.
Το σύνδρομο της περίκλειστης χώρας είναι πάλι εδώ, επανέρχεται με ιδιαίτερα ηχηρή ένταση. Πολιτικές δυνάμεις, νέες και παλιές και κυρίως αυτές στο απόκεντρο του πολιτικού φάσματος διατυπώνουν πολιτικό λόγο ενόψει των εκλογών και υπόσχονται λύσεις στο πρόβλημα της χώρας ως εάν η Ελλάδα να ήταν έξω από το παγκόσμιο σύστημα, έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, έξω από διεθνείς θεσμούς και διαδικασίες, χωρίς δεσμούς, σχέσεις, υποχρεώσεις (και δικαιώματα). Ενα απομονωμένο νησί που μπορεί να αποφασίζει εντελώς μόνο του ό,τι του κατέβει. Ετσι, με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκολία, προτείνονται ως λύσεις η διαγραφή όλου ή μέρους του χρέους ή αναστολή πληρωμής του χρέους για μικρό ή μεγάλο διάστημα με δική μας μονομερή απόφαση, η απαλλαγή από το Μνημόνιο και η εκδίωξη της τρόικας. Θα τα κάνουμε όλα αυτά ως τη σωτήρια λύση και ορισμένοι πιστεύουν μάλιστα ότι θα παραμείνουμε και στο ευρώ και στην ευρωζώνη γιατί «η κ. Α. Μέρκελ… τρέμει μπροστά στο ενδεχόμενο της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ», ερμηνεύοντας ή μάλλον παρερμηνεύοντας δηλώσεις τις οποίες έκανε πρόσφατα η Ανγκελα Μέρκελ για την ανάγκη της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη. (Καθώς άκουσα τη δήλωση αυτή, εκείνο που επεσήμανε επίσης εμφατικά η κ. Μέρκελ είναι ότι εξαρτάται από την ίδια την Ελλάδα και τις μεταρρυθμίσεις που θα εφαρμόσει εάν θα παραμείνει στο ευρώ, μολονότι η Γερμανία επιθυμεί την παραμονή της). Βεβαίως, η ιστορία δείχνει ότι ο μεσσιανικός, ουτοπικός και κυρίως απλοϊκός εθνικιστικός λόγος ευδοκιμεί σε περιόδους κρίσης, απόγνωσης, απελπισίας και έλλειψης προοπτικών, καθώς εμφανίζεται να προσφέρει λύσεις και προοπτική έστω κι αν στην πράξη οι λύσεις οδηγούν στην απόλυτη καταστροφή. Πρόκειται για λόγο που δεν στερείται απλώς ρεαλισμού αλλά που πλειοδοτεί σε καταστροφικές επιλογές.
.
Ας είμαστε σοβαροί: το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με τη σύμπραξη της διεθνούς κοινότητας. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή οδηγεί στην καταστροφή. Οι εθνικιστικές εξάρσεις δεν οδηγούν πουθενά. Οσο ισχυρότερη είναι η παρουσία της Ευρώπης στη Ελλάδα τόσο καλύτερα. Και είναι κατανοητό τόσο για την Ευρώπη όσο και για τη διεθνή κοινότητα να εκφράζουν την ανησυχία τους για την έκβαση των εκλογών. Οι άνθρωποι πληροφορούνται τα όσα σοβαρά ή φαιδρά λέγονται στην Ελλάδα, διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις και τις διαγραφόμενες τάσεις. Παρακολουθούν τα καμώματα ορισμένων πολιτικών μας και ορισμένες από τις αυτοκαταστροφικές μας πρακτικές και αναποφεύκτως εξανίστανται. Βεβαίως ενοχλούμαστε σφόδρα όταν εκφράζουν την ανησυχία τους για τις εκλογές. Αυτονόητο είναι ότι ο ελληνικός λαός είναι αυτός που θα αποφασίσει, αλλά είναι εξίσου αυτονόητο ότι αυτό που θα αποφασίσει μπορεί να έχει συνέπειες και προεκτάσεις, ειδικά αυτή τη φορά, πέρα από τα ελληνικά σύνορα, για την Ευρώπη και πέραν αυτής. Οθεν και το θεμιτό ενδιαφέρον και η δικαιολογημένη αγωνία.
.
Η Ελλάδα δεν είναι ούτε μπορεί να είναι περίκλειστη χώρα. Είναι και πρέπει να παραμείνει μια ευρωπαϊκή χώρα. Μπορεί η Ευρώπη όπως λειτουργεί σήμερα να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών της και οπωσδήποτε των Ελλήνων. Μπορεί να μην έχει εκδηλώσει σε επαρκή βαθμό την αλληλεγγύη της στις πάσχουσες χώρες – μέλη της Μεσογείου (αν και δεν τις εγκατέλειψε). Μπορεί να μην αντέδρασε με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και αποφασιστικότητα στην κρίση. Μπορεί να είναι θεσμικά και πολιτικά εξασθενισμένη και να κυριαρχείται από την μονοσήμαντη παρουσία ισχυρών κρατών και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Μπορεί, μπορεί…
.
Αλλά μέσα σ’ αυτή την Ευρώπη θα πρέπει η μετεκλογική Ελλάδα να είναι ενεργά παρούσα και να μπορεί να δώσει τη μάχη τόσο για τα δικά της συμφέροντα όσο και για την αλλαγή της ίδιας της Ευρώπης. Και οι συνθήκες που δημιουργούνται τώρα εμφανίζονται κάπως ευνοϊκότερες για κάτι τέτοιο. Η αναμενόμενη εκλογή του Φρ. Ολάντ στη Γαλλία μπορεί να αλλάξει θετικά τους πολιτικούς συσχετισμούς και ισορροπίες στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η ανάγκη για μια άλλη, αναπτυξιακή πολιτική αναδεικνύεται πολύ πιο έντονα τώρα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η μετεκλογική Ελλάδα οφείλει να εμφανισθεί με μια επιθετική ευρωπαϊκή πολιτική (όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό). Ας μη διαφεύγει ότι πέρα από τη διαχείριση της κρίσης ακολουθεί μια πολύ σημαντική διαπραγμάτευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτή για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο (προϋπολογισμό) της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την περίοδο 2014-2020. Η διαπραγμάτευση αυτή ενδιαφέρει καθοριστικά την Ελλάδα.
.
.
Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ.
.