Πετώντας το μωρό μαζί με τα απόνερα

Πέτρος Παπασαραντόπουλος 30 Δεκ 2018

Στον παράξενο κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πολλές φορές αρκεί μια σπίθα για ν’ ανάψει φωτιά σ’ όλο τον κάμπο, όπως έλεγε ο σύντροφος Μάο Τσετούνγκ. Αυτό συνέβη πρόσφατα στο πολιτικό facebook με μια ανάρτηση του Σάκη Μουμτζή που παρέθετε ένα κείμενο του Λεωνίδα Κύρκου, γραμμένο πριν από 4 δεκαετίες, υμνητικό για το Νικολάε Τσαουσέσκου, τότε γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρουμανίας και Πρόεδρο της χώρας, με την οποία το ΚΚΕ εσωτερικού είχε προνομιακές σχέσεις και λάμβανε οικονομική ενίσχυση.

Ακολούθησε έκρηξη, ιδίως από παλαιά μέλη του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ εσωτερικού, που θεώρησαν ότι το κείμενο αυτό δεν ήταν παρά μια, ελάχιστα σημαντική, πλευρά της συνολικής πολιτικής προσφοράς του Λεωνίδα Κύρκου. Αντίθετα, πολλοί πασοκογενείς αλλά και παλαιοί αριστεροί βρήκαν την ευκαιρία να υποστηρίξουν ότι το ηθικό πλεονέκτημα της ανανεωτικής αριστεράς δεν ήταν παρά μια αυταπάτη.

Παρακολούθησα με ενδιαφέρον τα διασταυρούμενα επιχειρήματα των δύο πλευρών και αισθάνθηκα την ανάγκη να διατυπώσω τις απόψεις που ακολουθούν, έχοντας λάβει μέρος στην περιπέτεια της ανανεωτικής αριστεράς, του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ εσωτερικού στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Όσοι αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ως μέρος της διανοητικής και πολιτικής παράδοσης της ανανεωτικής αριστεράς έχουμε πολλούς λόγους να είμαστε υπερήφανοι για αυτή τη συμμετοχή μας. Μετά την πτώση της δικτατορίας, σε ένα κλίμα διάχυτου αντιευρωπαϊσμού, μιλήσαμε (μόνοι στον χώρο της Αριστεράς) για τα θετικά της ΕΟΚ και υπερψηφίσαμε την ένταξη σε αυτήν, που την υλοποίησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Την ίδια στιγμή ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ κραύγαζαν «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και το ΚΚΕ κατακεραύνωνε την «ΕΟΚ των μονοπωλίων». Μιλήσαμε για σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, εγκαταλείψαμε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, καταγγείλαμε το σταλινισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Αναζητήσαμε ευρύτατες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, με τους «Στόχους του Έθνους» και μιλήσαμε για σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς, όταν η υπόλοιπη Αριστερά μιλούσε περιφρονητικά για «αστική δημοκρατία». Προσωπικά αισθάνομαι ότι όλα αυτά διαμόρφωσαν τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής μου σκέψης και είμαι ευγνώμων στους συντρόφους που με βοήθησαν να δω τον κόσμο χωρίς παρωπίδες και φανατισμούς. Για πολλούς από εμάς, ο Ρήγας ήταν η πολιτική μας alma mater. Σίγουρα ήμασταν κάτι πολύ διαφορετικό από την πρωτόγονη υπερεπαναστατικότητα της εποχής. Όπως έγραψε ο Κώστας Κούρκουλος, που δεν ήταν στον Ρήγα, «όταν οι άλλοι, Κνίτες, Μαοϊκοί, αντιεξουσιαστές ή αυτόνομοι – έτοιμοι να φιμώσουμε με τη βία όλες τις αντίθετες απόψεις – εκφράζαμε με βαρβαρισμούς την πίστη μας σε βεβαιότητες, οι Ρηγάδες διατύπωναν ερωτήματα».

Εάν το κείμενο αυτό σταματούσε στην προηγούμενη παράγραφο, θα ήταν αληθές, αλλά όχι πλήρες. Θα ήταν η μισή αλήθεια. Θα έπασχε από μια ωραιοποιημένη νοσταλγία, μιας και δεν θα μιλούσε για τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, τα τραύματά μας. Παράλληλα και αλληλένδετα με τα παραπάνω ξετυλίγονταν τα αρνητικά του χώρου, που πρέπει να τα πούμε χωρίς περιστροφές. Πρώτο και βασικότερο η εμμονή στην αυταπάτη ότι ο κομμουνισμός μπορούσε να εξανθρωπιστεί. Για όσους το ήλπιζαν καλόπιστα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου διέλυσε τις αυταπάτες. Αυτή η θεμελιώδης αυταπάτη οδήγησε στη σύναψη σχέσεων, οικονομικών και πολιτικών, με ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα, όπως εκείνα της Ρουμανίας και της Βόρειας Κορέας, με μόνο κριτήριο ότι βρίσκονταν σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση.

Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γελοιότητα που εξέπεμπαν οι μεσήλικες «νεολαίοι» των κομμάτων αυτών, όταν τους συναντούσαμε, όπως αξέχαστη μου έχει μείνει η εμπειρία του να πουλάω την Κυριακάτικη Αυγή στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, που είχε δισέλιδο σαλόνι για την Ιδεολογία Τζούτσε του συντρόφου και πάνσοφου  ηγέτη Κιμ Ιλ Σούνγκ.

Υπάρχει όμως κάτι ακόμα που με βασανίζει. Θα το πω χωρίς περιστροφές. Από την ευγενή διανοητική μας παράδοση, από την ίδια πολιτική μήτρα, προέρχονται πολλοί από τους ολετήρες της χώρας, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, υπουργοί και βουλευτές, που οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή. Δεν έχει καμία σημασία ότι πολιτικά ήμουν πάντοτε απέναντί τους, ανήκοντας στη «δεξιά» του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ εσωτερικού, ενώ αυτοί (οι λεγόμενοι Μπανιάδες, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) ήταν οι «αριστεροί». Στο ίδιο κόμμα ήμασταν, στα ίδια θρανία καθήσαμε. Το ότι στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς ωσμώθηκαν με κινηματίες και μπαχαλάκηδες, με τροτσκιστές και μαοϊκούς, με το βαθύ ΠΑΣΟΚ για να δημιουργήσουν το ΣΥΡΙΖΑ, το ότι συνέπραξαν με τους ΑΝΕΛ, μου είναι αδιανόητο και ακατανόητο. Είναι όμως πραγματικότητα. Είναι μαχαίρι στην καρδιά του σκληρού πυρήνα των ιδεών της ανανεωτικής αριστεράς.

Προσωπικά, δεν ωραιοποιώ το παρελθόν, το αντιμετωπίζω με τρυφερότητα (τα καλύτερα μας χρόνια) και προσπαθώ, ορθολογικά, να ξεχωρίσω τα θετικά από τα αρνητικά. Η διαχείριση της μνήμης μας δεν μπορεί να είναι επιλεκτική. Ο χαρισματικός Λεωνίδας Κύρκος, σφράγισε την πορεία μας, με τα λάθη και τις αδυναμίες του. Δεν ισοπεδώνω, δεν συμψηφίζω, δεν πετάω το μωρό μαζί με τα απόνερα.  Κρατάω με υπερηφάνεια το χέρι των 340 συντρόφων του Ρήγα που υπέγραψαν το κείμενο για το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015 και ελπίζω, μάλλον ουτοπικά, ότι μια ημέρα θα συναντηθούμε όλοι μαζί σ’ ένα σοσιαλφιλελεύθερο κεντρώο πολιτικό σχηματισμό, ακριβώς όπως οι χριστιανοί προσδοκούν Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.

Αίσιον και ευτυχές το 2019. Χωρίς τον εφιάλτη του ΣΥΡΙΖΑ.