Ο Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της όπερας Φράνκο Τζεφιρέλι, πέθανε σήμερα στο σπίτι του στη Ρώμη, σε ηλικία 96 ετών.
Ο Τζεφιρέλι «έσβησε ήσυχα μετά από μακρά ασθένεια που είχε επιδεινωθεί τους τελευταίους μήνες», μετέδωσαν πολλά ιταλικά μέσα ενημέρωσης, επικαλούμενα πηγές της οικογένειάς του.
«Δεν ήθελα να φτάσει ποτέ αυτή η ημέρα. Ο Φράνκο Τζεφιρέλι έφυγε σήμερα το πρωί. Ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες του παγκόσμιου πολιτισμού. Συναισθανόμαστε την οδύνη των δικών του ανθρώπων. Αντίο, αγαπημένε Δάσκαλε, η Φλωρεντία δεν θα σε ξεχάσει ποτέ», ήταν η πρώτη δήλωση του Ντάριο Ναρντέλα, του δημάρχου της Φλωρεντίας.
Σκηνοθέτης, σκηνογράφος, σεναριογράφος, παραγωγός, ο Τζεφιρέλι έβαλε την υπογραφή τουο σε ορισμένες από τις σημαντικότερες παραστάσεις όπερας του 20ού αιώνα ενώ μετέφερε στη μεγάλη οθόνη έργα του Σαίξπηρ, μετατρέποντάς τα σε κλασικές ταινίες.
Ο Τζεφιρέλι γεννήθηκε στα περίχωρα της Φλωρεντίας στις 12 Φεβρουαρίου 1923 και ήταν νόθος γιος μιας σχεδιάστρας μόδας, της Αλαΐντε Γκαρόζι και ενός εμπόρου μαλλιού, του Οτορίνο Κόρσι. Καθώς ήταν και οι δύο παντρεμένοι, η μητέρα του δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ούτε το δικό της επώνυμο ούτε του πατέρα του για το παιδί. Επέλεξε έτσι να του δώσει το επώνυμο «Τζεφιρέτι» (σ.σ. «Μικρός Ζέφυρος») από την όπερα Ιδομενέας του Μότσαρτ. Από λάθος στο ληξιαρχείο, το όνομα γράφτηκε «Τζεφιρέλι».
Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν 6 ετών και τον ανέλαβε μια εξαδέλφη του πατέρα του.
Ο Τζεφιρέλι αποφοίτησε απο την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας το 1941 και στη συνέχεια μπήκε στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει τέχνη και αρχιτεκτονική. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τυχαία είδε τον «Ερρίκο Ε΄» του Λόρενς Ολίβιε, άλλαξε επαγγελματική πορεία και στράφηκε προς το θέατρο, αρχικά ως σκηνογράφος.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του συνεργάστηκε με τον Λουκίνο Βισκόντι, («Η Γη τρέμει», «Μπελίσιμα», Έτσι τελείωσε μια μεγάλη αγάπη»), οι μέθοδοι του οποίου τον επηρέασαν βαθύτατα. Η ταραχώδης σχέση τους κατέληξε σε μια βίαιη ρήξη, την οποία ο ίδιος περιέγραφε ως «πολύ οδυνηρή», αλλά που σηματοδότησε την καλλιτεχνική καριέρα του.
Συνεργάστηκε επίσης με μεγάλους Ιταλούς σκηνοθέτες της εποχής, όπως ο Βιτόριο Ντε Σίκα και ο Ρομπέρτο Ροσελίνι. Από τη δεκαετία του 1950 άρχισε να σκηνοθετεί έργα της όπερας, στη Σκάλα του Μιλάνου, τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης και αλλού. Γνώρισε τη Μαρία Κάλλας, με την οποία έγιναν στενοί φίλοι, και εργάστηκαν μαζί σε μια σειρά από όπερες (Λα Τραβιάτα, Τόσκα, Νόρμα).
Σύντομα, μετέφερε τις ιδέες του από το θεατρικό σανίδι στον κινηματογράφο, αρχικά σκηνοθετώντας την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στη «Στρίγγλα που έγινε αρνάκι» και κατόπιν με την κλασική πλέον ταινία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» που ήταν υποψήφια για τέσσερα Όσκαρ, μεταξύ των οποίων εκείνα της καλύτερης σκηνοθεσίας και της καλύτερης ταινίας. Στη συνέχεια στράφηκε στη θρησκευτική θεματογραφία, με μια βιογραφία του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης και τη μίνι τηλεοπτική σειρά «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» (1977) που σημείωσε παγκόσμια επιτυχία και προβάλλεται μέχρι και σήμερα από τις τηλεοράσεις.
Τη δεκαετία του ’80 επανήλθε στην αγαπημένου του όπερα, μεταφέροντάς την στον κινηματογράφο και συνεργαζόμενος με μεγάλους σταρ, όπως τον Πλάθιντο Ντομίνγκο, την Τερέζα Στράτας, τον Χουάν Πονς και άλλους.
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του τον ώθησαν να ξεκινήσει εκστρατεία κατά της ταινίας «Ο τελευταίος πειρασμός» του Μάρτιν Σκορτσέζε, που παρουσιάστηκε στη Βενετία ταυτόχρονα με τη δική του ταινία, «Τοσκανίνι», το 1988, όμως στη συνέχεια άλλαξε άποψη. Αν και ομοφυλόφιλος, τασσόταν κατά της αναγνώρισης του γάμου των ομοφυλόφιλων ζευγαριών και ήταν επίσης ένας από τους λίγους Ιταλούς καλλιτέχνες που στήριξαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι όταν κατέβηκε στην πολιτική, στις αρχές του 1990. Εξελέγη μάλιστα γερουσιαστής της Φόρτσα Ιτάλια το 1994.
Μετά από αρκετά χρόνια απουσίας, επέστρεψε στα κινηματογραφικά πλατό με την «Τζέιν Έιρ» (1996) και το «Τσάι με τον Μουσολίνι» (2001), για να παντρέψει τελικά το πάθος του για την όπερα και το σινεμά στην ταινία «Κάλλας για πάντα», (2002) με πρωταγωνίστρια τη Φανί Αρντάν.
Πλησιάζοντας έναν αιώνα ζωής, ο ίδιος παραδέχτηκε σε συνέντευξη που παραχώρησε τον Μάρτιο του 2019 στην ιταλική εφημερίδα Corriere della sera ότι «το γήρας είναι ένα τεράστιο φορτίο». «Όμως αναζητώ ακόμη ιδέες για να υλοποιήσω (…) και αυτό με κρατά απασχολημένο», πρόσθεσε. Ομολόγησε επίσης ότι λυπάται που δεν κατάφερε στην καριέρα του να γυρίσει μια ταινία βασισμένη στη «Κόλαση» του Δάντη –λόγω του απαγορευτικού κόστους– και «μια μεγάλη τοιχογραφία για τη ζωή και το έργο των Μεδίκκων, της ίδιας της ομορφιάς, την οποία κάποια ημέρα δεν θα μπορώ πλέον να απολαμβάνω».