Περισσεύει τίποτα;

Αγγελική Σπανού 06 Ιαν 2017

Ήταν ένας κύριος πάνω από 75 μπορεί και από 80 χρόνων που πουλούσε λαχεία έξω από το σουπερμάρκετ. Φορούσε ένα σκουφάκι για το κρύο και μονολογούσε κάτι σαν “είναι Χριστούγεννα και δεν έχω μαζέψει ούτε πέντε ευρώ”.

Ήθελες κάτι να του δώσεις, ντρεπόσουν χωρίς να ξέρεις ακριβώς γιατί, αλλά δεν ήθελες λαχείο και προβληματιζόσουν μήπως προσβληθεί, όμως με το που σε είδε να ψάχνεις κέρματα στο πορτοφόλι ήρθε μόνος του και ρώτησε “περισσεύει τίποτα;”.

Ντράπηκες ακόμη περισσότερο, κάτι που δεν έχει απολύτως καμία σημασία για τη συνέχεια της ιστορίας του, από την οποία είδες ένα μόνο καρέ, προφανώς υπάρχουν κι άλλα, ένα σπίτι ή καθόλου σπίτι, συγγενείς ή μοναξιά, φτώχεια σίγουρα, χρέη ίσως. Μάλλον δεν θα τον ενδιέφερε ούτε αν του έλεγες ότι ο υπουργός Οικονομικών καταγγέλλεται ότι αποδέχθηκε τον κόφτη στις συντάξεις σε περίπτωση δημοσιονομικής αστοχίας, γιατί αν έχει σύνταξη σίγουρα δεν μπορεί να ζήσει με αυτήν, γιατί αν μπορούσε να ζήσει δεν θα πουλούσε λαχεία μέσα στο κρύο περιμένοντας κάποιον να τον ελεήσει.

Και ποιον να πρωτοπρολάβεις;

Είναι πολλοί και είναι παντού. Δεν έχει σημασία ούτε η εθνικότητα ούτε το θρήσκευμα. Ανήκουν όλοι στην ίδια ομάδα, των αποκλεισμένων και των ηττημένων, των θυμάτων ενός πολέμου που δεν ξέρουν γιατί γίνεται, από ποιους αποφασίστηκε και πότε θα τελειώσει. Αλλοι γλιτώνουν με τραύματα που επουλώνονται, άλλοι με αναπηρίες και ακρωτηριασμούς, κάποιοι τα χάνουν όλα, μαζί και τον εαυτό τους.

Είναι μια φυσική άμυνα να αποφεύγει κανείς σκέψεις γι αυτούς που ζουν στο περιθώριο, κάτω από το όριο της φτώχειας όπως λέει η στατιστική αρχή και μακριά από συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Δεν έχει σημασία αν είναι κανείς σε προσφυγικό καταυλισμό ή σε έναν δρόμο της πόλης.  Η αδυναμία αυτοσυντήρησης είναι ένα τόσο ισχυρό χαρακτηριστικό που υπερβαίνει κάθε άλλο, ακόμη και την καταγωγή. Ποιος ήταν πιο ξένος; Ο άστεγος ή οι μετανάστες που πήγαν να τον κάψουν ζωντανό στο σταθμό του μετρό στο Βερολίνο;

Οι φτωχοί είναι πάντα με έναν τρόπο ξένοι, γιατί είναι ανοίκειοι προς την καθημερινότητα όσων ακόμα κρατιούνται σε μια εύθραυστη κανονικότητα, και πολύ ανοίκειοι στους λίγους που κοιτάζουν από ψηλά την κοινωνική δυστυχία των άλλων. Ακόμη και όσοι νοιάζονται για τους κάτω, όση και αν είναι η ευαισθησία τους, δεν μπορούν να αισθανθούν πώς είναι να μην έχεις να χάσεις τίποτα.