Το 1994, η εκτροπή του Αχελώου ήταν βασική κυβερνητική προτεραιότητα. Όμως, η κατασκευή του απαραίτητουαρδευτικού δικτύου,που θα μοίραζε στους αγρότες τα εκτρεπόμενα προς την Θεσσαλία νερά, είχε απαγορευτικό κόστος. Το αρμόδιο υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ βρήκε μια επιπόλαιη λύση:Για να επιτευχθεί η πλήρης αξιοποίηση των νερών της εκτροπής, προϋπόθεσηήταν η ολοκλήρωση κατασκευής των αντίστοιχων αρδευτικών δικτύων, τα οποία όμως για πολλά χρόνια δεν μπορούσαν να ενταχθούν στα χρηματοδοτικά προγράμματα. Προτάθηκε λοιπόν, η άρδευση να γίνεται προσωρινά μέσω των υφισταμένων δικτύων (αποχετευτικά-αποστραγγιστικά). Οι έμπειρες υπηρεσίες του υπουργείου δεν αγνοούσαν πόσο επικίνδυνη είναι,σε περίπτωση αιφνίδιας ραγδαίας βροχής, η χρήση του αποστραγγιστικού δικτύου ως αρδευτικού.Τα αποστραγγιστικά κανάλια πρέπει να είναι πάντοτε συντηρημένα και άδεια από νερό, για να παροχετεύσουνμιαξαφνική πλημμύρα. Ότανοι αγρότες τα χρησιμοποιούν ως αρδευτικά,κατασκευάζοντας μικρά φράγματα που συγκεντρώνουν το νερό και τα οποία δεν μπορούν να απομακρυνθούν εγκαίρως, το δίκτυο την κρίσιμη στιγμήείναι ανίκανο να παροχετεύσει τηνπλημμύρα(«Η Δίκη του Αχελώου», 1999, εκδόσεις Στοχαστής).
Το παράδειγμαδείχνει αφενός τηνελαφρότητα με την οποία προτείνονται ακατάλληλες λύσεις για να ικανοποιηθούνπιεστικές απαιτήσεις κατοίκωνκαι τοπικών παραγόντων, αφετέρου τους κινδύνους που λανθασμένες παρεμβάσεις προκαλούν σε μια περιοχή ευάλωτη σε πλημμύρες. Η Θεσσαλία, τεράστια λίμνη σε προϊστορικές εποχές, ήταν σε σημαντικό ποσοστό ελώδης όταν ενώθηκε με την Ελλάδα, το 1881. Εκτεταμένα αποστραγγιστικά έργα απέδωσαν μεγάλες εκτάσεις στις καλλιέργειες, ωστόσο, η μνήμητης κλειστής λεκάνης παραμένει και, κατά καιρούς, το νερό επιστρέφει με μορφή πλημμύρας.Τααντιπλημμυρικά έργαδεν παρέχουν πλήρη προστασία. Π.χ. αν κατασκευασθούν γιαπερίοδο επαναφοράς 50 ετών,ηπεδιάδαθα έχει 2% πιθανότητα κάθε χρόνονα πλημμυρίσει. Αν κατασκευασθούν πιο ογκώδη έργα για να μειωθεί η πιθανότητα, τότε αυξάνονται δυσθεώρητα το κόστος και οι περιβαλλοντικές συνέπειες. Επιπλέον, ηανθρωπογενής κλιματική αλλαγήσταδιακά αυξάνει,σε άγνωστο βαθμό,την πιθανότητα πλημμύρας.
Οι πλημμύρες δεν συμβαίνουν τόσο από έλλειψη κατασκευής αντιπλημμυρικών έργων, όσο από αυθαίρετες, παράνομες και λανθασμένες παρεμβάσεις, με επιβαρυντικό παράγοντατην κλιματική αλλαγή. Στους ποταμούς της Θεσσαλίας, σύμφωνα με σχετικό πόρισμα Ολλανδών εμπειρογνωμόνων, πρέπει να δοθείζωτικός χώρος. Οι κοίτες τους έχουν περιορισθεί σε υπερβολικό βαθμό, επειδή οι πλημμυρικές ζώνες έχουν γίνει καλλιέργειες, χώροι κατοικίας, βιομηχανίας ή υποδομών.Μετά τις πρόσφατες καταστροφές, ένα άγχος να φτιαχτούν αντιπλημμυρικά έργακατέλαβεολόκληρη την κρατική μηχανή, παντού προγραμματίζονται βιαστικές επεμβάσεις σε ποτάμια και ρέματα. Ξεχνούν ότι ηορθολογική διαχείρισή τουςπρέπει να γίνεται τοπικά ετεροχρονισμένη και με ελαχιστοποίηση της καταστροφής στην παρόχθια βλάστηση, ώστε να περιορίζεται ηζημιά των οικοσυστημάτων.
Χωρίς διεπιστημονικές μελέτες, τα αντιπλημμυρικά έργα κινδυνεύουν να γίνουν η χαρά του εργολάβου και της μπουλντόζας, να αποτελέσουν πεδίο αυθαιρεσίας καιτεράστιας σπατάλης κρατικών χρημάτων, που αφθονούν λόγω Ταμείου Ανάκαμψης. Δήμαρχοι, Περιφερειάρχες, τοπικοί βουλευτές, κατασκευαστικά συμφέροντακ.λπ. πιέζουν για φαραωνικά φράγματα, αναχώματα και άλλα πανάκριβαέργα.Δυστυχώς, τα μικρά αλλά αποτελεσματικάφράγματα στα βουνά και άλλα έργα ορεινής υδρονομίας, όπως καιοι απαραίτητες μετακινήσεις κάποιων οικισμών και δραστηριοτήτων από περιοχές που εύκολα πλημμυρίζουν,δεν αρέσουν. Προσφέρουνμεν μεγάλη υπηρεσία στην αντιπλημμυρική και οικολογική προστασία αλλά δίνουν μικρό πολιτικό ή εργολαβικό κέρδος.
Πηγή: www.tanea.gr