«Ο Κωνσταντίνος έκρυψε τα μάτια του στη χούφτα του. Πρώτη φορά αισθάνουνταν την ασχήμια του πολέμου, όταν ο αντίπαλος είναι αγνός κι ευγενικός, και άλλο κακό δεν έκανε παρά να γεννηθεί σε ξένη κι εχθρική φυλή…»
[Στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου]
—της Μαρίας Τοπάλη—
Τον φετινό Απρίλιο* συμπληρώνονται 70 χρόνια από την αυτοκτονία της Δέλτα. Αν τα πράγματα ακολουθούσαν αναμενόμενη πορεία, το Στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου θα είχε γυριστεί ταινία. Και θα ’ταν γρήγορη ταινία, ρομαντική, υπερπαραγωγή. Κάτι ανάμεσα σε «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» και «Καζαμπλάνκα». Θα πρωταγωνιστούσαν όλοι οι σταρ που διαθέτουμε. Γιατί, όπως μας είπε η μεταφράστρια Τατιάνα Λιάνη, «ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης [:πρωταγωνιστική φιγούρα στον Βουλγαροκτόνο ] είναι σταρ». Διαχρονικός, θα συμπληρώναμε: «πιάνει» από την εποχή των γιαγιάδων μας μέχρι και τις σημερινές νέες γυναίκες. Μετρώντας με τη γλώσσα των προσφύγων και των γκασταρμπάιτερ, έχουμε κιόλας «τρεις γενιές» γυναικών ερωτευμένων με τον Κρηνίτη, κι ολοταχώς βαδίζουμε στην τέταρτη. Αν γυρίζαμε σήμερα την ταινία – μήπως να ‘ταν καλύτερα ελληνο-βουλγαρική παραγωγή;- θα κάναμε, βεβαίως, πιο σύγχρονη ανάγνωση. Θα δείχναμε πιο ανοιχτά τον έντονο, ανάμεσα στους άντρες, ερωτισμό (Νικήτας-Γρηγόρης, Κωνσταντίνος-Μιχαήλ)? τα αγγίγματα και τα φιλιά, τις φλογερές ματιές που αλλάζουν μεταξύ συνεχώς. Θα τονίζαμε τα σημεία όπου αναγνωρίζεται η λεβεντιά και η γενναιότητα του αντιπάλου. Θα ξεχώριζαν οι αντιφατικές μορφές, πάνω από όλους ο Δραξάν, Βαλκάνιος συντριμμένος ανάμεσα σε φυλές, αγάπες, παρορμήσεις. (Κρυφοκοιτάζοντάς τον να προσεύχεται ο Κρηνίτης συνειδητοποιούσε πως «…ο εχθρός του ήταν άνθρωπος, και μπορούσε να υποφέρει όσο κι αυτός ο ίδιος. […] όπως εκείνος υπηρετούσε την πατρίδα του, έτσι και ο Δραξάν για την πατρίδα του πολεμούσε, πως είχε παραβεί όρκο δοσμένο στον αντίπαλο του, πως είχε αφήσει τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τα πλούτη και τις τιμές του Βυζαντίου, για να γυρίσει στα βουνά του και να τα διαφεντέψει.»). Ίσως να υπήρχε στην ατμόσφαιρα (της ταινίας) λίγος ή περισσότερος από τον μαγικό ρεαλισμό, που η Ζατέλη παρενέβαλε στο βλέμμα μας, αντικρίζοντας το μακεδονικό τοπίο.
Έπειτα θα γυρίζαμε ταινία και το «prequel», το Για την πατρίδα. Πιο πρώιμο, το έργο αυτό, λιγότερο εξελιγμένο, όπου η συγγραφέας δοκιμάζει σιγά-σιγά τις δυνάμεις της – και το κοινό της. «Η Δέλτα», μας λέει η Χριστίνα Κάλλας/Καλογεροπούλου, που διδάσκει σενάριο στο ΑΠΘ και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά, «είναι ο Τσαρλς Ντίκενς της ελληνικής λογοτεχνίας». Τα λόγια συναντιούνται με ανάλογο σχόλιο του Παλαμά που το 1910, έχοντας διαβάσει το Παραμύθι χωρίς όνομα, γράφει στην Πηνελόπη: «…σα να βρίσκω μέσα του [:στο Παραμύθι] κάποιον αντίλαλο από το βρετανικό χ ι ο ύ μ ο ρ, κάτι από Τεκερέη, από Ντίκενς, από Σουίφτ, από Στερν…!» Η Δέλτα διαθέτει στόφα μεγάλου αφηγητή. «Είναι η μεγαλύτερη storyteller που είχε ποτέ η Ελλάδα», λέει η Κάλλας/Καλογεροπούλου. Ενδεικτικά των γεμάτων πάθος σχέσεων ανάμεσα σε άντρες (όμοιές τους δεν είναι άγνωστες ούτε στη βικτωριανή λογοτεχνία…) τα ακόλουθα λόγια που ανταλλάσσουν οι Μιχαήλ Ιγερινός και Νικήτας ( στον Βουλγαροκτόνο) «- Ο Κωνσταντίνος είναι πιο ανεξάρτητος από σένα, είπε ο Νικήτας. Και όμως σ’ αγαπά όπως τον αγαπάς, και σου το απέδειξε τη μέρα που έσχισε τα μούτρα του Βουλγάρου που σε μαστίγωνε. Μα βλέπει και πιο ψηλά. – Ναι! είπε με καμάρι ο Μιχαήλ. Βλέπει πιο ψηλά απ’ όλους μας, και είναι δυνατότερος απ’ όλους μας, και από σένα, Νικήτα, που θρησκεία σου έκανες τη θέληση του υπερήφανου και αλύγιστου Δαφνομήλη, και από τον Δαφνομήλη ακόμα, που τυφλά λατρεύει τη σιδερένια ψυχή του Βασιλέα του, που τον εδάμασε κι αυτόν! Ο Κωνσταντίνος όμως λατρεία του έκανε μονάχα μιαν ιδέα, την Πατρίδα. Λύνεται από κάθε προσωπικότητα, είναι ανεξάρτητος, δεν έχει ανάγκη από κανένα… Ενώ εγώ τον έχω ανάγκη στη ζωή μου…». Αφήγηση οπτικο-ακουστική, πρόσωπα γεμάτα πάθος μα και γεμάτα αντιφάσεις, ήρωες με τους οποίους ταυτίζεται όχι μονάχα το παιδί μα κι ο ενήλικος, επισημαίνει περαιτέρω η Χ.Κ. Και μια ροή των γεγονότων, θα προσθέταμε, που δανείζεται, αναπλάθοντάς την μαστορικά, την δραματικότητα της Ιστορίας καθεαυτή, ενός πεπρωμένου αυτονόητου σαν βραχώδες τοπίο, χωρίς happy end, χωρίς ευκολίες και απλουστεύσεις.
Αυτή, ωστόσο, η εξέχουσα συγγραφέας με το ανήσυχο, επαναστατημένο, κριτικό και ερευνητικό πνεύμα, η βασανισμένη ψυχή, η προικισμένη αφηγήτρια, η μεγαλοαστή διανοούμενη, ασφυκτιά ως αναγνωστική δυνατότητα στην εποχή μας υπό το βάρος ενός παράξενου συνδυασμού παρεξηγήσεων, μιζέριας και ενοχής. Πόσο μονόπαντα και καταχρηστικά προτάθηκε και επαινέθηκε επί σειρά δεκαετιών από τις στρατιές των φυσικών της αντιπάλων, των θρησκόληπτων εθνικιστών, αυτή η δημοτικίστρια, η αντικληρική, η μαχήτρια των ανανεωτικών και καινοτόμων ιδεών για την εκπαίδευση, η επικριτική της ελληνικής στενομυαλιάς και αρτηριοσκλήρωσης! Αλλά δεν είναι άγνωστη τακτική μια κυρίαρχη ιδεολογία να «ενσωματώνει» με τον τρόπο αυτό έναν «εχθρό», καθιστώντας τον άσφαιρο κι ακίνδυνο, παραμορφώνοντάς τον. Και πόσο άδικη μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποκαθήλωσης, θεμελιοκρατική όσο και επαρχιώτικη, που επιχειρεί με άκαμπτες δικανικές εφορμήσεις να σταθεί τώρα μικρόψυχα αντικειμενική, θεωρώντας πως βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Βάζει, δηλαδή, στο νεκροτομείο το βασανισμένο και ανυπότακτο σώμα των κειμένων της Πηνελόπης για να το κόψει άχαρα κομματάκια, να το φωτίσει με πολιτικά ορθό «νέον» και να το παραδώσει, επιτέλους, στη συγκατάβαση- δηλαδή στη λήθη. Τύχη «λαμπρή» παραμορφωτικής ενσωμάτωσης επιφυλάχθηκε άλλοτε και στον βαθιά αντι-εκκλησιαστικό, στον μαχητικό δημοτικιστή Παλαμά. Σήμερα περάσαμε και ως προς αυτόν με ευκολία στο άλλο άκρο, της συγκαταβατικής απόρριψης. Καταγινόμαστε, βλέπεις, εξίσου παθιασμένα, με την «ενσωμάτωση» του Ελύτη- και πάει λέγοντας… Όταν κάποτε ηρεμήσει ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του το εκκρεμές μας, θα έχουμε ενηλικιωθεί, δυνάμενοι, ίσως να απολαύσουμε. Φανταστείτε, λέει, να παραδινόταν, μετά από ανάλογη νεκροτομή, στην ίδια απορριπτική συγκατάβαση ο εθνικιστής Κλάιστ, ο παιδαριωδώς φανατικός Μαγιακόφσκυ… Ενώ ο πομπώδης, ο φανταχτερός Ελύτης ας αναπαύεται για την ώρα στις δάφνες του…(ανάλογη προβληματική αναπτύσσει καυστικά η Τ. Δημητρούλια περί μιας «πολιτικά ορθής» επανανάγνωσης των κλασικών στην Αμερική του Ομπάμα, «Καθημερινή», 3.4.2011).
Η μητέρα μου παθιαζόταν με τα Μυστικά? εγώ με τον Βουλγαροκτόνο (που τον μοιράζομαι με την Τατιάνα Λ.) και με τον Τρελλαντώνη ενώ η Κάλλας με το Για την Πατρίδα. Η μεγάλη μου κόρη στην αρχή αρνήθηκε πεισματικά να καταδεχτεί τη Δέλτα πλάι στη Ρόουλιγκ και στον Πούλμαν- μα ήρθε και για εκείνη ο καιρός της να λατρέψει τον Μάγκα. Την έδιωχνε η ίδια αποφορά της ναφθαλίνης που και τη Δέλτα, ως παιδί, την απομάκρυνε από τα «ελληνικά» πολιτισμικά προϊόντα, πληγώνοντάς την ταυτόχρονα. «Αυτό το «Οι Έλληνες», πάντα πονούσε» σημειώνει η Πηνελόπη στις «Πρώτες Ενθυμήσεις» («ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά της έργα», πιθανολογεί στο τέλος του προλόγου του στο σκληρό και συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό της έργο ο Π.Α. Ζάννας). Πιο κάτω η Δέλτα σημειώνει: «Ήταν απόλαυση το γαλλικό μάθημα. Αντιθέτως προς το καθαρευουσιάνικο ελληνικό, το καταλάβαινα και το απολάμβανα. Μάθαινα. Ενώ στο ελληνικό παπαγάλιζα. Και ήταν και αυτό άλλη μια αιτία να νιώθω φυλετική κατωτερότητα.»
Χρωστάμε στην σπουδαία Πηνελόπη μια βιογραφία που δε γράφτηκε ακόμη. Μια ταινία που ακόμη δε γυρίστηκε. Την οφείλουμε στο κακοποιημένο παιδί που υπήρξε, όταν οι υπηρέτριες διέσωζαν αυτήν ή τα αδέρφια της από τον βαρύ ξυλοδαρμό που χάριζαν οι βάναυσοι γονείς Εμμανουήλ Μπενάκης και Βιργινία, το γένος Χωρέμη. Η κακοποίηση της Δέλτα από τον διάσημο πατέρα, από τη μητέρα, από τις αγγλίδες νταντάδες οφείλει να βρει τη θέση της στον πολιτισμό μας: όχι στις υποσημειώσεις παρά μέσα στις μεγάλες μας αφηγήσεις. Το ότι μια γυναίκα τέτοιων βιωμάτων και προδιαγραφών βρίσκει τη δύναμη να ζήσει και να γράψει, διαρκώς βέβαια ρέποντας προς την αυτοκτονία, διαρκώς αυτοσκηνοθετούμενη ως δραματική πρωταγωνίστρια για να ταΐσει η ίδια τις αδηφάγες Σκύλλα και Χάρυβδη της δημιουργίας και της συγγραφής, του στοχασμού και της κριτικής, θα μπορούσε και να μας ενθουσιάσει, ως κοινό. Παραδειγματίσει. Εμπνεύσει. Η Δέλτα, η ελληνίδα Σέλμα Λάγκερλεφ, που ενώνει τόσες φλέβες σε μια πένα, τόσους καιρούς και τόσες γλώσσες, είναι εξαιρετικά σημαντική και προικισμένη για να τη χαρίσουμε στους παπάδες και στους γυμνασιάρχες της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Πρόσφατα οι εκδόσεις Εστία προχώρησαν σε επανέκδοση κάποιων βιβλίων της, εμπλουτισμένων με χρονολόγιο του Π.Α. Ζάννα και με διαφορετικό, κάθε φορά επίμετρο, γραμμένο από επιστήμονες, συγγραφείς, κριτικούς. Το κείμενο της Άλκης Ζέη, που συνοδεύει, έτσι, τον Τρελλαντώνη απηχεί, εκτός από τη γνωστή πιπεράτη δροσιά και σπιρτάδα της επιτυχημένης συγγραφέως, τη μεγάλη συγγένεια που τη συνδέει με τη Δέλτα. Η Ζέη είναι, νομίζουμε, η καθαρόαιμη επίγονος της Δέλτα τόσο στο ύφος όσο και στη θεματολογία. Ταμπεραμέντο συγγενές αλλά πολύ ευτυχέστερο, κι ας μην έλειψαν ούτε από τη δική της βιογραφία οι περιπέτειες. Τρία, τουλάχιστον, στοιχεία μας επιτρέπουν να διακρίνουμε παραλληλισμούς: Πρώτα η εκ των έσω αφήγηση της παιδικότητας, με τα μάτια και τα επιχειρήματα του παιδιού, και η σε πρώτη και τελευταία ανάλυση νομιμοποίηση και δικαίωσή της- πράγματα δηλαδή καθόλου αυτονόητα ούτε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ήταν παιδί η Δέλτα, ούτε στη δεκαετία του 20 και του 30, όταν ήταν παιδί η Ζέη, ούτε και σήμερα ακόμα, από πολλές απόψεις. Το χιούμορ, έπειτα, που αναβρύζει από τον αβίαστο χειρισμό του αμέσως προηγούμενου στοιχείου, οδηγώντας το τελευταίο σε κωμική αντιπαράθεση με τα αυτονόητα του κόσμου των ενηλίκων. Η ιστορική, τέλος διάσταση, ο διαφορετικής υφής αλλά αναντίρρητος ρομαντισμός κι ο ιδεαλισμός που κινούν τους ήρωες, προσθέτοντας μεγαλύτερες ή μικρότερες δόσεις «παιδικότητας» στους ενήλικους κόσμους. Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, που θα δικαιολογούσαν, νομίζουμε, συζητήσεις και μελέτες, με πρώτη απ’ όλες τη διάσταση του φύλου. Αρκεί εδώ να επισημάνουμε ότι η συγγραφική ύπαρξη της Ζέη προϋπέθετε τη Δέλτα: «Πρώτη φορά που έβρισκα σ’ ένα βιβλίο παιδιά αληθινά σαν και μας, με τις σκανταλιές τους, τις σχέσεις μεταξύ τους και τις σχέσεις τους με τους μεγάλους έτσι ακριβώς όπως τις ζούσαμε κι εμείς». Και παρακάτω: «Αν δεν είχε προϋπάρξει εκείνη, δεν θα ξέραμε εμείς οι επόμενες γενιές πώς πρέπει να ‘ναι ένα παιδικό βιβλίο για να κάνει το παιδί να το αγαπήσει». Μόνο που όταν διάβαζε με το φακό κάτω από τα σκεπάσματα η μικρή Άλκη τον Τρελλαντώνη δεν κινδύνευε να κακοποιηθεί βάναυσα όπως μερικές δεκαετίες προηγουμένως η μικρή Πηνελόπη Μπενάκη, που έκανε, ωστόσο, το ίδιο ακριβώς, διαθέτοντας για βιβλία το μεγαλύτερο μέρος από το χαρτζιλίκι της. Η Ζέη είναι, λοιπόν, περισσότερο φυσική και ανάλαφρη- και είναι αναμφίβολα η επόμενη μεγάλη, κινηματογραφική μας συγγραφέας (το Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου και η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα είναι δυο σπουδαία ελληνικά μεταπολεμικά βιβλία.)
ελληνικά μεταπολεμικά βιβλία.)
Εκεί όμως που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μιαν ανάγνωση ολοκληρωμένη, εμφορούμενη από μεγάλη συγκίνηση αλλά μην υποστέλλοντας την κριτική και τον στοχασμό, είναι στο επίμετρο του Απόστολου Δοξιάδη στα Μυστικά του Βάλτου. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα κριτικά κείμενα που, όσο μας είναι δυνατόν να γνωρίζουμε, γράφτηκε από Έλληνα συγγραφέα τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό το δοκίμιο μας χόρτασε. Κατά μία έννοια θα αρκούσε να παραπέμψουμε σε αυτό για το σύνολο, περίπου, των σημείων διαλόγου που επιχειρούμε να θέσουμε με το παρόν σημείωμα. Έχοντας υπόψη του τις σύγχρονες προσεγγίσεις του έργου της Δέλτα, κάνοντας άλλωστε συνεχείς αναφορές στον ομότιτλο τόμο καθώς και στα σταδιακά εκδιδόμενα Ημερολόγια και την Αλληλογραφία της, ο Δοξιάδης πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα. Εντάξει ο εθνικισμός και οι παραποιήσεις της ιστορίας, μας λέει, ασχολούμενος, μάλιστα, με αυτό ακριβώς το βιβλίο της που σήμερα δέχεται τα περισσότερα πυρά. Αλλά είναι άραγε αυτό το ζήτημα; Μα, αν ήταν έτσι, αποτολμούμε να προεκτείνουμε τη σκέψη του, είναι πολλά τα κλασσικά βιβλία που δεν θα άντεχαν τη σύγχρονη κριτική. Τι είναι αυτό που εμπόδισε ανθρώπους όπως ο Δοξιάδης που, όπως εντίμως καταθέτει, κάθε λόγο θα είχε ως παιδί προσφύγων (η υπογράφουσα είναι, κατά σύμπτωση, στη θέση να μπορεί να προσυπογράψει απολύτως και τη βιωματική τούτη κατάθεση του Α.Δ.) να διαβάσει τα Μυστικά ως ένα κήρυγμα μίσους; Είναι, παρατηρεί εύστοχα, το άλλο εκείνο βιβλίο-μέσα-στο-βιβλίο, που κρυμμένο στην προφανή πλοκή μας επιτρέπει βαθύτερες ταυτίσεις. Κάτι συμβαίνει με τη χρήση του τοπίου ( ο Δοξιάδης επικαλείται την ελιοτική αντικειμενική συστοιχία, μα νομίζω πως είναι, εκτός από αυτό, και άλλα ακόμη, περισσότερα), με τη διάπλαση των χαρακτήρων, με τη φλογερή τους επιδίωξη που μας επιβάλλει την ταύτιση με το κουκούτσι και όχι με το περιτύλιγμα: τη δυνατότητα του δοσίματος, όχι τον εκάστοτε ιστορικό αποδέκτη του. Δεν είναι το in concreto ιδανικό. Δεν είναι καν η πατρίδα. Είναι η ιδιότητα της ψυχής να αρπάζει φωτιά και να αναλώνεται. Η ένθεση τούτης της δυνατότητας στο τέλειο σκηνικό. Η πλήρης ταύτιση με το θύμα-ήρωα και η λυτρωτική μα απελπισμένη (ενίοτε όμως χιουμοριστική) αντίδραση-αναπήδηση του ήρωα ακόμη κι όταν βαδίζει στο χαμό του.
Είναι ο μαγικός τρόπος με τον οποίο γράφουν στην οθόνη του μυαλού μας τα φοβισμένα μάτια του Γιωβάν και της Αλεξίας, οι βασανισμένες ψυχές του Μιχαήλ και του Δραξάν, τα βαλτώδη ονειρικά τοπία όπου οι γλώσσες ανακατεύονται και σμίγουν. Είναι ο θάνατος, εκεί που είναι αδύνατο κάθε άλλο, απαγορευμένο, σμίξιμο. Λέει, η Ζέη, πως συναντήθηκε με τον Πλωρίτη στο Παρίσι κι ήταν κι οι δυο σε θέση να απαγγείλουν φράσεις ολόκληρες από τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου. Είμαστε κι άλλοι, πολλοί και πολλές που μας συνέβη το ίδιο σε άλλες περιστάσεις. Πόση όμως έκπληξη δοκιμάζουμε τώρα, που έρχονται στο φως τα ημερολόγια και βλέπουμε τις ίδιες φράσεις να σκηνοθετούν τα ψυχικά πάθη της ίδιας της Δέλτα, τη «λαύρα» του δικού της «καημού». Στο σημείο αυτό θα επικαλεστούμε πάλι τον Δοξιάδη και τις βυθομετρήσεις που επιχειρεί στις συγγραφικές προβολές του κακοποιημένου παιδιού, καθρεφτίζοντας τα Μυστικά στις Πρώτες Ενθυμήσεις. Όπως πλήθος συγγραφέων, ιδιαίτερα γυναικών, η Δέλτα γίνεται παρανάλωμα του συγγραφικού της εαυτού. Δεν ξεχωρίζει από ένα σημείο και μετά ζωή και γραφή. Ζει τραγικά, αυτό-σκηνοθετείται διαρκώς, πεθαίνει γράφοντας και γράφει πεθαίνοντας.
Παραδόσεις, πολιτισμοί, γλώσσες, ταυτότητες συνωθούνται μέσα της? την κατακαίουν. Καλείται να βάλει σε τάξη ολόκληρους ωκεανούς, χωρίς να υπάρχει τίποτε δεδομένο στη θέση, στο φύλο, στη γλώσσα της. Αυτοδίδακτη και αυτό-προγραμματιζόμενη διανύει τεράστιες αποστάσεις και αφήνει (όπως και ο Παλαμάς!) τον κόσμο της ελληνικής γραφής εντελώς διαφορετικό από ό,τι της παραδόθηκε. Γράφει ημερολόγια, ιστορικά αφηγήματα, επιστολές και παραμύθια παλεύοντας με τα μητρικά καθήκοντα, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, την βαριά κατάθλιψη, τις αυτοκτονικές τάσεις. Η γραφή της είναι πολιτική πράξη, από το ιδιωτικό στο δημόσιο, συστατική της σύγχρονης συγγραφικής ελληνικής ταυτότητας. «Δεν υπάρχει ανάλογο αφηγηματικό διάβημα στη βραχύχρονη διαδρομή εγχώριου έντυπου γυναικείου λόγου. Η Δέλτα δεν έχει πίσω της κληρονομιές στην παραγωγή γραφής από ελληνίδες ομότεχνές της, δεν πατάει σε καμία «ιστορική συνέχεια» παραδεδομένης ευγλωττίας. Πρόκειται για ένα εγχείρημα δίχως προηγούμενο, όπου το εγώ προβάλλει για πρώτη φορά καταιγιστικά και εκτατικά στα ελληνικά γράμματα. Μια γυναίκα λοιπόν καταθέτει την εν θερμώ εμπειρία, τοποθετεί το ερωτικό συναίσθημα στο ανατομικό τραπέζι. Από τα εν οίκω στα εν δήμω.» επισημαίνει διεισδυτικά η Ιωάννα Πετροπούλου (Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 15.5.2009) συζητώντας την έκδοση του σχολιασμένου από τη Δέλτα Ημερολογίου του ιδανικού αγαπημένου της, του Ίωνα Δραγούμη. Πιστεύουμε ότι, τηρουμένων των αναλογιών, το επιχείρημα ευσταθεί και ως προς την «καθεαυτό» λογοτεχνική γραφή της.
Ο τρόπος που πραγματεύεται η Δέλτα την ύλη της, εμπαθής ώστε να προσφέρει τα καθαρτήρια «έλεος» και «φόβο», είναι μολαταύτα λεπτός, διαφοροποιημένος. Οι ταυτίσεις που μας επέτρεψε, τα ταξίδια στα οποία μας οδήγησε, η ατόφια τροφή που παρείχε στη φαντασία μας δεν έχουν όμοιό τους στα ελληνικά γράμματα ακριβώς επειδή δεν είναι χοντροκομμένη, διδακτική, απλουστευτική. Κι ας υπόκειται του έργου της μια κατακλυσμιαία υπαρξιακή παρόρμηση. Φυσικά στο τέλος καταρρέει- θα μας εξέπληττε το αντίθετο.
Αυτοκτονεί αυτοσκηνοθετούμενη, έτσι όπως έζησε. Πριν συμπληρώσει τα 67 της χρόνια ανοίγει την πόρτα της εξόδου, της ξεκούρασης από τον σκληρό της αγώνα. Μα την ανοίγει με το ίδιο αποφασιστικό και κοντρολαρισμένο χέρι που είχε χαράξει τη μέχρι τότε πορεία της. Επιγράφοντας τον τάφο της με τη λέξη «σιωπή» υποβάλλει μία, τουλάχιστον, κατεύθυνση: Την απελπισμένη πείνα, που δεν περιμένει πια τον κορεσμό της. Οι βασισμένες σε απλοϊκά, διπολικά σχήματα αναγνώσεις της, τα «υπέρ» και τα «κατά», καιρός να μπουν στο χρονοντούλαπο. Οι χειραφετημένες αναγνώστριες και οι αναγνώστες του σήμερα, οι ενήλικες που σεβάστηκαν πάντοτε το παιδί μέσα τους, οι πιτσιρικάδες του Τόλκιν και της Ρόουλιγκ, οι αδηφάγοι καταναλωτές του χιούμορ, του ρομαντικού πάθους και της φαντασίας θα θητεύσουν ξανά και ξανά στα μεγάλα κείμενά της.
* Σημείωση: το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Books’ Journal τον Μάιο του 2011 (τεύχος 7).