστική φιγούρα στον Βουλγαροκτόνο ] είναι σταρ». Διαχρονικός, θα συμπληρώναμε: «πιάνει» από την εποχή των γιαγιάδων μας μέχρι και τις σημερινές νέες γυναίκες. Μετρώντας με τη γλώσσα των προσφύγων και των γκασταρμπάιτερ, έχουμε κιόλας «τρεις γενιές» γυναικών ερωτευμένων με τον Κρηνίτη, κι ολοταχώς βαδίζουμε στην τέταρτη. Αν γυρίζαμε σήμερα την ταινία – μήπως να ‘ταν καλύτερα ελληνο-βουλγαρική παραγωγή;- θα κάναμε, βεβαίως, πιο σύγχρονη ανάγνωση. Θα δείχναμε πιο ανοιχτά τον έντονο, ανάμεσα στους άντρες, ερωτισμό (Νικήτας-Γρηγόρης, Κωνσταντίνος-Μιχαήλ)? τα αγγίγματα και τα φιλιά, τις φλογερές ματιές που αλλάζουν μεταξύ συνεχώς. Θα τονίζαμε τα σημεία όπου αναγνωρίζεται η λεβεντιά και η γενναιότητα του αντιπάλου. Θα ξεχώριζαν οι αντιφατικές μορφές, πάνω από όλους ο Δραξάν, Βαλκάνιος συντριμμένος ανάμεσα σε φυλές, αγάπες, παρορμήσεις. (Κρυφοκοιτάζοντάς τον να προσεύχεται ο Κρηνίτης συνειδητοποιούσε πως «…ο εχθρός του ήταν άνθρωπος, και μπορούσε να υποφέρει όσο κι αυτός ο ίδιος. […] όπως εκείνος υπηρετούσε την πατρίδα του, έτσι και ο Δραξάν για την πατρίδα του πολεμούσε, πως είχε παραβεί όρκο δοσμένο στον αντίπαλο του, πως είχε αφήσει τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τα πλούτη και τις τιμές του Βυζαντίου, για να γυρίσει στα βουνά του και να τα διαφεντέψει.»). Ίσως να υπήρχε στην ατμόσφαιρα (της ταινίας) λίγος ή περισσότερος από τον μαγικό ρεαλισμό, που η Ζατέλη παρενέβαλε στο βλέμμα μας, αντικρίζοντας το μακεδονικό τοπίο.
Έπειτα θα γυρίζαμε ταινία και το «prequel», το Για την πατρίδα. Πιο πρώιμο, το έργο αυτό, λιγότερο εξελιγμένο, όπου η συγγραφέας δοκιμάζει σιγά-σιγά τις δυνάμεις της – και το κοινό της. «Η Δέλτα», μας λέει η Χριστίνα Κάλλας/Καλογεροπούλου, που διδάσκει σενάριο στο ΑΠΘ και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά, «είναι ο Τσαρλς Ντίκενς της ελληνικής λογοτεχνίας». Τα λόγια συναντιούνται με ανάλογο σχόλιο του Παλαμά που το 1910, έχοντας διαβάσει το Παραμύθι χωρίς όνομα,γράφει στην Πηνελόπη: «…σα να βρίσκω μέσα του [:στο Παραμύθι] κάποιον αντίλαλο από το βρετανικό χ ι ο ύ μ ο ρ, κάτι από Τεκερέη, από Ντίκενς, από Σουίφτ, από Στερν…!» Η Δέλτα διαθέτει στόφα μεγάλου αφηγητή. «Είναι η μεγαλύτερη storyteller που είχε ποτέ η Ελλάδα», λέει η Κάλλας/Καλογεροπούλου. Ενδεικτικά των γεμάτων πάθος σχέσεων ανάμεσα σε άντρες (όμοιές τους δεν είναι άγνωστες ούτε στη βικτωριανή λογοτεχνία…) τα ακόλουθα λόγια που ανταλλάσσουν οι Μιχαήλ Ιγερινός και Νικήτας ( στον Βουλγαροκτόνο) «- Ο Κωνσταντίνος είναι πιο ανεξάρτητος από σένα, είπε ο Νικήτας. Και όμως σ’ αγαπά όπως τον αγαπάς, και σου το απέδειξε τη μέρα που έσχισε τα μούτρα του Βουλγάρου που σε μαστίγωνε. Μα βλέπει και πιο ψηλά. – Ναι! είπε με καμάρι ο Μιχαήλ. Βλέπει πιο ψηλά απ’ όλους μας, και είναι δυνατότερος απ’ όλους μας, και από σένα, Νικήτα, που θρησκεία σου έκανες τη θέληση του υπερήφανου και αλύγιστου Δαφνομήλη, και από τον Δαφνομήλη ακόμα, που τυφλά λατρεύει τη σιδερένια ψυχή του Βασιλέα του, που τον εδάμασε κι αυτόν! Ο Κωνσταντίνος όμως λατρεία του έκανε μονάχα μιαν ιδέα, την Πατρίδα. Λύνεται από κάθε προσωπικότητα, είναι ανεξάρτητος, δεν έχει ανάγκη από κανένα… Ενώ εγώ τον έχω ανάγκη στη ζωή μου…». Αφήγηση οπτικο-ακουστική, πρόσωπα γεμάτα πάθος μα και γεμάτα αντιφάσεις, ήρωες με τους οποίους ταυτίζεται όχι μονάχα το παιδί μα κι ο ενήλικος, επισημαίνει περαιτέρω η Χ.Κ. Και μια ροή των γεγονότων, θα προσθέταμε, που δανείζεται, αναπλάθοντάς την μαστορικά, την δραματικότητα της Ιστορίας καθεαυτή, ενός πεπρωμένου αυτονόητου σαν βραχώδες τοπίο, χωρίς happy end, χωρίς ευκολίες και απλουστεύσεις.
Αυτή, ωστόσο, η εξέχουσα συγγραφέας με το ανήσυχο, επαναστατημένο, κριτικό και ερευνητικό πνεύμα, η βασανισμένη ψυχή, η προικισμένη αφηγήτρια, η μεγαλοαστή διανοούμενη, ασφυκτιά ως αναγνωστική δυνατότητα στην εποχή μας υπό το βάρος ενός παράξενου συνδυασμού παρεξηγήσεων, μιζέριας και ενοχής…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art