Στον κόσμο των ανθρώπων «ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται».
Έτσι, τα λόγια που ειπώθηκαν, ο πόνος που προκλήθηκε, η ύβρις που διαπράχθηκε, δεν είναι αναστρέψιμα, αφού ζουν στη μνήμη.
Απέναντι λοιπόν σ’ αυτόν τον αμετάκλητο χαρακτήρα της ανθρώπινης πράξης, η μόνη δυνατότητα που μένει στον άνθρωπο είναι η νοηματοδότησή της.
Με τον τρόπο αυτό ένα οδυνηρό γεγονός, παρ’ ότι δεν εξαλείφεται από την μνήμη, μπορεί να νοηματοδοτηθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι ψυχικά διαχειρίσιμο, ως τμήμα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Ένα τέτοιο, ακραίο μάλιστα, τραυματικό γεγονός, αποτελεί η περίπτωση της πρωτοφανούς για δυτική χώρα συνωμοσίας, που εξυφάνθηκε στα πρότυπα των τυράννων Πούτιν και Ερντογάν από την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου.
Όταν επιχείρησαν να φυλακίσουν όλους τους εμβληματικούς τους αντιπάλους, σε υλοποίηση της εξαγγελθείσης «αρχής» ότι «αν δεν βάλουμε κάποιους φυλακή δεν κερδίζουμε εκλογές».
(Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξαιρέθηκε από την συνωμοσία επειδή οι «σοφοί» κόλακες του κ. Τσίπρα του προφήτευαν δημόσια ότι τον «είχε για πρωινό» και αυτός τον εξαίρεσε επειδή τους πίστεψε, τότε… τα όποιο σχόλιο θα είναι φλυαρία).
Το φοβερό όμως γεγονός της απόπειρας μαζικής εξόντωσης των αντιπάλων των Τσίπρα – Καμένου ήταν τόσο τερατώδες ως σύλληψη, ώστε μπορούσε να μετατραπεί σε ένα διαρκές «συλλογικό τραύμα». Δηλαδή σε «πολιτισμικό τραύμα», το οποίο θα υπερκαθόριζε το ίδιο δημοκρατικό πολίτευμα, ως στοιχείο της ταυτότητάς του.
Εν τούτοις αυτό αποφεύχθηκε. Κάτι που οφείλεται στην δημοκρατική φρόνηση των θυμάτων της συνωμοσίας. Τα οποία εστίασαν στην θεσμική της αντιμετώπιση και απέφυγαν την γενίκευση και εκμετάλλευσή της, μέσω της δημόσιας αναπαράστασης.
Διότι τα πολιτισμικά τραύματα, όσο τρομακτικά και αν είναι τα αφετηριακά γεγονότα από τα οποία ξεκινούν – και εν προκειμένω μία συνωμοσία για μαζική εξόντωση αντιπάλων σε δυτική χώρα είναι τρομακτικό γεγονός - δεν προκύπτουν άνευ ετέρου από αυτά, αλλά συνιστούν «…προϊόντα ρηματικής (ανα)κατασκευής» τους, όπως γράφει ο Νίκος Δεμερτζής. Θα πρέπει δηλαδή να σκηνοθετηθούν για να παρουσιαστούν ξανά σε δημόσιες παραστάσεις, ώστε να νοηματοδοτηθούν εκ των υστέρων.
Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τον πρωτοφανή χαρακτήρα της συνωμοσίας, μνημονεύεται μόνον ως μία απεχθής πράξη των εχθρών της δημοκρατίας και όχι ως στοιχείο της ταυτότητάς της.
Το αντίθετο επιχειρείται με την δημαγωγική «ιδιοποίηση» της υπόθεσης Νίκου Ανδρουλάκη από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται για την διαλεύκανση του γεγονότος – οι δημαγωγοί άλλωστε δεν ενδιαφέρονται για τα γεγονότα - αλλά μόνον για την δημόσια αναπαράστασή του, σε δικό του βεβαίως σενάριο και σκηνοθεσία. Ώστε, μέσω «τελετών αναπαράστασης», όπως επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, να το τρέψει σε χαίνουσα πληγή της ίδιας την δημοκρατίας.
Γι’ αυτό ακριβώς, πριν μάθουμε – δεν θέλουν να μάθουμε - τι ακριβώς συνέβη, πώς συνέβη, γιατί συνέβη, αν πληρούσε η πράξη της επισύνδεσης τις τυπικές αλλά και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου και κυρίως αν τηρήθηκε ο κορυφαίος κανόνας της δημοκρατίας που είναι ο αυτοπεριορισμός, ο οποίος επιβάλλεται ακόμη και αν συντρέχουν όλοι οι όροι της νομιμότητας, οι δημαγωγοί αποφάνθηκαν αμετάκλητα: -Η πολιτεία παρανόμησε άνευ ετέρου, διότι το Σύνταγμα εξαιρεί τους βουλευτές από τον έλεγχο της ΕΥΠ.
Πράγμα που σημαίνει ότι προκειμένου να κατασκευάσουν a priori «παρανομία» της πολιτείας, επινόησαν και απένειμαν αυθαίρετα στους βουλευτές - ό,τι και να κάνουν εναντίον της χώρας - προνόμιο εξαίρεσης από έναν έλεγχο, από τον οποίο ουδείς εξαιρείται.
Και ορθά ουδείς εξαιρείται. Διότι οι κοινωνικοί περιορισμοί είναι η αυτονόητη συνέπεια της ζωής μέσα στην κοινωνία, η οποία είναι ο μόνος χώρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να είναι ελεύθεροι και να έχουν και δικαιώματα. Και αυτό χάρις και στους περιορισμούς που θέτει. Αρκεί να υπάρχει ισότητα στους περιορισμούς.
Αντίθετα οι δημαγωγοί, αρνούμενοι ακριβώς αυτό, δηλαδή την ισότητα στους περιορισμούς, ανακήρυξαν, για τις ανάγκες της δημαγωγίας, σε «ιερή αξία» το προνόμιο του ανεξέλεγκτου που οι ίδιοι απένειμαν στους βουλευτές.
Ώστε, χρησιμοποιώντας την δανεισμένη από την φασιστική παράδοση γλώσσα των «ενάρετων ιδανικών», να ενσταλάξουν την ιδέα ότι η «τυπική δημοκρατία», όπως περιφρονητικά αποκαλούν το πολίτευμα στο οποίο ζούμε – σε αντίθεση με την «πραγματική δημοκρατία», που είναι η σοβιετική ή οι διάφορες τριτοκοσμικές τυραννίες – είναι απάτη. Μήπως και τους αναθέσουμε την «απολύμανσή» μας από την ίδια τη δημοκρατία.
Που πάει να πει πως από την στιγμή που οι δημαγωγοί «ιδιοποιήθηκαν» την υπόθεση Ανδρουλάκη, ο κίνδυνος να μετατραπεί το περιστατικό της επισύνδεσης σε «ανοιχτό τραύμα», παρουσιάζεται ως καταστροφική απειλή.
Διότι η δημοκρατία, ως το πιο «μοναχικό» πολίτευμα που δημιούργησε ο άνθρωπος αφού ποτέ δεν αγαπήθηκε τουλάχιστον όπως αγαπήθηκαν οι τυραννίες – δεν είναι τυχαίο ότι αποτελεί μία ασήμαντη χρονικά εξαίρεση σε όλη την ανθρώπινη ιστορία - δεν αντέχει τα τραύματα. Αντίθετα, λόγω αυτής της εγγενούς ευθραυστότητας, είναι έτοιμη πάντοτε να καταρρεύσει μπροστά σε κάθε «τραύμα».
Για την προστασία λοιπόν της ίδιας της δημοκρατίας, ένα μόνον μέτρο υπάρχει: η πλήρης διαύγαση της υπόθεσης.
Όχι όμως με όρους παρωδίας, όπως επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ - βλ. απευθείας παράνομη μετάδοση μέσα από την Βουλή από βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, συνεδρίασης που διεξαγόταν με όρους απορρήτου - προκειμένου να ευτελίσει τους θεσμούς, αλλά θεσμικά.
Ήτοι με την άμεση θεσμοθέτηση της δυνατότητας και των προϋποθέσεων ενημέρωσης κάθε πολίτη του οποίου έχει αρθεί το απόρρητο της επικοινωνίας και όχι βεβαίως μόνον του βουλευτή.
Και η κρίση περί του αν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενημέρωσης, να ανήκει εκ του νόμου σε ανεξάρτητη αρχή που δεν εξαρτάται από την κυβέρνηση, όπως είναι η ΑΔΑΕ. Η οποία μάλιστα επί πλέον θα είναι και η μόνη αρμόδια να καλέσει και να ενημερώσει τον πολίτη, του οποίου ήρθη το απόρρητο.
Ώστε, με όρους προστασίας της αξιοπρέπειας του πολίτη και των προσωπικών του δεδομένων, να πραγματοποιείται η ενημέρωσή του για τους λόγους, οι οποίοι επέβαλαν την άρση του απορρήτου.
Μία τέτοια θεσμική σοβαρότητα θα αφαιρούσε όλο το σκοτάδι, με το οποίο επιχειρούν οι δημαγωγοί να επενδύσουν την υπόθεση της παρακολούθησης Ανδρουλάκη.
Για να την προλάβουν λοιπόν, μεταφέρουν σε άλλο θέμα την συζήτηση. Έτσι, ενώ το περιεχόμενο των συνομιλιών, αν διαπιστωθεί ότι δεν περιέχει κάτι επιλήψιμο σε σχέση με τον σκοπό του ελέγχου, πρέπει να καταστρέφεται αμέσως για την προστασία του ίδιου του ελεγχόμενου, οι δημαγωγοί, ως αυτόκλητοι «προστάτες» του Ν. Ανδρουλάκη, θέλουν τώρα τις «κασέτες» με το περιεχόμενο των συνομιλιών!
Και ο σκοπός τους; Ορίζεται τόσο από την ιδιότητα του «αυτόκλητου προστάτη», όσο και από το παρελθόν τους. Όταν δημοσίευαν στην «Αυγή» τα προϊόντα της «πειρατικής» παραβίασης των επικοινωνιών του σημερινού Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της ΕΕ και τότε αντιπροέδρου του ΣτΕ, με σκοπό να εκβιάσουν την ψήφο του για τα λεγόμενα «βοσκοκάναλα».
Άρα, φοβού τους δημαγωγούς… ….et dona ferentes.