Πικρές αλήθειες από ΔΝΤ και Σόιμπλε

Μιχάλης Κυριακίδης 19 Δεκ 2016

Είναι γνωστό πως σε αυτή τη χώρα δε μάθαμε να συζητούμε. Μάθαμε όμως να συνθηματολογούμε  και να κατασκευάζουμε εγχώριους και εξωτερικούς εχθρούς στους οποίους φορτώνουμε όλα τα λάθη και τα δεινά μας. Συχνά δεν ασχολούμαστε με το περιεχόμενο, την ουσία μιας δήλωσης ή ενός άρθρου, αλλά με το ποιος το γράφει.

Αυτή την περίοδο είναι στο στόχαστρο, δύο «εξωτερικοί εχθροί»: Ο Τόμσεν και ο Σόιμπλε.

Δεν γνωρίζω εάν  είναι σωστά τα στοιχεία που παραθέτουν ο Πώλ Τόμσεν και ο Μορίς Όμπστφελντ  στο πρόσφατο άρθρο τους, που προκάλεσε αντιδράσεις όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Και οι δύο από διαφορετικές σκοπιές.  Αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι ότι απομονώνονται κάποιες εκφράσεις  ή θέσεις και αγνοείται το σύνολο του σκεπτικού.

Τι λέει λοιπόν το ΔΝΤ;

Πρώτον, αναγνωρίζει πως η  περιοριστική δημοσιονομική πολιτική οδηγεί σε αδιέξοδο. Πως ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% είναι ανέφικτος , θα οδηγήσει σε επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα και θα επιβραδύνει την ανάπτυξη, που είναι το ζητούμενο για να βγούμε από την κρίση.

Επισημαίνει ακόμη πως  «οι δαπάνες  τα τελευταία χρόνια  για αγαθά και υπηρεσίες έχουν περικοπεί δραματικά»  και τονίζει πως αυτή η συμπίεση δεν μπορεί να διατηρηθεί, όπως άλλωστε φαίνεται και από τα παράπονα ότι τα νοσοκομεία λειτουργούν χωρίς σύριγγες, τα λεωφορεία είναι ακινητοποιημένα λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, κ.λπ.  Για το λόγο αυτό δε συμφωνούν  με την  περαιτέρω μείωση των δαπανών κατά 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2018, όπως σχεδιάζει η κυβέρνηση.

Ποιος διαφωνεί με τις παραπάνω επισημάνσεις;

Όμως το ΔΝΤ προχωρά σε προτάσεις, καθόλου βολικές για τους κυβερνώντες σήμερα, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης. Αλήθειες που δεν ομολογούμε  και αποφεύγουμε να συζητήσουμε επί της ουσίας.

Το ΔΝΤ υποστηρίζει πως θα πρέπει να διευρυνθεί η φορολογική βάση. Δηλαδή, εκτός από την πάταξη της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να πληρώνουν περισσότεροι φόρους.

Αναφέρει λοιπόν ότι η Ελλάδα παρέχει εξαιρετικά γενναιόδωρες φορολογικές εκπτώσεις, οι οποίες επιτρέπουν σε πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος. Αντίθετα, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία, μόνο το 5% και το 6% αντίστοιχα της  φορολογικής βάσης εξαιρείται (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη ευρωζώνη είναι περίπου 8%).

Είναι μια πρόταση που το πολιτικό μας σύστημα δεν τολμά να αγγίξει. Το αφορολόγητο έπεσε από  12.000 στις 9.000 και στη συνέχεια στις 8.500. Έτσι, απαλλάσσοντας  από την φορολόγηση όσους δεν φτάνουν ή δε δηλώνουν αυτό το όριο, υπερφορολογεί τους υπόλοιπους, δηλαδή οι έχοντες εισοδήματα πάνω από 8.500 πληρώνουν επιπλέον φόρους που αντιστοιχούν σε αυτούς που έχουν ή δηλώνουν χαμηλότερα. Έτσι, πολλοί καταφεύγουν στην φοροδιαφυγή, διότι δεν αντέχουν το φορολογικό βάρος που τους επιβάλλεται. Με αυτή την λογική η φοροδιαφυγή αυξάνεται, αντί να μειώνεται και μένουν ακόμη λιγότεροι για να σηκώσουν τα φορολογικά βάρη.

Το ΔΝΤ προτείνει να πέσει πολύ πιο χαμηλά το αφορολόγητο και με αναλογικό τρόπο να συμβάλλουν όλοι οι πολίτες στα έσοδα του κράτους.

Υποστηρίζει ακόμη πως  το Ασφαλιστικό μας σύστημα δεν είναι βιώσιμο, καθώς η Ελλάδα κατά μέσον όρο καταβάλει το 11% του ΑΕΠ της για συντάξεις, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε είναι 2,5%.

Είναι κανείς που διαφωνεί με αυτήν την άποψη;

Οι περικοπές που έγιναν μέχρι τώρα σε μισθούς και συντάξεις, έγιναν χωρίς σχέδιο και στόχο. Για τον λόγο αυτό δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Για τον λόγο αυτό δεν ήταν μεταρρυθμίσεις, αλλά απλές περικοπές… Αποσπασματικές περικοπές, χωρίς να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα συνδυάζει την περιοριστική πολιτική που ήταν απαραίτητη, με παράλληλα αναπτυξιακά μέτρα.

Αναπτυξιακά μέτρα σημαίνει κίνητρα για επενδύσεις με χαμηλή φορολογία για τους επενδυτές, περιορισμό του κράτους, αλλά και ποιοτική αναβάθμισή του με εξειδικευμένους υπαλλήλους που θα το καθιστούν ευέλικτο και αποτελεσματικό.

Προϋποθέτει, επίσης, ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, δηλαδή ένα συναινετικό κλίμα που θα δημιουργεί ασφάλεια και σταθερότητα για όποιον αποφασίσει να διακινδυνεύσει τα χρήματά του για επενδύσεις.

Τέλος, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει πως το Ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και καμία από τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις δεν θα το καταστήσουν βιώσιμο, αν δεν συνοδευτούν με μία σημαντική ελάφρυνσή του, δηλαδή «κούρεμά» του.

Ένα άλλο πρόσωπο που βρίσκεται στο στόχαστρο, είναι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε. Μισητό πρόσωπο στην Ελλάδα. Είναι σαφές πως πολλοί, εντός και εκτός Ελλάδας, δεν συμφωνούν με την οικονομική πολιτική που επιβάλλει στην Ευρώπη. Και σε πολλά έχουν δίκιο.

Όμως, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το δίκιο του Σόιμπλε είναι πως δεν μας έχει εμπιστοσύνη. Θεωρεί πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν διδάχθηκε από την κρίση. Και την ώρα που ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας του ασκεί δριμύτατη κριτική, σπεύδει να τον επιβεβαιώσει με τις δημαγωγικές εξαγγελίες του περί «13ου μισθού», που ούτε 13ος είναι, ούτε μισθός ή σύνταξη. Πέρα από τις προβλεπόμενες στο μνημόνιο διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθήσει, ο κ. Τσίπρας απέδειξε πως είναι ο γνήσιος εκφραστής της παλαιοκομματικής νοοτροπίας…

Απέδειξε ακόμη πως δεν έχει στα χέρια του ούτε σχέδιο, ούτε όραμα.

Γιατί, όμως αντιδρούν οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί στις προτάσεις του ΔΝΤ;

Όπως σωστά επισημαίνει ο Δημ. Σκάλκος στο άρθρο του στο Liberal, «Δυστυχώς, η Ευρωζώνη, αιχμάλωτη των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών της, αδυνατεί να αρθρώσει ένα συνεκτικό πολιτικό λόγο που θα απαντά στα προβλήματα των υπερχρεωμένων κρατών-μελών της.»

Η ΕΕ, που περνά μια περίοδο έντονης κρίσης που απειλεί τη συνοχή της, αδυνατεί να δει την πραγματικότητα και εμφανίζεται ουσιαστικά πιο «νεοφιλελεύθερη» από το «κακό ΔΝΤ».

Είναι βέβαιο ότι οι ηγέτες της ΕΕ και της Ευρωζώνης ειδικότερα, αντιλαμβάνονται πως η παρατεταμένη λιτότητα στις χώρες του νότου και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, δεν οδηγεί στην έξοδο από την κρίση. Ωστόσο, απορροφημένοι από τα εσωτερικά τους προβλήματα- και τις αντιθέσεις- αναβάλλουν  τις δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον.

Ακόμη πιο απαισιόδοξα είναι τα πράγματα για το εγχώριο πολιτικό μας σύστημα, το οποίο αναλώνεται  σε κραυγές, αντιπαραθέσεις και επικοινωνιακές κορώνες, άνευ ουσίας και σοβαρότητας.

Όσον αφορά στην κυβέρνηση Τσίπρα- Καμμένου, δεν μπορούμε να αναμένουμε, παρά μόνον συνέχιση της καταστροφικής για τη χώρα πορείας, σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές διεθνές περιβάλλον.

Η δημοκρατική αντιπολίτευση, σήμερα, δεν πρέπει να συνεχίζει να πολιτεύεται όπως την προ της κρίσης περίοδο. Είναι καιρός να συνταχθεί από κοινού ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Ένας κοινός οδικός χάρτης που παρά τις διαφορές, που είναι θεμιτές και αναπόφευκτες, θα στείλει στις αγορές και στους εταίρους μας το μήνυμα πως υπάρχει μια άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα της σοβαρότητας και της συναίνεσης, που είναι αποφασισμένη να οδηγήσει με σχέδιο τη χώρα  προς την ανάπτυξη και την έξοδο από την κρίση.