Πετύχαμε στην κυβερνητική μας παρουσία;

Σάκης Παπαθανασίου 23 Ιουν 2014

Στο προηγούμενο άρθρο μου υποστήριξα ότι αυτό που έκρινε σε σημαντικό βαθμό την τοποθέτηση πολλών πολιτών έναντι της ΔΗΜΑΡ  ήταν ότι εκτίμησαν ως ανεπιτυχή τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση.

.

Η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση στόχο είχε την παραμονή της χώρας στο ευρώ, την τροποποίηση των επαχθών όρων του μνημονίου και την προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και δίκαιων αλλαγών. Η απάντηση για την επιτυχημένη ή μη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση κρίνεται από το βαθμό που εκπληρώθηκαν οι  γενεσιουργοί λόγοι αυτής της συμμετοχής.

.

Εκτιμώ  πως  η κυβερνητική μας παρουσία, εν τοις πράγμασι, δεν έπεισε τους ψηφοφόρους μας αλλά ούτε και την κοινωνία ότι ανταποκριθήκαμε ως κόμμα εφαρμοσμένης προοδευτικής πολιτικής (φρένο για τα κοινωνικά άδικα μέτρα και γκάζι για τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις). Εφόσον δεν πείσαμε για αυτό, η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ κρίθηκε ως αναποτελεσματική, ελλιπής και τελικά,  να μη φοβηθούμε να το πούμε, ανεπιτυχής.

.

Είμαστε υποχρεωμένοι να εμβαθύνουμε στους λόγους που κατέστησαν  ανεπιτυχή τη συμμετοχή  μας στην κυβέρνηση. Αυτό θα μας βοηθήσει όχι μόνο να κατανοήσουμε το τι κάναμε αλλά και να ορίσουμε με καλύτερο τρόπο το τι πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια.

.

Τα κύρια προβλήματα που παρουσίασε η κυβερνητική μας παρουσία ήταν κατά τη γνώμη μου τα εξής:

.

α)  Είσοδος  με μοντέλο μειωμένου ρόλου

.

Επιλέξαμε εξαρχής μια μορφή συμμετοχής μειωμένου ρόλου, γεγονός που επέδρασε αρνητικά σε όλη την πορεία. Εκφράσεις αυτής της επιλογής ήταν ότι:

.

    .

  • Αποδεχθήκαμε ως πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος σε μια χώρα με πρωθυπουργικοκεντρικό μοντέλο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας,  χωρίς κατοχύρωση της απρόσκοπτης συμμετοχής μας στη λήψη των αποφάσεων. Στο κέντρο της κυβερνητικής δραστηριότητας εγκαταστάθηκε αποκλειστικά η Νέα Δημοκρατία. Οι συναντήσεις των 3 αρχηγών δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο συντονισμού της καθημερινής κυβερνητικής λειτουργίας.
  • .

.

    .

  • Δε διασφαλίσαμε τις απαραίτητες μόνιμες διαδικασίες συντονισμού των κομμάτων και των Κοινοβουλευτικών Ομάδων  που στήριζαν την κυβέρνηση. Έλειπε μια γενική γραμματεία συντονισμού της κυβέρνησης που θα λειτουργούσε ουσιαστικά και θα  διασφάλιζε τουλάχιστον την καθημερινή και ισότιμη πληροφόρηση και  των τριών  κομμάτων για το κυβερνητικό έργο.
  • .

.

    .

  • Τοποθετήσαμε μη πολιτικά στελέχη γεγονός που αντικειμενικά δημιούργησε μια σχέση μειωμένης υποχρέωσης συντονισμού μεταξύ αυτών και του κόμματος.
  • .

.

Αυτός ο τρόπος συμμετοχής επιλέχθηκε προφανώς για να μην ταυτιστούμε με το σύνολο του κυβερνητικού έργου. Τούτο αποδείχθηκε τουλάχιστον αυταπάτη. Οι πολίτες μάς αντιμετώπισαν εξαρχής ως κυβερνητικό εταίρο με πλήρεις υποχρεώσεις, είχαν πολύ υψηλές προσδοκίες από τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση και συχνά δεν λάμβαναν  υπόψη ούτε αντικειμενικούς περιορισμούς ούτε υποκειμενικές δυσκολίες. Έτσι, ενώ δεχόμασταν ως κόμμα τις επιπτώσεις από το σύνολο του κυβερνητικού έργου,  ταυτόχρονα δεν  εντασσόμασταν στις  συγκρούσεις  και τις απαιτήσεις της καθημερινής κυβερνητικής διαχείρισης αλλά ούτε είχαμε και τα μέσα παρακολούθησης και παρέμβασης σε πραγματικό χρόνο.

.

β) Απουσία  διακριτών και ισότιμων σχέσεων με τους κυβερνητικούς εταίρους

.

Σε μια κυβέρνηση συνεργασίας πρέπει να υπάρχει η δέσμευση επί της προγραμματικής συμφωνίας και ο συντονισμός κυβερνητικού και κοινοβουλευτικού έργου, μεταξύ των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Η εφαρμογή των πολιτικών πρέπει να αποτυπώνει τον κοινό πολιτικό τόπο και τις προωθητικές συνθέσεις. Όμως αυτά ΔΕΝ χαρίζονται, αντίθετα κατακτούνται.

.

Το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας ήταν συμβατό με τις προεκλογικές θέσεις της ΔΗΜΑΡ, αλλά γνωρίζαμε πως τελούσε και υπό την αίρεση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Γνωρίζαμε δηλαδή ότι μετά την προγραμματική συμφωνία έπρεπε να ακολουθήσει η διαπραγμάτευση από την κυβέρνηση εν συνόλω με τους δανειστές. Αντίθετα, αυτό που έγινε ήταν η σταδιακή μετατροπή της προγραμματικής συμφωνίας από ένα δεσμευτικό κείμενο, σε κείμενο  προθέσεων καθώς πολύ γρήγορα  εγκαταλείφτηκε από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.

.

Η εγκατάλειψη αυτή,  σε συνδυασμό με τη δική μας  «απόσταση» από την καθημερινή  κυβερνητική διαχείριση και τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, δημιούργησε σταδιακά την επικράτηση της πολιτικής γραμμής : «πρώτα υλοποιώ απαρέγκλιτα τις δεσμεύσεις και μετά διαπραγματεύομαι». Η μη σθεναρή και με δημόσιο τρόπο διατυπωμένη διαφοροποίησή μας έναντι της παραπάνω πολιτικής γραμμής, δε λειτούργησε ως «απόσταση ασφαλείας» για μας αλλά αντίθετα επέφερε συχνά μια παρακολουθηματική  σχέση με τις ασκούμενες πολιτικές. Σε αρκετές δε περιπτώσεις υπήρχε είτε απόκρυψη ρυθμίσεων που προετοιμάζονταν είτε ετεροχρονισμένη ενημέρωσή μας,  αλλά και ακύρωση προσπαθειών μας προκειμένου  να εισαχθούν θέματα με διαφορετικό πολιτικό περιεχόμενο. Όσο γινόμασταν «ενοχλητικοί»  τόσο μειωνόταν, και με τη δική μας ανοχή, η συνδιαμόρφωση  της πολιτικής.

.

Η μη διαμόρφωση ενός ορισμένου και σαφούς πλαισίου ισότιμων σχέσεων με τους άλλους δύο εταίρους καθώς και η  μη αποσαφήνιση του χαρακτήρα της συμμετοχής μας στην κυβέρνηση (ως συμμετοχής σε κυβέρνηση εθνικής ανάγκης και όχι απόρροια ιδεολογικής επιλογής), μας οδήγησε σε υποχωρήσεις στο όνομα της  μέγιστης δυνατής συναίνεσης με τους κυβερνητικούς εταίρους.

.

Έτσι, παραχωρήσαμε έδαφος στη Νέα Δημοκρατία και επί του  κυβερνητικού έργου και επί του ιδεολογικού πεδίου. Χαρακτηριστικό είναι πως αργήσαμε να αντιπαρατεθούμε με τη δεξιά ατζέντα της και δεν απαιτήσαμε την άμεση άρση της θεωρίας των δύο άκρων που προέβαλλε.

.

Οι πολιτικοί συσχετισμοί εντός μιας κυβέρνησης συνεργασίας είναι κομβικό ζήτημα για την προώθηση πολιτικών. Η σχέση μας με το ΠΑΣΟΚ εντός της κυβέρνησης δεν συνέβαλλε στη ισχυροποίηση τής από κοινού πίεσης προς τη Νέα Δημοκρατία για δίκαιες λύσεις. Την κύρια ευθύνη για αυτό την έχει το ΠΑΣΟΚ  αφού υποχωρούσε σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η ΔΗΜΑΡ αντιτίθονταν  και διαφοροποιούνταν  απέναντι σε τρόικα και Νέα Δημοκρατία.

.

γ) Ασάφεια στόχων στην κυβερνητική μας συμμετοχή / Κόμμα γνώμης και όχι εφαρμοσμένης πολιτικής

.

Εκτός από την υπογραφή της προγραμματικής συμφωνίας που περιελάμβανε τους βασικούς άξονες που επιθυμούσαμε, στη συνέχεια δεν είχαμε μια σαφή ατζέντα σχετικά με το πώς θα προωθήσουμε τις τροποποιήσεις του μνημονίου. Δεν ορίσαμε επίσης ατζέντα για  θέματα που δεν άπτονται της εφαρμογής του μνημονίου όπως οι  αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και  τα δικαιώματα. Συνολικά δεν είχαμε σχέδιο για τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλαμε να εκφράσουμε αλλά ούτε και για τα θέματα με τα οποία θέλαμε να συνδέσουμε την παρουσία μας.

.

Υπήρξε βεβαίως σύνταξη κάποιων βασικών αξόνων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ικανοποιητική βάση παρέμβασης, αλλά μείνανε κυρίως ως εκφώνηση σε πολιτικές ομιλίες και δεν αποτέλεσαν στοιχεία της δράσης  του κόμματος εντός της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου.

.

Συμμετείχαμε κυρίως με κατάθεση γνώμης παρά με προτάσεις εφαρμοσμένης πολιτικής οι οποίες θα εντάσσονταν στο  πλαίσιο ενός συνεκτικού, ολοκληρωμένου και ρεαλιστικού σχεδίου. Δίναμε την εντύπωση ότι δε διεκδικούσαμε τις δικές μας προτάσεις για δίκαιες λύσεις αλλά πως επιδιώκαμε να αποτρέψουμε ή να αποφύγουμε τη συμμετοχή μας στις λύσεις που προωθούσε η κυβέρνηση.

.

ε) Χαμηλό επίπεδο στήριξης του διακριτού στίγματος της  ΔΗΜΑΡ από τα ίδια τα στελέχη της

.

Το στίγμα της ΔΗΜΑΡ δε διακρινόταν ευκρινώς επειδή συχνά στο όνομα της κυβερνητικής σταθερότητας δίναμε την εντύπωση ότι  στηρίζουμε την κυβερνητική πολιτική  χωρίς προαπαιτούμενα και προϋποθέσεις.

.

Κεντρικά μας στελέχη με τις τοποθετήσεις τους απομείωναν το διακριτό στίγμα της  ΔΗΜΑΡ  αφού εμφανίζονταν στα ΜΜΕ σαν κυβερνητικοί εκπρόσωποι (!)  και όχι ως εκπρόσωποι ενός κόμματος που προσπαθεί μέσα σε δύσκολες συνθήκες να κατευθύνει την κυβερνητική πολιτική προς δίκαιες αλλαγές.

.

Σε κρίσιμες φάσεις διαφωνιών μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων και όταν η ηγεσία του κόμματος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί, η συνήθης φράση ορισμένων εκπροσώπων της ΔΗΜΑΡ : «δεν θα ρίξουμε την κυβέρνηση για αυτό το θέμα», ακύρωνε από την αρχή και επί της αρχής κάθε προσπάθεια και διαπραγματευτική προοπτική.

.

Με αυτή την εικόνα κεντρικών στελεχών που υποβάλλουν  καθημερινά στα ΜΜΕ τα διαπιστευτήριά τους υπέρ της κυβερνητικής συνοχής, μπορούσε η ΔΗΜΑΡ να διαπραγματευτεί, να φρενάρει, να αποτρέψει ή και να προωθήσει μέρος της ατζέντας της;

.

στ) Μη ικανοποιητικά αποτελέσματα για την προώθηση μιας δίκαιης προσαρμογής.

.

Δώσαμε τη μάχη για ουσιαστικές αλλαγές στο πρόγραμμα προσαρμογής, πετύχαμε τη ρύθμιση για επιστροφή σε δράσεις κοινωνικής στήριξης του 70% της όποιας υπερκάλυψης των δημοσιονομικών στόχων, αντισταθήκαμε στην  αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, ξεκινήσαμε ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση αποκρούοντας τις θέσεις της τρόικας για οριζόντιες απολύσεις και προετοιμάσαμε την ψήφιση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου.

.

Ωστόσο δεν κατορθώσαμε να καταγραφούμε στη συνείδηση των πολιτών ως η δύναμη που συνέβαλε καθοριστικά στην επίτευξη ικανοποιητικών λύσεων σε σημαντικά προβλήματα. Παρά την πάγια θέση μας για υπέρβαση των μνημονιακών δεσμεύσεων και την αλλαγή των μέτρων που αποδεικνύονταν στην πράξη αναποτελεσματικά ως προς το δημοσιονομικό τους σκέλος και εξαιρετικά  επώδυνα στο κοινωνικό επίπεδο,  δεν μας πιστώθηκε θετική επίδραση.

.

Το μεταρρυθμιστικό μας στίγμα δεν ισχυροποιήθηκε και αντίθετα αμβλύνθηκε. Όχι επειδή αντιδράσαμε σε προωθούμενες μεταρρυθμίσεις αλλά γιατί δεν προωθήσαμε καθαρά και αποφασιστικά τη δική μας πρόταση για μεταρρυθμίσεις. Λέγαμε “τι δεν πρέπει να γίνει”  (και τις περισσότερες φορές αυτό που λέγαμε ήταν σωστό), αλλά δε λέγαμε “τι πρέπει να γίνει”. Ποιοι δηλαδή πρέπει να θιγούν, ποια συντεχνιακά συμφέροντα πρέπει να καταπολεμηθούν, ποια προνόμια πρέπει να αναιρεθούν.

.

Έτσι δεν ταυτιστήκαμε με συγκεκριμένες προωθητικές και εξυγιαντικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία. Δεν γίναμε οι πολέμιοι των δαπανών που εξέφραζαν τα εγκατεστημένα συστήματα διαφθοράς, αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων, παρά μόνο στο επίπεδο των διακηρύξεων. Δε δώσαμε το παράδειγμα αξιοποίησης του καταλληλότερου ανθρώπινου δυναμικού στην κρατική διαχείριση αφού αποδεχθήκαμε τη λογική της ποσόστωσης «4-2-1», γεγονός που μας ενέταξε σε παλαιοκομματικές  πρακτικές και έδωσε την εντύπωση συμμετοχής μας σε φαυλοκρατική νομή του κράτους.

.

ζ) Δημιουργία διάχυτης εκτίμησης για ανεπιτυχή συμμετοχή

.

Όλα τα προαναφερόμενα  σε συνδυασμό με την αδυναμία μας να αναδείξουμε τις όποιες επιτυχίες είχαμε, δεν επέτρεψαν να αλλάξουμε την ατζέντα και να αναδείξουμε τον ρόλο της  ΔΗΜΑΡ.

.

Δεν καταφέραμε η προστιθέμενη αξία που δώσαμε στην κυβέρνηση με τη συμμετοχή μας, να αποφέρει διακριτά οφέλη στην κοινωνία και αυτή με τη σειρά της να τα  αναγνωρίσει ως αποτέλεσμα της δικής μας δράσης.

.

Η ανεπαρκής συμμετοχή στο κυβερνητικό έργο οδήγησε στη μείωση της εκλογικής μας επιρροής και στη δημιουργία ερωτημάτων για την αποτελεσματικότητα και την αξία αυτής της συμμετοχής.

.

Η μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση της ανεπιτυχούς κυβερνητικής παρουσίας της ΔΗΜΑΡ  σε συνδυασμό με την ακαταλληλότητα του τρόπου αποχώρησης,  ήταν η μείωση της αξιοπιστίας της θέσης μας περί της δυνατότητας επίτευξης της δημοσιονομικής προσαρμογής με άλλα μέτρα και άλλου τύπου μεταρρυθμίσεις που θα κρατούσαν την κοινωνία όρθια, χωρίς διακινδύνευση του ευρωπαϊκού δρόμου της χώρας.

.

Παρέμεινε η ΔΗΜΑΡ δημοφιλής λόγω της αναγνώρισης των καλών της  προθέσεων, αλλά μειώθηκε κατακόρυφα η εκτίμηση για την ικανότητα της να υλοποιήσει τις διακηρύξεις της. Έτσι εγκαθιδρύθηκε η πεποίθηση πως η ΔΗΜΑΡ είναι  ένα κόμμα συμπαθές πλην πολιτικά αναποτελεσματικό. Αυτή ήταν μία από τις βασικές αιτίες  του  εκλογικού αποτελέσματος.

.

*Στο επόμενο άρθρο θα αναφερθώ στην οργανωτική  λειτουργία της ΔΗΜΑΡ  και στη μη διασφάλιση των προϋποθέσεων για την αποτελεσματική συμμετοχή  της στην κυβέρνηση.

.

Δημοσιεύτηκε στην badiera.gr