«Μετά από μια δεκαετία αποτυχημένων προσπαθειών διάσωσης της Ελλάδας, η Γερμανία και τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη, μαζί με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, πρέπει να δοκιμάσουν μια διαφορετική προσέγγιση. Μια προσέγγιση που θέτει ως προτεραιότητα την αναζωογόνηση της οικονομίας».
Η φράση είναι από ένα editorial των New York Times, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τρίτη, την επομένη του πρόσφατου Γιούρογκρουπ, με τον εύγλωττο τίτλο: «Σώστε την Ελλάδα, σώζοντας την οικονομία της πρώτα». Η άποψη της εφημερίδας, με δύο λόγια, ήταν πως είναι λάθος να ζητούνται περαιτέρω μέτρα λιτότητας από την Ελλάδα, πως τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% είναι υπερβολικά και πως η Ελλάδα χρειάζεται κάποια ελάφρυνση χρέους, χρειάζεται μια μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση (συμπεριλαμβανομένης και της μείωσης του αφορολόγητου) και, προπάντων, χρειάζεται επενδύσεις που να επαναφέρουν στην ζωή την οικονομία της.
Καθώς, μαζί με το «κουαρτέτο», που επιστρέφει σήμερα στην Αθήνα, η ελληνική κρίση επιστρέφει στις σελίδες των μεγάλων εφημερίδων του κόσμου, η άποψη των ΝΥΤ έχει μια διπλή ανάγνωση. Μπορεί να διαβαστεί ως μνημόσυνο ή ως προφητεία.
Ως μνημόσυνο σίγουρα. Μνημόσυνο μιας πολιτικής άποψης που η προηγούμενη αμερικανική διοίκηση, η διοίκηση Ομπάμα, υιοθετούσε και προωθούσε στις συζητήσεις της με τους Ευρωπαίους. Χωρίς επιτυχία, βέβαια.
Η εποχή συνοψίζεται στον αστικό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε απάντησε κάποτε στην σχετική κατήχηση του Τζακ Λιου, υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ, με το καλαμπούρι: «Ωραία, μου δίνετε το Πόρτο Ρίκο να σας δώσω την Ελλάδα, να εφαρμόσετε τις ιδέες σας;» Οι Αμερικανοί δεν άλλαξαν την κυρίαρχη ευρωπαϊκή άποψη. Συνέβαλαν ωστόσο, έστω και για λόγους γεωπολιτικής, να αποφευχθούν τα χειρότερα σε κάποιες κρίσιμες στιγμές. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς αυτού του τύπου τις παρεμβάσεις τώρα πια. Η νέα διοίκηση Τραμπ δεν έχει τέτοιες απόψεις και μάλλον δεν έχει και τέτοια ενδιαφέροντα. Ας κρατήσουμε το άρθρο των ΝΥΤ ως ανάμνηση μιας εποχής που πέρασε.
Αλλά μήπως μπορούμε να το κρατήσουμε και ως οδηγό για το μέλλον , ως «προφητεία», ως ένδειξη μιας μετατόπισης, που θα είναι πια made in Europe; Μήπως στην Ευρώπη την ίδια- αν και όχι στο Γερμανικό υπουργείο οικονομικών- ωριμάζει η ιδέα μιας αλλαγής προς την κατεύθυνση που υποδεικνύει η μεγάλη αμερικανική εφημερίδα, ώστε η έμφαση να μετατοπιστεί από την (συντελεσθείσα πια, έστω και όχι με τους δικαιότερους τρόπους) δημοσιονομική εξυγίανση, στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας;
Σημάδια μιας τέτοιας αλλαγής υπάρχουν πράγματι. Υπήρχαν και στις αρχές του 2015 σοβαρές φωνές που υποστήριζαν την ανάγκη μιας αλλαγής στο μίγμα με το οποίο αντιμετωπιζόταν η ελληνική κρίση, με λιγότερη λιτότητα και περισσότερη ανάπτυξη. Το τρελό επτάμηνο της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015 τις φίμωσε, τις εξουδετέρωσε. Οι φωνές ακούγονται ξανά. Και μάλιστα ισχυρότερες, στο σημερινό ανήσυχο πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη. Το ερώτημα είναι: μπορούμε, αυτή τη φορά, να τις αξιοποιήσουμε; Να επενδύσουμε επάνω τους; Τι μας εμποδίζει;
Η έλλειψη εμπιστοσύνης– απαντούσε ένα επίσης σημαντικό άρθρο, την περασμένη εμβδομάδα, στους Financial Times αυτή τη φορά, με την υπογραφή του πρώην υποδιοικητή της ΕΚΤ Lorenzo Bini-Smaggi. Αυτό που εμποδίζει την Ελλάδα να ξεπεράσει την κρίση είναι η κατάρρευση της εμπιστοσύνης- των Ελήνων απέναντι στην πολιτική τάξη, των ευρωπαίων απέναντι στα ελληνικά κόμματα, των επενδυτών απέναντι στη χώρα. Είναι η κατάρρευση της εμπιστοσύνης που εμποδίζει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις να γίνουν εντός, τις επενδύσεις να έρθουν απ’ έξω και είναι το ύστατο επιχείρημα Σόιμπλε απέναντι σε όσους υποστηρίζουν την ανάγκη να δοθεί στην Ελλάδα ένα δημοσιονομικό και αναπτυξιακό περιθώριο: «μα τους εμπιστεύεστε ότι μόλις μπορέσουν δεν θα ξανακάνουν τα ίδια;».
Αν η άποψη είναι σωστή- και νομίζω πως είναι- το πολιτικό σύστημα και το σύστημα διοίκησης της χώρας δεν είναι μόνον η κύρια αιτία της κρίσης, αλλά και το βασικό εμπόδιο για την υπέρβασή της. Θαύματα δεν πρέπει, βέβαια, να περιμένουμε. Αλλά μια κάποια αλλαγή θα πρέπει να την διεκδικούμε.
Να μην παρουσιάζει, για παράδειγμα, η κυβέρνηση με τέτοια πληθωρική προπαγανδιστική υπερεπένδυση μια κατ’ αρχήν και υπό σκληρούς όρους, απόφαση επανέναρξης της αξιολόγησης, ως το «τέλος της κρίσης» ή ως την… απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Δεν είναι ότι υποτιμά την νοημοσύνη μας. Είναι ότι επιδεινώνει την απουσία εμπιστοσύνης- της δικής μας και των «αξιολογητών», που ξέρουν…
Και να μην υποτάσσει και η αντιπολίτευση στο (κατά τα άλλα θεμιτό) αίτημα της επίσπευσης των εκλογών κάθε στροφή του εθνικού δράματος, κάθε νέο επεισόδιο του σήριαλ των «αξιολογήσεων». Γιατί κι αυτό σκοτώνει την εμπιστοσύνη. Και διαιωνίζει τον φαύλο κύκλο του «λέω ό,τι να ‘ναι, όταν είμαι στην αντιπολίτευση και απαιτώ υπευθυνότητα από τους άλλους όταν βρεθώ στην εξουσία».
Αυτό το έργο ανεβάζουμε σε αλλεπάλληλες παραστάσεις, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, από το 2009.
Χρειαζόμαστε μια θεραπεία αλήθειας. Εμείς, οι πολίτες πρώτα. Εκείνοι οι «αξιολογητές» κατόπιν. Η ίδια η πολιτική τάξη, προπάντων. Γιατί ξέρει πως οι «αξιολογητές» επαναλαμβάνουν για αυτήν σε άλλες γλώσσες και διαφορετικές εκδοχές την σκληρή αξιολόγηση που είχε καταγράψει ένας Αμερικανός αξιολογητής, ο Πολ Πόρτερ, το μακρινό και οδυνηρό 1947: «Εδώ δεν υφίσταται κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ’ αυτού υπάρχει μια χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτών… που είναι τόσο απασχολημένοι με τον αγώνα τους για εξουσία, ώστε δεν έχουν τον χρόνο, ακόμη κι αν υποθέταμε ότι είχαν την ικανότητα, να αναπτύξουν μια οικονομική πολιτική…».