Η μεγάλη στιγμή των βραβείων ΟΣΚΑΡ φτάνει.
Η Ακαδημία ανακοίνωσε τους ανθρώπους που θα παρουσιάσουν τις κατηγορίες των Οσκαρ. Αυτοί είναι οι: Χέιλι Μπέιλι, Τζον Τσο, Αντόνιο Μπαντέρας, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Τζέσικα Τσαστέιν, Αντριου Γκάρφιλντ, Χιου Γκραντ, Ντανάι Γκουρίρα, Σάλμα Χάγιεκ Πινό, Νικόλ Κίντμαν, Φλόρενς Πιου, Σιγκούρνι Γουίβερ.
Για πρώτη φορά σε παραπάνω από έξι δεκαετίες, τα βραβεία Οσκαρ αλλάζουν το χρώμα του καθιερωμένου κόκκινου χαλιού. Οι προσκεκλημένοι θα περπατήσουν σε ένα χαλί που θα έχει το χρώμα της σαμπάνιας. Στη σκηνή και στο σαμπανιζέ χαλί, επομένως, θα περπατήσουν ακόμα οι Ριζ Αχμεντ, Εμιλι Μπλαντ, Γκλεν Κλόουζ, Τζένιφερ Κόνελι, Αριάνα Ντεμπόουζ, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Ντουέιν Τζόνσον, Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, Τρόι Κότσουρ, Τζόναθαν Μέιτζορς, Μελίσα Μακάρθι, Τζανέλ Μονέ, Questlove, Ζόι Σαλντάνα, Ντιπίκα Παντούκον, Ντόνι Γιέν.
Κυριακή, λοιπόν, 12 Μαρτίου (ξημερώματα Δευτέρας 13 Μαρτίου στην Ελλάδα),. Η 95η τελετή απονομή βραβείων Όσκαρ
Ζωντανά, από τις 22:30 το βράδυ στο COSMOTE CINEMA 1HD.
Οι υποψηφιότητες
«Τα Πάντα Όλα» των Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σάίνερτ προερχόμενο από άλλο Σύμπαν προηγείται με11 αναπάντεχες υποψηφιότητες .
«Τα Πάντα Όλα» όμως νιώθουν την καυτή ανάσα της ετοιμοπόλεμης ταινίας του Netflix «All Quiet on the Western Front - Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο » του Εντουαρντ Μπέργκερ και γερμανικής απόδοσης με 9 υποψηφιότητες
Από κοντά με 9 πάλι υποψηφιότητες ακολουθεί αγέρωχα η ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα
με «Τα Πνεύματα του Ινισέριν», έτοιμη να θυσιάσει κάθε άκρο και απόληξη της για ένα αγαλματίδιο, ο Κόλιν Φάρελ υπομειδιά ανάμεσα στα εκφραστικά φρύδια του.
Ο βασιλιάς δεν θα μπορούσε να λείπει από την κορυφή των υποψηφιοτήτων έτσι ο «Elvis» του Μπαζ Λούρμαν ακολουθεί με 8 υποψηφιότητες, κι ο εκπληκτικός Όστιν Μπάτλερ αν του απονεμηθεί θα ταράξει την αίθουσα απονομής με τις αρμονικές κινήσεις του.
Ο Μεγάλος Παραμυθάς που έχει διασχίσει όλων μας, όλη την κινηματογραφική μας πορεία είτε ως θεατών είτε ως ασχολούμενων με την εικόνα ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με το «The Fabelmans» δηλώνει παρών και μάλιστα με 7 υποψηφιότητες
Το «Tár» του Τοντ Φιλντ ακολουθεί με 6 υποψηφιότητες και την Κέιτ Μπλάνσετ φαβορί στην κατηγορία Α’ Γυναικείου Ρόλου. Τις ίδιες υποψηφιότητες κερδίζει και το «Top Gun: Maverick», ανάμεσα στις οποίες κι αυτή της Καλύτερης Ταινίας!
Το «Black Panther: Wakanda Forever» έχει 5 υποψηφιότητες.
Αναπάντεχα 4 μόνο υποψηφιότητες απέσπασε το «Αvatar: The Way of Water», αλλά βρίσκεται δεκάδα «Καλύτερης Ταινίας».
Από 3 υποψηφιότητες η «Φάλαινα» του Ντάρεν Αρονόφσκι (ο Μπρένταν Φρέιζερ καιροφυλακτεί), η «Βαβυλώνα» του Ντέιμιαν Σαζέλ, αλλά και το «Τρίγωνο της Θλίψης» - Ρούμπεν Εστλουντ
Ταινίες
Τα Πάντα Όλα
Η μεσήλιξ πια, κινεζοαμερικανίδα Έβελιν ζει μέσα στην απελπισία και την απόγνωση. Έχει χάσει κάθε επαφή με την οικογένειά της. Ο άνδρας της φοβάται και τη σκιά του και η κόρη της ζει στον εφηβικό δικό της κόσμο με γκέι αποχρώσεις και ανατρεπτικές προκλήσεις. Η εφορία βρίσκεται στο κατόπι της και η φοβερή και τρομερή έφορος απειλεί να φέρει στην επιφάνεια όλες τις εσκεμμένες ή από άγνοια φορολογικές της ατασθαλίες. Ο αυστηρός πατέρας της ο οποίος αντιπροσωπεύει τις παραδόσεις της Κίνας, την εργατικότητα και την προκοπή καταφθάνει για να συναντήσει την ενσάρκωση της αποτυχίας του αμερικανικού ονείρου. Όλος αυτό ο πανικός σωρευμένος έρχεται να κατακλύσει την ηρωίδα μέχρι που η παρουσία του συζύγου της από ένα παράλληλο σύμπαν έρχεται για να ζητήσει τη βοήθειά της. Από αυτά που δείχνουν τα πράγματα, αυτή η γυναίκα που νιώθει πως δεν έχει καταφέρει το παραμικρό στη ζωή της και δεν έχει καμιά ελπίδα να πετύχει κάτι σε τούτο τον πλανήτη μπορεί να σώσει τον κόσμο. Παράλληλα σύμπαντα, κουνγκ - φου, ξέφρενο χιούμορ, χαοτική πλοκή, οργιώδης φαντασία συναντιούνται στα «Πάντα Όλα», μια υπαρξιακή κωμωδία και μια καυστική σάτιρα του αμερικανικού ονείρου. Όλα αλέθονται όπως το μίξερ διαλύει όλα τα υλικά ή μάλλον καλύτερα όπως ο κάδος ενός πλυντηρίου που περιστρέφεται ξεπλένει τα πάντα σε τούτον τον περίεργο, γεμάτο εκπλήξεις και απρόσμενες καταστάσεις βίο που ζούμε πάνω στον γαλάζιο πλανήτη μας.
Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο
Αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε όλες τις γερμανικές πόλεις επικρατεί ενθουσιασμός για τον πόλεμο που είναι σε εξέλιξη και την επιστράτευση που κορυφώνεται. Όλοι στους δρόμους πανηγυρίζουν ο καθηγητής του Γυμνασίου απευθύνεται στους μαθητές του με στόμφο και υπερηφάνεια τους προτρέπει να καταταχτούν εθελοντικά για να είναι μέρος της μεγάλης νίκης που επίκειται. Εμβατήρια, παρελάσεις, πλήθη από άνδρες, γυναίκες και παιδιά που παραληρούν και ραίνουν με άνθη τους εθελοντές, μαζί και τον Πάουλ Μπόιμερ τον 18χρονο ήρωά μας και όλη την τάξη του, που έτρεξαν κάτω από την εθνικιστική σαγήνη του καθηγητή του να καταταγεί σύσσωμη.
Όμως μέσα στα λασπόνερα, την ακινησία στο βυθό των ορυγμάτων, τους αλλεπάλληλους τραυματισμούς και θανάτους, οι νεαροί εθελοντές μας, αντιλαμβάνονται γρήγορα και με βάναυσο τρόπο, ότι ο πόλεμος δεν είναι ένα ταξίδι στο λαμπρό δρόμο της δόξας και της τιμής όπως «Δεν είναι ούτε κατηγορία ούτε ομολογία», όπως έγραφε για το έργο του ο ίδιος ο συγγραφέας Ε. Μ. Ρεμάρκ «και κυρίως δεν είναι περιπέτεια, γιατί ο θάνατος δεν είναι περιπέτεια, για όσους τον αντιμετωπίζουν πρόσωπο με πρόσωπο».
Η αντιμετώπιση μιας σύρραξης ήταν διαφορετική από την λεγόμενη επική ή ηρωική σκοπιά, με την οποία παρουσιαζόταν ο πόλεμος από την εποχή του Ομήρου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο το 1929 «τάραξε τα νερά» της λογοτεχνίας από το αντιπολεμικό του πνεύμα, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η κυκλοφορία του και να καεί από τους Ναζί. Αυτό έγινε διότι η αντιηρωική ματιά του απλού στρατιώτη, η ειρηνιστική του διάθεση και η καταγγελία του πολέμου ερχόταν σε αντιπαράθεση με τα σχέδια των Ναζί. Επίσης, όπως και το βιβλίο, έτσι και η ταινία που βασίστηκε σε αυτό απαγορεύτηκε, ενώ ο ίδιος ο Ε.Μ.Ρεμάρκ αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της πατρίδας του, η δε αδελφή του συγγραφέα εκτελέστηκε από τους Ναζί, με την κατηγορία υπονόμευσης του γερμανικού λαού.
Τα Πνεύματα του Ινισέριν
Ο ιρλανδικής καταγωγής σκηνοθέτης, σεναριογράφος και, μην ξεχνάμε, σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Μάρτιν ΜακΝτόνα, αξιοποιώντας την βαθιά γνώση της ιρλανδικής κοινωνίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα πλεονεκτήματα, τις αδυναμίες, τις εμμονές και τις δεξιότητες του νησιώτικου λαού, λαξεύει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ζωντανούς, αληθινούς ανθρώπους, τους οποίους με όσα παράλογα στοιχεία και να τους φορτώσει γίνονται κάποιες φορές μυστηριώδεις, κάποιες άλλες γελοίοι, αλλά είναι πάντα αληθινοί. Στο υπέροχο σενάριο του Μακ Ντόνα το παράλογο, το αδιανόητο και το απρόσμενο, διασταυρώνονται μαγικά με τη φύση του ανθρώπου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αλλοπαρμένων νησιωτών.
«Στα Πνεύματα του Ινισέριν» διαπλέκονται αρμονικά το πνευματώδες χιούμορ, η μελαγχολία, ο παραλογισμός, και το μυστήριο. Τα υπέροχα τοπία, δένονται με τα ροζιασμένα χέρια και τα σκαμμένα πρόσωπα των κατοίκων, οι λεπτοδουλεμένοι διάλογοι είναι αρμονικά συνδεδεμένοι με τους πειστικούς χαρακτήρες και τις απολαυστικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών αλλά κυρίως των τεσσάρων πρωταγωνιστών της των Κόλιν Φάρελ, Μπρένταν Γκλίσον, Κέρι Κόντον και τον Μπάρι Κιόγκαν.
Elvis
Για τον Μπαζ Λούρμαν ο οποίος δεν είναι μόνο σκηνοθέτης της ταινίας αλλά και φανατικός φίλος και λάτρης του Elvis, ο τραγουδιστής όταν πρωτοβγήκε στη σκηνή ήταν ένας ακραίος τύπος για την εποχή, ο οποίος ήρθε για να ανατρέψει τα πάντα που ήξεραν οι άνθρωποι της μουσικής και του θεάματος μέχρι τότε: «Αν ακούσεις τις πρώτες ηχογραφήσεις, της δεκαετίας του ’50, σου φαίνεται ότι ακούς τον πρώτο πανκ, κατά κάποιον τρόπο. Προκλητικός, όχι ευγενικός, ούτε νοσταλγικός. Όσοι τον είδαν τότε, τον θυμούνται σαν ένα σοκ της νιότης τους. Ποτέ τους δεν είχαν δει κάτι ανάλογο. Ήταν σίγουρα περίεργο θέαμα για το κοινό της εποχής του».
Έχουμε λοιπόν μια δραματοποιημένη βιογραφία με τα όλα της, που κάποιες φορές δεν αποφεύγει, παρά τις αντιρρήσεις του δημιουργού της, να γίνεται και αγιογραφία του Elvis. Στην ταινία της Warner Bros (σενάριο των Λούρμαν και Σαμ Μπρόμελ) πρωταγωνιστεί ο Οστιν Μπάτλερ κρατώντας τον κεντρικό ρόλο, του Πρίσλεϊ με δύναμη, σφρίγος και επάρκεια. Τον πλαισιώνουν: οι Ολίβια ΝτεΧόνγκε (Πρισίλα Πρίσλεϊ) , Γιόλα Κουάρτεϊ, Λουκ Μπρέισι, Ντάκρε Μοντγκόμερι, Σκότι Σμιτ-ΜακΦι.
Ο σκηνοθέτης είχε πολύ υλικό, είχε και τη σκοτεινή σχέση του Elvis με τον ψευτοσυνταγματάρχη Τομ Πάρκερ, είχε και το αμερικάνικο όνειρο στις πιο φωτεινές στιγμές και ταυτόχρονα στις πιο σκοτεινές του αβύσσους, είχε τις κοινωνικές τριβές, τις ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής, αλλά τα παρέκαμψε όλα αυτά και χάθηκε μέσα στη λάμψη, την έκρηξη, τα πυροτεχνήματα και την αφηγηματική γοητεία των φωτεινών και εντυπωσιακών πτυχών μιας πολύ σύνθετης, αρκετά σκοτεινής και τρομακτικά ενδιαφέρουσας βιογραφίας.
The Fabelmans
Η ιδέα της ταινίας απασχολούσε από πολλά χρόνια τον Σπίλμπεργκ, αλλά δεν είχαν μπει στη θέση τους όλα τα κομμάτια του παζλ, γιατί όπως εκμυστηρεύεται ο ίδιος, «Δεν θα μπορούσα να είχα γράψει την ταινία με κάποιον άνθρωπο που δεν εκτιμώ και λατρεύω πραγματικά, κάποιον που δεν με γνωρίζει τόσο καλά και εκείνος έτυχε να είναι ο Τόνι Κούσνερ», ομολογεί ο σκηνοθέτης. «Το μόνο που μέτραγε ήταν να μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα σε κάποιον, να αποκαλύψω τα πάντα δίχως να νιώθω αμήχανος και ντροπιασμένος.
«Σ’ αυτή την οικογένεια είμαστε ή επιστήμονες ή καλλιτέχνες. Ο Σάμι είναι στη δική μου ομάδα σ’ εμένα έμοιασε» ακούγεται να λέει η μητέρα του Σάμι στην ταινία. Ο Σπίλμπεργκ παίρνει το φωτογραφικό άλμπουμ της οικογένειας του και μας το ανοίγει υπογραμμίζοντας αυτά που τον επηρέασαν περισσότερο, δεν κρύβει τις πληγές που προκλήθηκαν, ούτε σταματά να γελά και να χλευάζει συμπεριφορές και συνήθειες της οικογένειας και του εβραϊκού του περιβάλλοντος. Κινηματογραφεί με πίκρα και συγκίνηση τις αναγκαίες και συνεχείς μετακομίσεις της οικογένειας για να βοηθηθεί η καριέρα του πατέρα, μιλά με τρυφερότητα για τη μητέρα του, η οποία κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται, πως χάριν της εξυπηρέτησης των επιδιώξεων και των σχεδιασμών της οικογένειας της, εγκατέλειψε τις δικές της ανάγκες και έβαλε σε δεύτερη μοίρα τους δικούς της στόχους. Όλα αυτά κι άλλα πολλά τα εξομολογήθηκε στον φίλο και συνεργάτη του σεναριογράφο Τόνι Κούσνερ ο Σπίλμπεργκ με τον οποίο ξεκίνησαν να γράφουν το σενάριο. Η παιδική ηλικία πιθανόν να είναι η μόνη πραγματική μας πατρίδα γιατί όπως λέει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ «Οι περισσότερες ταινίες μου αποτελούν μια αντανάκλαση όσων συνέβησαν στα πρώτα χρόνια της ζωής μου». Τα βιώματα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι απόψεις διαχέονται στο έργο του οποιουδήποτε κινηματογραφιστή. «Με ό, τι κι αν καταπιάνεται ένας σκηνοθέτης, ακόμα κι αν είναι το σενάριο κάποιου άλλου, η ζωή του καταλήγει να ξεχύνεται επί της οθόνης, είτε του αρέσει, είτε όχι. Απλώς συμβαίνει» καταλήγει ο σπουδαίος σκηνοθέτης. Η συγκίνηση είναι το προνομιακό πεδίο του Σπίλμπεργκ σε όλο το έργο του δεν θα μπορούσε να λείπει από μια ταινία που είναι νοτισμένη στη νοσταλγία, την παιδική ηλικία και την οικογένεια. Οι γονείς του παρουσιάζονται δυο ημιτελείς άγγελοι που τον νοιάζονται και τον φροντίζουν, με το ένα λάθος να διαδέχεται το άλλο. Το χιούμορ και οι κωμικές καταστάσεις δεν αφήνουν την ταινία να βυθιστεί στον άκρατο μελοδραματισμό και την κάνουν να ταξιδεύει πάνω στο γερό σκαρί της ειλικρίνειας και της ευαισθησίας. Όλα όμως αυτά φωτισμένα από τον δυνατό προβολέα της ζωής του Στίβεν Σπίλμπεργκ τον κινηματογράφο.
Tar
O σκηνοθέτης Τοντ Φιλντ ( In the bedroom και Little Children) στην τρίτη μόλις ταινία του, μετά από απουσία 16 ετών, οργανώνει μια σπουδαία ταινία από την αρχική ιδέα μέχρι το μοντάζ και τη διαφήμιση της ταινίας. «Οι ταινίες μου αφορούν το πώς κρίνουμε τους άλλους. Γι’ αυτό κάνω ταινίες, για να διατηρώ το δικαίωμα να βλέπω τους πρωταγωνιστές όπως νομίζω, και συνήθως είναι και άγγελοι και διάβολοι» υπογραμμίζει ο δημιουργός της ταινίας και συνεχίζει «Προσωπικά με ενδιαφέρουν οι σχέσεις εξουσίας και η Λίντια, μας προτείνει μέσω του φύλου και της σεξουαλικότητάς της να δούμε ωμή την αλήθεια της δυναμικής της ισχύος, χωρίς τη συνηθισμένη μάσκα του λευκού στρέιτ άνδρα».
Ο δημιουργός του «Tar» γράφει το σενάριο πάνω στις άπειρες, όπως κάθε φορά αποδεικνύεται, δυνατότητες της Κέιτ Μπλάνσετ και η συμφωνία παίρνει σάρκα και οστά, πλάνο, το πλάνο, σεκάνς τη σεκάνς έτσι που να μην λείπει ούτε ένα τόσο δα καρεδάκι και να μην περισσεύει ούτε ένας μορφασμός, ούτε μία φράση ούτε μία έκφραση. Κάπως έτσι μαγικά συμβαίνουν τα σπουδαία έργα τέχνης. Γιατί συναντιούνται άνθρωποι, ιδέες, προβληματισμοί και φόβοι κάτω από τον ίδιο ολοκάθαρο ουρανό του ιδίου οράματος και την αγωνία του αντίστοιχου θρυμματισμού. Η σκηνοθετική ακρίβεια, η εικαστική δύναμη των πλάνων, οι λαξευμένες σεναριακές εσοχές και επιφάνειες, ο ελεγχόμενος ρυθμός, η μονταζιακή όταν απαιτείται συνεκφορά και συνίζηση, η ακρίβεια, η καθαρότητα, η σαφήνεια και βέβαια η πολυεδρική ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ κάνουν την ταινία «Tar» μια σπουδαία ταινία.
Avatar: The Way of Water
Ο Κάμερον στο Avatar: The Way of Water υφαίνει με προσοχή έναν κόσμο που έχει εξ αρχής οραματιστεί, κεντάει ένα περιβάλλον το οποίο έχει εμπνευστεί μέχρι την πιο μικρή του λεπτομέρεια και αφού απλώσει αυτόν τον κόσμο εμπρός μας αρχίζει να μιλά, να υπογραμμίζει, να κάνει νύξεις για διάφορα θέματα που τον απασχολούν. Τα οικολογικά θέματα και οι ανησυχίες του δημιουργού τους διατρέχουν εγκάρσια όλο το έργο των Avatar. Ήδη από τη σχεδίασή τους αυτά τα φιλμ είναι ύμνοι στη φύση, την ομορφιά, την ποικιλία, την ευαισθησία και τη μοναδικότητά της. Όταν ολοκληρώνει αυτόν τον υπέροχο φανταστικό κόσμο ο Κάμερον ήδη έχει ολοκληρώσει έναν ύμνο στη φύση. Η καταπληκτική αυτή οπτική πανδαισία χρωμάτων, σχημάτων, ήδη έχει αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές μας σε σχέση με τα επίκαιρα, ακανθώδη και επείγοντα θέματα του φυσικού περιβάλλοντος κι αυτό είναι ο πρώτος και βασικός στόχος του Τζέιμς Κάμερον. Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά θα απλώσει και τα άλλα θέματα τα οποία τον απασχολούν όπως της αποικιοκρατίας με τις αναφορές του στον εξανδραποδισμό των ιθαγενών της Αμερικής, της εξαφάνισης και της εξόντωσης σημαντικών και σπάνιων οργανισμών μέσω της λαθροθηρίας του παράνομου και παράλογου δηλαδή κυνηγιού. Νύξεις και λίγο επιδερμικούς σχολιασμούς θα βρούμε για το βαρύ και τεράστιο θέμα του μεταναστευτικού, ολόκληρη φυλή αναγκάζεται να φύγει από τον τόπο της για να μπορέσει να επιβιώσει, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το θέμα του ρατσισμού.
Ο Κάμερον επιτυγχάνει ένα εκτυφλωτικό, επικό υπερθέαμα, μια ανεπανάληπτη απολαυστική κινηματογραφική εμπειρία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το πρώτο Avatar. Στο Avatar: The Way of Water όμως, η εργασία που γίνεται με το υδάτινο στοιχείο έρχεται να κορυφώσει ό,τι γνωρίζαμε για τον φανταστικό κόσμο των Avatar, που εμπνεύστηκε, σχεδίασε και υλοποίησε ο Κάμερον και η δημιουργική του ομάδα.
Η Φάλαινα
Στο διασκευασμένο για τη μεγάλη οθόνη θεατρικό του Σάμιουελ Χάντερ το παιχνίδι είναι καθαρό από τον Ντάρεν Αρονόφσκι, ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να αποκρύψει ούτε την καταγωγή του σεναρίου του, ούτε με «εύκολα» εξωτερικά να δώσει την αίσθηση των ανοιχτών οριζόντων και του πολυποίκιλου τοπίου. Η ταινία, η δράση και τα γεγονότα αναπτύσσονται στους τέσσερις τοίχους του σαλονιού του Τσάρλι και στις αφόρητες, πνιγηρές και κλειστοφοβικές σχέσεις των ηρώων με την πραγματικότητα, τη ζωή και στις σχέσεις τους. Η χρήση του 4:3 φορμάτ επιτείνει την ασφυκτική κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι του ακραία και άρρωστα παχύσαρκου Τσάρλι. Η ογκώδης παρουσία του Μπρένταν Φρέιζερ σε έναν ρόλο που απαίτησε και σωματική μεταμόρφωση αλλά και αρκετών κιλών επιπλέον προσθετικών και η δύσκολη μετακίνησή του στο χώρο κάνει ακόμα πιο ασφυκτικό το χώρο και πιο βαριά τα προβλήματα που ταλανίζουν τον ήρωα. Όλα όμως τα ζητήματα που βρίσκει εμπρός του ο Αρονόφσκι, τα λύνει με τους κανόνες της κινηματογραφικής γλώσσας, αξιοποιώντας το πυκνό σενάριο, τις υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών του προεξάρχοντος βέβαια του Μπρένταν Φρέιζερ ο οποίος όσο πιο πολλά κιλά έχει φορτωθεί στο κορμί του, τόσο πιο λεπτεπίλεπτες και γεμάτες αποχρώσεις είναι οι ερμηνευτικές του «πτήσεις», ο Φρέιζερ έχει βάλει πλώρη για τα μεγάλα βραβεία και είναι το πρώτο οσκαρικό φαβορί με τη βοήθεια των άξιων συμπρωταγωνιστών του Χονγκ Τσάου, Σέιντι Σινκ, Σαμάνθα Μόρτον, Τάι Σίμπκινς. Ο Αρονόφσκι (αφού αποσπά άλλη μια καθηλωτική ερμηνεία, όπως συνηθίζει στις ταινίες του) και οι συνεργάτες του επιτυγχάνουν η «Φάλαινα» να γίνει ένα συγκινητικό, ευαίσθητο, αληθινό ανθρωποκεντρικό δράμα με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που βυθίζεται μέσα στα αδιέξοδα, τη συντριβή και τη φθορά των άστοχων κινήσεων, σαθρών συναισθηματικών περιπλανήσεων και των αβέβαιων στοχεύσεων του παρελθόντος του. Η ταινία κινδυνεύει κάποιες φορές να ξεφύγει σε άγονους μελοδραματισμούς και μεταφυσικούς ακροβατισμούς, αλλά οι ερμηνείες, το σφιχτό σενάριο και η κινηματογραφική δεινότητα του Αρονόφσκι συγκρατούν τα πράγματα να μην ξεφύγουν
Το τρίγωνο της θλίψης
Η σατιρική προσέγγιση του Ρούμπεν Έστλουντ χαράζει σαν ξυράφι. Ο Σουηδός σκηνοθέτης σε κάθε του ταινία παρουσιάζεται σαν ένας αιχμηρός παρατηρητής της κοινωνίας του κέρδους, των ανέσεων, του πλούτου και της υποκρισίας. Η ματιά του ψυχρή όσο είναι αναγκαία για να μοιάζει ψύχραιμη, επεξεργασμένη και επινοητική και ειρωνική για να μην χάνεται μέσα στην κοινοτοπία, τον διδακτισμό και την επανάληψη. Όταν το πλοίο του αρχίζει να μπάζει νερά κυριολεκτικά και μεταφορικά όλα ανατρέπονται, οι κοινωνικές συμβάσεις, οι ιεραρχίες, οι δομές που συγκροτούν τον μικρόκοσμο του πλοίου αλλά και της κοινωνίας παρά έξω, μια θαλασσοταραχή κι όλα παίρνουν άλλη σημασία, άλλη διάσταση, το παιχνίδι ανοίγει κι όλοι ξανακοιτούν τον εαυτό τους και τις δυνάμεις τους, εξετάζουν τους διπλανούς τους και τις δυνατότητές τους. Όλα επανεκτιμούνται. Κι αν στο πλοίο διασαλεύονται τα πάντα, στην ερημική ακροθαλασσιά η κοινωνική πυραμίδα διαλύεται στην αμμώδη παραλία των κοινωνικών συμβάσεων και στη σκληρή πραγματικότητα που καίει σαν την καυτή άμμο των ανθρωπίνων αναγκών.
Η πρόωρα και πρόσφατα θανούσα Σάρλμπι Ντιν, πρωταγωνίστρια στο «Τρίγωνο της Θλίψης» του Ρούμπεν Εστλουντ σημείωσε για τη διαδικασία των γυρισμάτων της ταινίας. «Στην αρχή, δεν υπήρχε σενάριο, ο Ρούμπεν μας είπε την ιδέα και τη βασική πλοκή της ταινίας, ναι. Κάναμε πάρα πολλές πρόβες, πολλούς αυτοσχεδιασμούς, δουλέψαμε ιδέες και αλλάζαμε πράγματα. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, μάς έδωσε το σενάριο, ένα σενάριο που κι αυτός έγραψε μετά από όλους αυτούς τους πειραματισμούς. Βέβαια, ακόμα και τότε, δεν ήθελε να το ακολουθήσουμε ακριβώς. Μας έλεγε “ξεχάστε τους διαλόγους που έχω γράψει, παίξτε ελεύθερα».
Βαβυλώνα
Ο Μεξικανός Μανουέλ Τόρες ο ευπροσήγορος, πρόθυμος, επίμονος και υπομονετικός βοηθός παραγωγής διασταυρώνεται με τη Νέλι Λερόι μια στάρλετ στην οποία ξεχειλίζει το ταλέντο, η ομορφιά και κυρίως η ανάγκη να διακριθεί και να μεσουρανήσει. Είναι διατεθειμένη να συμπαρασύρει στο διάβα της τα πάντα με το κέφι, το μπρίο και τον ερωτισμό της αρκεί να πετύχει το στόχο της να πάρει τον ρόλο που θα λειτουργήσει ως αναβατόριο στην ονειρική της καριέρα.
Η αστραφτερή Margot Robbie, η οποία υποδύεται τη Nellie LaRoy, ο χαρακτήρας της οποίας είναι εμπνευσμένος από την Clara Bow, σταρ της βωβής εποχής ξεδιπλώνει το ταλέντο της στο ρόλο μιας επίδοξης ηθοποιού από το New Jersey που συμμετέχει ανελλιπώς σε κάθε πάρτι. «Την αγαπώ τόσο πολύ, αλλά είναι τόσο εξαντλητική. Μου πήρε τα πάντα. Απαιτούσε τα πάντα από μένα» υπογράμμισε η πρωταγωνίστρια.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Justin Hurwitz συνοδεύει την εικόνα με ένταση και δύναμη όπως και η ίδια απαιτεί. Το σκηνικά ζωντανεύουν την εποχή με πιστότητα και ακρίβεια, η ομάδα του μακιγιάζ φέρνει σε πρώτο πλάνο με πιστότητα τα πάθη και τα παθήματα των ηρώων και γενικά φαίνεται ότι σε όλες αυτές οι κατηγορίες η «Βαβυλώνα» θα έχει τον πρώτο λόγο στη διαδικασία των Όσκαρ.
Στο μοντάζ και την φωτογραφία βρίσκουμε τους Chazelle, Tom Cross και Linus Sandgren, οι οποίοι είναι και οι προηγούμενοι νικητές των Όσκαρ, να υποστηρίζουν το υψηλών τόνων, φιλμ του Ντάμιεν Σαζέλ.
Η «Βαβυλώνα» προσπαθώντας να αναδείξει την υπερβολή, την κατάπτωση και τον πανζουρλισμό που επικρατούσε στα πλατό της εποχής, στα ανελέητα πάρτι και στις έξαλλες συγκεντρώσεις με τα ανερχόμενα αστέρια, τους αφελείς κομπάρσους και τους βυθισμένους πρωταγωνιστές, χάνει το μέτρο στην 3ωρη διάρκειά της και πνίγεται στη μεγαλορρημοσύνη και την αμετροέπεια.
Επίλογος
Ανεξάρτητα από το ποια ταινία θα αποσπάσει τα περισσότερα αγαλματίδια, ποιοι πρωταγωνιστές θα τιμηθούν, σε ποιες τεχνικές κατηγορίες θα βραβευθούν τα υποψήφια φιλμ, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα λόγια του σπουδαίου Αμερικανού σκηνοθέτη George Cukor για το σινεμά «Ο κινηματογράφος είναι όπως ο έρωτας: όταν είναι καλός είναι κάτι υπέροχο, και όταν δεν είναι καλός, είναι, πάλι, κάτι ωραίο».
Ακόμα καλό είναι να θυμόμαστε ότι ο Ντελακρουά ποτέ δεν κέρδισε ένα βραβείο, ο Σεζάν ποτέ δεν πούλησε έναν πίνακα και σπουδαίες ταινίες και κινηματογραφιστές δεν πήραν ούτε μια τόσο δα Οσκαρική διάκριση. Θα χαρούμε την απονομή, ακόμα και τις τετριμμένες ευχαριστίες και τις επαναλαμβανόμενες αφιερώσεις, αλλά θα έχουμε στο νου πάντα ότι δεν αρκεί η καλαισθησία και λίγες σκόρπιες καλές ιδέες για να είναι ένα έργο σπουδαίο. Χρειάζεται τόλμη, πάθος, δύναμη και ολοκληρωτική αφοσίωση, για να χωνευτεί μια ταινία στην κοινωνική συνείδηση σαν σπουδαίο έργο τέχνης.