Κάθε χρόνο στην επέτειο του ΟΧΙ ζούμε μια ακόμη «Μέρα της Μαρμότας». Το έθνος υμνείται, όπως κι ο στρατός, πάντα με τη βοήθεια του Πρέκα, της Καρέζη και της Βουγιουκλάκη. Θυμόμαστε τις ηλικιωμένες Ηπειρώτισσες που μετέφεραν στην πλάτη τα εφόδια, τη θυσία του Φριζή, όπως και τα κρυοπαγήματα των γενναίων μα ανυποψίαστων φαντάρων. Και τελικά μονίμως τρωγόμαστε για το αν το ΟΧΙ το είπε ο Μεταξάς ή ο λαός, με κύριους αντιμαχόμενους τις πολιτικές δυνάμεις που ισχυρίζονται πως είναι ο φυσικοί εκφραστές τους, την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια έχει μπερδευτεί στο ζήτημα η Μέρκελ και το Μνημόνιο, αντάμα με τους νέους δοσίλογους της χωράς. Φέτος ξαναμπήκαν και τα «χουντικά» κάγκελα για την προστασίας των επισήμων. Γνωστά πράματα.
Από χρόνια τίθεται το ζήτημα των παρελάσεων, αν πρέπει ή δεν πρέπει να γίνονται. Κατ’αρχήν, μια στρατιωτική παρέλαση αποσκοπεί στο να τρομάξει τους εχθρούς και να ενθαρρύνει τον πληθυσμό. Η επίδειξη έμψυχου και αψύχου δυναμικού αποθαρρύνει τον επίδοξο εισβολέα και ταυτόχρονα κάνει υπερήφανο τον πολίτη, γονιό και φορολογούμενο. Φυσικά όλοι οι ξένοι στρατιωτικοί, και όσοι υπηρετήσαμε την θητεία μας, γνωρίζουμε πως ο στρατός μας είναι μια ακόμη ελληνική δημόσια υπηρεσία, ομολογουμένως κάπως καλύτερα οργανωμένη, με λίγα αξιόλογα στελέχη και κάποιες αποτελεσματικές μονάδες. Οι πιλότοι των F-16 ανήκουν στις εξαιρέσεις. Το υπόλοιπο σύνολο είναι ένας βραδυκίνητος χυλός, με κακή εκπαίδευση, υποτυπώδη πειθαρχία, χαμηλό ηθικό, κακοσυντηρημένο υλικό, υδροκέφαλη οργάνωση και αλλοπρόσαλλη κατανομή προσωπικού. Οι κληρωτοί ξεπατώνονται σε αγγαρείες και σκοπιές, υστερώντας σε εκπαίδευση. Οι μόνιμοι υπαξιωματικοί σπάνια έχουν συναίσθηση αποστολής, κι αυτό συχνά φαίνεται στα μπόλικα κιλά που έχουν στη μέση τους. Οι αξιωματικοί προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στο ψυχικό βάρος της διοίκησης με εφαρμογή ρευστών κανόνων, που επηρεάζονται από βύσματα και πολιτικές συγκυρίες. Και τέλος, οι ανώτατοι αξιωματικοί αναλίσκονται σε δημόσιες σχέσεις και πολιτικού βυζαντινισμούς, αφήνοντας τα πράγματα στην τύχη τους και στην πολιτική προστασία που προσφέρει η συμμετοχή μας στην…κακιά ΕΕ. Πρωτοβουλίες για την βέλτιστη αξιοποίηση του διαθέσιμου δυναμικού σπάνια αναλαμβάνονται, η ευρηματικότητα καταπνίγεται και η σπατάλη ενθαρρύνεται, ακόμη και σήμερα. Όμως η παρέλαση, παρέλαση! Το παν είναι η καλή εικόνα. Ό,τι κινείται γρασάρεται κι ό,τι δε κινείται βάφεται. Κι από κει και πέρα έχουμε και το θέμα των μαθητικών παρελάσεων. Μίνι ή μάξι οι φούστες? Με στρατιωτικό βήμα ή χωρίς? Είναι αρκούντως ευπρεπείς οι δασκάλες? Άραγε θα έπρεπε η μαθητική απέλαση να συγχωνευτεί με κείνη των πολιτικών τμημάτων, και να εμπλουτιστούν, ώστε τελικά να πραγματοποιείται μια παρέλαση της κοινωνίας των πολιτών, των ανθρώπων της παιδείας, της δουλειάς, των εθελοντών, όλων εκείνων που προσφέρουν στους γύρω τους μέσα από κάποιο λειτούργημα?
Ίσως όμως θα έπρεπε να ξεφύγουμε απ’αυτά τα επιφανειακά επετειακά κλισέ, ίσως θα έπρεπε να συλλογιστούμε λίγο πιο βαθιά πάνω σε τούτο το μεγάλο γεγονός. Κατά πρώτον, έχει ακόμη λογική μια στρατιωτική παρέλαση που αφορά τη νίκη μας επί μιας χώρας συμμάχου στο ΝΑΤΟ και εταίρου στην ΕΕ? Κατανοούμε άραγε πως η άρνηση του Μεταξά δεν είχε να κάνει με τα πολιτικά του πιστεύω, μα με τους προφανείς διεθνείς συσχετισμούς και με την προτίμηση του βασιλόφρονος στρατεύματος στην Βρετανία? Αναρωτιόμαστε αν θα ξεκινούσε το ’43 ο εμφύλιος, εφόσον δεν είχαν ανέβει στα βουνά χιλιάδες επίστρατοι βετεράνοι της Αλβανίας, έχοντας μαζί τους τον οπλισμό τους? Αντιλαμβανόμαστε πως το «Έπος» οφείλεται εν μέρει στις σχεδόν απάνθρωπες διαταγές του Κατσιμήτρου για προέλαση υπό εντελώς αντίξοες συνθήκες? Αναλογιζόμαστε πόσο διαφορετικός ήταν ο ψυχισμός των ελλήνων της εποχής, η ψυχική ένταση των βετεράνων των βαλκανικών πολέμων και των σκληραγωγημένων προσφύγων που στύλωσαν τα πόδια τους? Και τελικά, συνειδητοποιούμε πως το βάρος του ΟΧΙ, της υποτίθεται αυθόρμητης και υπερήφανης επιλογής ανίκητου αγώνα, μας καταδυναστεύει 75 χρόνια τώρα, με πιο πρόσφατη απόδειξη το σουρεαλιστικό δημοψήφισμα του Ιουλίου? Πως δηλαδή ίσως αυτό το γεγονός είναι που πρόσφατα μας οδηγεί σε αδιέξοδες μαξιμαλιστικές πολιτικές επιλογές, τέτοιες που κατόπιν σημαδεύουν οδυνηρά το συλλογικό μας υποσυνείδητο και θρέφουν τα εθνικά μας κόμπλεξ. Όσο μεγάλο, όσο υπέροχο κι αν ήταν το ΟΧΙ, δε πρέπει να είναι ένας αποστειρωμένος άκαμπτος μύθος, του οποίου η ανάλυση να εξαντλείται συστηματικά γύρω από την πληκτική πλέον αντιπαράθεση αριστεράς και δεξιάς, ή γύρω από το ζήτημα των κακών ξένων που μονίμως επιβουλεύονται την άμοιρη Ελλάδα, οι δε συνέπειες του να αξιολογούνται ως αποκλειστικά θετικές.
Δεν είμαι κατά των παρελάσεων, όταν εμπεριέχουν νόημα. Τα σύμβολα έχουν το ειδικό βάρος τους σε κάθε κοινωνία, και είναι πολλοί εκείνοι γύρω μας που αυτά ακριβώς τα σύμβολα τα αποζητούν, θεωρώντας τα συστατικό στοιχείο της ταυτότητας τους. Για μένα, μια πραγματικά μεγάλη ετήσια στρατιωτική απέλαση θα αρκούσε, πραγματοποιούμενη κάθε 25 Μαρτίου. Μια όμως ειλικρινής επίδειξη ισχύος, που δεν θα αποτελούσε ένα άσκοπο φτιασίδωμα ενός στρατεύματος που δεν μπορεί να φέρει εις πέρας την αποστολή για την οποία το συντηρούμε. Κι από κει και πέρα πολιτικές παρελάσεις, ως ελάχιστο τεκμήριο των δεσμών εκείνων που διασφαλίζουν την ύπαρξη ενός έθνους, την κοινωνική του συνοχή. Μήπως άλλωστε η καλύτερη μας άμυνα είναι αυτή ακριβώς η κοινωνική μας συνοχή? Μήπως η καλύτερη εγγύηση για την μακροημέρευση της χώρας μας δεν είναι η άνωθεν προστασία κάποιων Αγίων, αλλά η ισότιμη συμμετοχή μας σε ένα κράτος τίμιο και ευνομούμενο, το οποίο ενθαρρύνει την προκοπή των πολιτών του μα και διασφαλίζει την προστασία των πραγματικά αδύνατων? Μήπως λοιπόν θα πρέπει να είμαστε περήφανοι όχι για τανκς και αεροπλάνα, αλλά για ένα κράτος που ακολουθεί με συνέπεια την ρήση του Σολωμού, πως Εθνικό είναι το Αληθινό;