Tο ότι η Ελλάδα είναι διχασμένη ανάμεσα σ’ αυτούς που λίγο πολύ αποδέχονται έστω και σαν αναγκαίο κακό το Μνημόνιο και εκείνους που διαφωνούν κατηγορηματικά, είναι λίγο-πολύ γνωστό. Μια άλλη διαφωνία, ωστόσο, που χωρίζει την ελληνική κοινωνία και έχει λιγότερο επισημανθεί, είναι αυτή ανάμεσα στους κάτω των 50 και στους μεγαλύτερους. Κι ίσως να είναι εξίσου ενδιαφέρουσα γιατί δείχνει πόσο πιστεύουμε αν έχουμε πιάσει πάτο ή όχι.
Σε γενικές γραμμές οι πιο ηλικιωμένοι είναι περισσότερο ανεκτικοί στις θυσίες και πιο πιστοί στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία, ενώ οι νεότεροι ψηφοφόροι έχουν γυρίσει για τα καλά την πλάτη τους στο ΠΑΣΟΚ και είναι πιο δεκτικοί σε ριζικές ανατροπές του πολιτικού συστήματος.
Φυσικά, αυτό μπορεί να οφείλεται στον φυσικό συντηρητισμό της ηλικίας. Πολλοί, ωστόσο, υποστηρίζουν πως οι παλαιότερες γενιές αναγνωρίζουν ότι τα πράγματα ακόμα και σήμερα μπορεί να πάνε πολύ χειρότερα και γι’ αυτό είναι πιο προσεκτικοί στις αντιδράσεις τους. Αντιθέτως, οι νέοι θεωρούν περίπου ως κεκτημένο το επίπεδο διαβίωσης που είχαμε έως πρόσφατα και αντιδρούν πολύ πιο έντονα στις μειώσεις.
Η αίσθηση αυτή υπάρχει και στους περισσότερους σχολιαστές. Εχει επισημανθεί για παράδειγμα, ότι στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας η Ελλάδα φτώχυνε περισσότερο από όσο φτώχυνε η Μεγάλη Βρετανία στον πρώτο πόλεμο.
Πρόκειται, φυσικά, για παρακινδυνευμένη σύγκριση. Πώς μετριέται το πολεμικό ΑΕΠ; Με τανκς και με κανόνια; Γιατί για παράδειγμα στην Αγγλία μετά τον δεύτερο πόλεμο τα τρόφιμα δίνονταν με δελτίο έως το 1954! Κι ακόμα, πόση ήταν η αμερικανική βοήθεια και με τι χρέος βγήκε η Αγγλία από τους πολέμους;
Όμως, το πραγματικό ερώτημα είναι δόκιμο. Ηταν αναπόφευκτη η μείωση του ΑΕΠ κοντά στο 25% αυτήν την τριετία ή φταίει η συνταγή της τρόικας; Κι έχουμε πράγματι πιάσει πάτο ή μπορεί να πάμε και χειρότερα;
Η απάντηση, φυσικά, είναι «εξαρτάται». Αν η Ευρώπη, για παράδειγμα, ήταν διατεθειμένη να περιμένει και συμφωνούσε σε μια πιο ήπια προσαρμογή -καλύπτοντας τα ελλείμματα με πρόσθετο δανεισμό-, προφανώς θα είχαμε αποφύγει μια τόσο μεγάλη ύφεση.
Με δεδομένη λοιπόν τη στάση της κ.Μέρκελ, η ύφεση ήταν αναπόφευκτη. Και πάλι, ωστόσο, θα μπορούσε να ήταν μικρότερη αν δεν είχε τεθεί θέμα αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ -που έδιωξε τις καταθέσεις-, αν ήταν πιο αποτελεσματική η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ή αν, έστω, λειτουργούσε ο ανταγωνισμός και οι τιμές είχαν συγκρατηθεί.
Το ίδιο σχετική είναι και η απάντηση στο ερώτημα αν έχουμε πιάσει πάτο. Για να αντιστραφεί η πορεία της οικονομίας θα πρέπει να αρχίσει να μπαίνει χρήμα. Με δεδομένο ότι κρατικά χρήματα δεν υπάρχουν, αυτά θα προέλθουν είτε από τις εξαγωγές -που όμως δεν φτάνουν- είτε από ιδιωτικές επενδύσεις.
Μπορούμε να προσελκύσουμε επενδύσεις; Μπορούμε να πείσουμε όσους έρθουν να βάλουν τα χρήματά τους ότι δεν θα τα χάσουν;
Ότι δεν θα εμπλακούν σε ένα ατέλειωτο τούνελ διαφθοράς και γραφειοκρατίας;
Ότι δεν θα έρθει μια επόμενη κυβέρνηση να τους βγάλει παράνομους;
Ότι η ελληνική κοινωνία με όλα της τα προβλήματα θα παραμείνει όρθια και θα διατηρήσει τη συνοχή της;
Από την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα εξαρτηθεί εν πολλοίς το αν έχουμε πιάσει πάτο. Και με αυτήν την έννοια, κρατάμε πάντοτε οι ίδιοι την τύχη μας στα χέρια μας!