Περιμένοντας τον Μποτζάνγκλς

Ελισσαίος Βγενόπουλος 26 Αυγ 2022

Κοιτώντας το παρελθόν βουβαίνεται ο καθένας μας από την επιθυμία και τη νοσταλγία, γιατί το να κοιτάζει κανείς το παρελθόν, είναι σα να παίρνει από έναν μπουφέ ό,τι του δίνει χαρά και ευχαρίστηση και να παρατάει πάνω του, μέχρι να σαπίσει, τη θλίψη, τη στεναχώρια ακόμη και την ανία, που θα μίκρυναν τη ευχαρίστηση, θα κόντυναν ευφορία, θα χλόμιαζαν την ευτυχία. Ένα ταξίδι στην εύφορη πεδιάδα της ευτυχίας είναι η νοσταλγία, χωρίς τα αγκάθια που φύονταν στις άκρες της, γιατί εν τω μεταξύ τα  μάρανε η λήθη. Εξ άλλου την ευτυχία μπορεί να τη βρει κανείς μόνο στα βάθη της μνήμης και στις εσοχές των ελπίδων.

Στο "Περιμένοντας τον Μποτζάνγκλς" εκείνη εισβάλει  εξωστρεφής, βουτηγμένη στον ρομαντισμό και με ανατρεπτική διάθεση δεν υπολογίζει τίποτα και κανέναν και κυρίως δεν ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές συμβάσεις. Εκείνος υπεραισιόδοξος όσο μπορεί, ψεύτης όσο του επιτρέπεται και τσαρλατάνος όσο τα καταφέρνει. Στο σημείο συνάντησή τους θα συμβεί η πρώτη έκρηξη, θα υπάρξουν μερικές ακόμα και θα ακολουθήσουν κι άλλες αντίστοιχες στη σειρά, μέχρι εκεί που τα πράγματα αλλάζουν κατεύθυνση, γιατί το ζευγάρι δεν είναι συμβατικό, δεν θέλει να ζήσει ζωσμένο τον κοινωνικό ζουρλομανδύα, ακλουθώντας πιστά τις κοινωνικές επιταγές και τα ασφυκτικά συντηρητικά πλαίσια.  

Ο συγγραφέας Ολιβιέ Μπουρντό γράφει το «Μου χαρίζετε αυτό το χορό;» ανασύροντας το πνεύμα, το χρώμα και την τρέλα της δεκαετίας του ’60, μας αφηγείται μια ερωτική ιστορία πασπαλισμένη με ανάλαφρο χιούμορ, γόνιμη νοσταλγία, συγκρατημένο σαρκασμό, πνευματώδη αστεϊσμό, και μετρημένη παραδοξολογία, το οποίο έγινε μπεστ σέλερ. Ο σκηνοθέτης Ρεζί Ρουανσάρ  -«Χτυποκάρδια στο Γραφείο», «Οι Μεταφραστές»- παίρνει στα χέρια του αυτό το εύθυμο  υλικό και το «μεταφράζει» σε εικόνες με όρεξη, γνώση και κέφι.

Όλα αυτά όμως θα έμεναν κενό γράμμα αν δεν υπήρχε αυτό το «διαβολεμένο» δίδυμο ηθοποιών της Βιρζινί Εφιρά και του Ροµέν Ντουρίς να αναστατώσουν και να αναστατωθούν, να τα σπάσουν όλα και να χλευάσουν το σύμπαν για να καταφέρουν να ζήσουν έναν τρελό, ασυμβίβαστο, παρορμητικό έρωτα. Όλο αυτό το πανηγύρι, ο ύμνος στον αχαλίνωτο έρωτα δεν κοπάζει ούτε και όταν εισβάλει ο γιος του ζευγαριού ο Γκαρί στη ζωή τους. Ο μικρός είναι πανέξυπνος, ευαίσθητος με πλήρη ενσυναίσθηση που μπαίνει στο τρενάκι της φαντασμαγορίας, της ατέλειωτης διασκέδασης και του ξεφαντώματος. Το τρελό γλέντι συνεχίζεται για πάντα έτσι ονειρεμένα; Όχι η ζωή δεν είναι παιδική χαρά και όπως έγραφε ο Λέων Τολστόι « Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο».

Ο Ρεζί Ρουασνσάρ εμπνέεται από το μυθιστόρημα του Μπουρντό, από την γοητευτική δεκαετία του ‘60 και τις ουρανομήκεις τρέλες της και μας παραδίδει «το Περιμένοντας τον Μποτζάνγκλς» ένα παιχνιδιάρικο, πολύχρωμο, κεφάτο φιλμ εποχής το οποίο γκριζάρει άγρια όταν η ζωή αποφασίζει να αλλάξει κατεύθυνση, ρυθμό και σχέδιο και η άγρια πραγματικότητα  εισβάλλει ως απρόσκλητος τιμωρός  για να επιβάλει τους δικούς της σκληρούς και άδικους κανόνες.

-Μπαμπά, είναι άρρωστη η μαμά; Ρωτάει ο μικρός.

-Όχι περισσότερο ή λιγότερο απ’ ότι όλοι μας. Απαντά ο πατέρας με έναν τόνο ευφυώς παρηγορητικό και στραγγισμένα ελπιδοφόρο, αλλά το παιχνίδι έχει αλλάξει πια, όλα έχουν ξεφύγει, έχουν ξεστρατίσει, η αισιοδοξία, η χαρά, το χιούμορ δεν αρκούν να φέρουν την πολυπόθητη ισορροπία και τη χαμένη ευτυχία.

Η πραγματικότητα έρχεται σαν  φορτηγό με σπασμένα φρένα κατά της αλλοπαρμένης οικογένειας και αυτοί επιμένουν να ανακαλύπτουν τρόπους, κόλπα, αστεία γιατί είναι αποφασισμένοι να πάρουν από τη ζωή και το πιο μικρό κομματάκι ευτυχίας που τους αναλογεί. Η ρετρό ατμόσφαιρα της δεκαετίας, η διάτρηση με έξυπνους τρόπους της άχαρης πραγματικότητας, το χιούμορ,  οι έξυπνοι διάλογοι καθώς και οι ορεξάτοι πρωταγωνιστές είναι τα πλεονεκτήματα της ταινίας. Η μεγάλη διάρκεια, οι επαναλήψεις, η χαμένη συνοχή των κωμικών καταστάσεων και του φορτωμένου μελοδράματος, αποδυναμώνουν κάπως την ταινία, αλλά ποιος μπήκε ποτέ στον κήπο με τους γευστικούς καρπούς των  περασμένων, με τα πολύχρωμα άνθη της νιότης και την σιδερένια θύρα της νοσταλγίας και βγήκε αλώβητος;

Η Karen Blixen μουσκεμένη μέχρι το κόκκαλο από τα περασμένα και βουτηγμένη ως το λαιμό από τη νοσταλγία έγραφε, «Έχω την αίσθηση ότι όπου κι αν βρίσκομαι στο μέλλον, θα αναρωτιέμαι πάντα αν βρέχει στο Νγκονγκ».