Δύο σημαντικές ειδήσεις διατάραξαν τη θερινή ραστώνη μας –εκτός φυσικά από τη συνήθη ταραχή που προκαλεί η άφιξη των τροϊκανών επισκεπτών μας. Η επιχείρηση «Ξένιος Ζεύς» και η ειδεχθής πράξη νεαρού αλλοδαπού, επανέφεραν τη συζήτηση για το μεταναστευτικό και τους αλλοδαπούς εγκληματίες και πυροδότησαν εκ νέου θορυβώδεις ιαχές καταδίκης από «σωτήρες και θεματοφύλακες του έθνους» και ψυχοπαθείς που βρήκαν την ευκαιρία να έρθουν στο προσκήνιο και να ηχορυπάνουν και πάλι με κραυγές μίσους και μισαλλοδοξίας το περιβάλλον, να γίνουν θέμα στις ειδήσεις με το ρεσάλτο στο πλοίο που μετέφερε τον κρατούμενο, εκμεταλλευόμενοι την ανεπάρκεια των μέτρων φύλαξης.
Από την άλλη πλευρά, αριστερόφρονες και επαγγελματίες υπερασπιστές μεταναστών, απαντούν με σενάρια κυβερνητικών συνομωσιών και σκοπιμότητα εκτροπής της προσοχής των πολιτών «από τα μνημόνια και τα μέτρα», λες και η είδηση της κακοποίησης ενός 15χρονου κοριτσιού δεν πρέπει να μας σοκάρει, ή πρέπει το κράτος να είναι παρατηρητής στην εξαθλίωση ολόκληρων οικιστικών τομέων από την ανεξέλεγκτη συγκέντρωση παρανόμων μεταναστών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Για μια ακόμη φορά, δεν είναι δυνατή η εξεύρεση ισορροπίας. Σύμφωνα με τη συνήθη ελληνική πρακτική δημόσιου διαλόγου, είτε θα προκρίνουμε την με κάθε μέσο «εξαΰλωση» των μεταναστών, αδιακρίτως, είτε θα επιχειρούμε να απαντήσουμε στις ρατσιστικές υστερίες με αντίστοιχες, αριστερής προέλευσης. Όπως παλαιότερα, όταν οι ρατσιστές ισχυρίζονταν ότι οι μαύροι είναι κατώτερη φυλή, η αριστερή απάντηση εστίαζε στο να αποδείξει ότι έχουν αρχαιοελληνική κατατομή!
Για να βάζουμε τα πράγματα στη θέσης τους: κατ’ αρχάς, πρέπει αυτοί οι οργίλοι ελληνοφύλακες να αντιληφθούν και να ξεκαθαρίσουν στο μυαλουδάκι τους -αν και όσο διαθέτουν- ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός για τον οποίο κόπτονται, δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με πράξεις αυτοδικίας και πάνω απ’ όλα, συνεπάγεται σεβασμό στους Θεσμούς, πολιτισμικό επίπεδο που αποτρέπει τα χυδαία ξεσπάσματα μίσους και κυρίως την υπερίσχυση του μεγαλύτερου επιτεύγματος του ελληνικού πολιτισμού: της ΛΟΓΙΚΗΣ.
Επίσης, οι αφελείς και ανόητοι του άλλου άκρου, πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η κακοποίηση και η ημιθανής κατάσταση μιας έφηβης 15 χρόνων, ΕΥΤΥΧΩΣ που ακόμη αποτελεί είδηση και σοκάρει την κοινωνία. Ευκαιρίας δοθείσης, αντιπολιτεύονται τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη για την αστυνομική επιχείρηση, με την οποία επιχειρείται να ελεγχθεί κάπως η κατάσταση με τους παράνομους μετανάστες. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο, δεν πρέπει να υπερηφανεύεται για το επίπεδο αντίληψής του.
Τα οικονομικά «μέτρα», η ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού προκειμένου να μπει μια τάξη και να ανακτηθεί ο έλεγχος στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης και η πράξη αυτή του κτήνους της Πάρου, είναι ζητήματα εξ ίσου σημαντικά για την κοινή γνώμη· εκτός και αν κάποιοι θεωρούν πως οι Έλληνες πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα να επεξεργάζονται παραλλήλως σοβαρά θέματα που τους αφορούν. Δεν ωφελούν επομένως οι υστερίες και οι κιτς αντιπολιτευτικές κραυγές.
Από μιας αρχής, πρέπει να πω ότι ο εγκληματίας είναι πάνω απ’ όλα εγκληματίας, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή ιδεολογίας. Επομένως, δεν θα ασχοληθώ περαιτέρω με τον άθλιο της Πάρου, αυτό είναι θέμα της Δικαιοσύνης πλέον και όσοι ισχυρίζονται ότι οι μουσουλμάνοι έχουν μία ιδεολογική ροπή προς τον βιασμό, προφανώς φαντασιώνονται ότι στις ισλαμικές χώρες όλοι οι άρρενες περιφέρονται με το όργανό τους σε ετοιμότητα . . .
Θέλω να σταθώ στην κριτική που δέχεται ο Υπουργός Δ.Τ&Π.Π. σχετικά με την επιχείρηση «Ξένιος Ζεύς». Πράγματι, είναι η πρώτη φορά που μια παρόμοια επιχείρηση δεν έχει ούτε την ονομασία, ούτε τον χαρακτήρα μιας επιχείρησης «σκούπα». Δηλαδή, δεν συνεπάγεται την σύλληψη και προσαγωγή μεταναστών σε αστυνομικά τμήματα ή χώρους κράτησης για να αφεθούν μετά από λίγες μέρες ελεύθεροι και να αρχίσει ένας φαύλος κύκλος. Σήμερα, υπάρχουν τα κέντρα φιλοξενίας (κράτησης κατ’ άλλους) και εκεί μεταφέρονται οι παράνομοι μετανάστες. Αυτό συνεπάγεται την εκπομπή μηνύματος, πως πλέον, δεν θα είναι εφικτή η επιστροφή στις γειτονιές της Αθήνας ή οπουδήποτε αλλού, καθώς θα υπάρχει η δυνατότητα διενέργειας της διαδικασίας επαναπροωθήσεως και δεν θα υπάρχει πίεση χρόνου προκειμένου να διαπιστωθεί η πραγματική χώρα προέλευσης.
Το μείζον ερώτημα είναι αν πράγματι είναι κάτι τέτοιο αναγκαίο. Αν δηλαδή, η σύλληψη, κράτηση και τελικά επαναπροώθηση των παρανόμων μεταναστών είναι πράξη αναγκαία και υπό ποίες προϋποθέσεις, όρους και όρια θα πρέπει να υλοποιηθεί. Καλώς ή κακώς -προσωπικά θεωρώ κάκιστα- αφήσαμε ως Πολιτεία το μεταναστευτικό να κακοφορμίσει και από ένα διαχρονικό και παγκόσμιο φαινόμενο, να καταστεί για την Ελλάδα μείζον πρόβλημα. Δεν θα επεκταθώ επ’ αυτού, υπάρχει πληθώρα σχετικών κειμένων και προσωπικών αλλά και άλλων, ίσως, εγκυρότερων. Συνοπτικά, η όλη κατάσταση, με περιφερόμενους παράνομους μετανάστες, άνεργους, «ανύπαρκτους» και δίχως εμφανή προοπτική, οφείλεται κυρίως, αφ’ ενός στην αποτρεπτική διαδικασία της διοίκησης ώστε αυτοί να προσέρχονται προς καταγραφή κατά την είσοδό τους (όπως π.χ. στην Σουηδία ή άλλες Ευρωπαϊκές χώρες) και αφ’ ετέρου, στο γεγονός ότι μετά την πύλη εισόδου, μεταφέρονταν αγεληδόν προς το Αθηναϊκό κέντρο, γιατί μόνο εκεί μπορούσαν να υποβάλλουν αίτημα ασύλου. Όσοι από αυτούς το υπέβαλλαν, εμπλέκονταν στη γνωστή διαδικασία. Μία σοβαρή αντιμετώπιση που θα προέβλεπε καταγραφή -και βιομετρικών στοιχείων- των εισερχομένων και την υποβολή αιτήματος ασύλου επί τόπου και τη φιλοξενία τους στον τόπο εισόδου μέχρι την εξέταση του αιτήματος σε πρώτο βαθμό, δεν έγινε δυνατόν να εφαρμοσθεί μέχρι και σήμερα, με συνέπεια την υπερφόρτωση του κέντρου των Αθηνών.
Δεν είναι όλοι οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ρατσιστές και όσοι υποκύπτουν στη ρατσιστική έκφραση, ουσιαστικά εξωθήθηκαν, γιατί βρέθηκαν μόνοι, δίχως καμία υποστήριξη από την επίσημη Πολιτεία ή άλλους φορείς. Επιτρέψτε μου εδώ, να καταθέσω το εξής: από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκα την έκταση του προβλήματος (περίπου 2007) πρότεινα σε πολιτικούς φορείς που συμμετείχα τη συγκρότηση κοινών ομάδων ημεδαπών και εκπροσώπων των κοινοτήτων των μεταναστών, με στόχο την παροχή βοήθειας σε άτομα που θα χρειάζονταν (ηλικιωμένοι, παιδιά κ.λπ.). Και μόνη η παρουσία τέτοιων ομάδων θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στην εκτεταμένη διάπραξη μικροεγκλημάτων καθημερινότητας, θα έστελνε μήνυμα συνύπαρξης και αλληλοϋποστήριξης και εν πάση περιπτώσει θα αφαιρούσε νομιμοποίηση από ακραίες ομάδες νεοφασιστών ή άλλες, να εμφανισθούν ως σωτήρες και προστάτες. Επιπροσθέτως, θα έδινε τη δυνατότητα άρσεως του φόβου για τον «ξένο», τον «άγνωστο». Η σκέψη αυτή δεν έτυχε αποδοχής -ή έστω προσπάθειας για βελτίωση της δράσης- και οδηγηθήκαμε στα γνωστά αποτελέσματα, αφού και η Δημοτική Αρχή των Αθηνών δεν δημιούργησε δράσεις που θα συνεισέφεραν στην επαφή των ημεδαπών πολιτών με τους νεοφερμένους αλλοδαπούς και δεν εφαρμόσθηκαν πολιτικές που θα έσπαγαν το καθεστώς του φόβου και θα δημιουργούσαν όρους συνύπαρξης.
Όμως, δεν είναι δυνατόν να διαιωνίζεται η κατάσταση αυτή. Αφού δεν καταφέραμε μέχρι σήμερα να συγκροτήσουμε μία σοβαρή πολιτική ένταξης, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε σοβαρά μέτρα καταστολής. Όχι, φυσικά, ανεξέλεγκτα και με αυθαίρετο τρόπο, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν επιδέχονται εκπτώσεις σε αυτήν την περίπτωση. Συντεταγμένα και μεθοδικά, όπως αρμόζει σε μία ευρωπαϊκή και δημοκρατική χώρα, στην οποία η Αστυνομία πρέπει να είναι εγγυητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οφείλει η ηγεσία της Αστυνομίας να εγγυηθεί την ορθή, συνεπή και συνεχή εφαρμογή μέτρων που θα στοχεύουν στον περιορισμό των παρανόμων, καθώς η χώρα έχει φτάσει στο όριο της αντοχής της, ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες κρίσεως. Επίσης, οφείλει να θέσει ως υψηλή προτεραιότητα την πάταξη κύκλων ακραίων οργανώσεων, που έχουν δικτυωθεί εντός των κόλπων του Σώματος και που προκαλούν σκόπιμες κωλυσιεργίες ή καθυστερήσεις στην επέμβαση των αστυνομικών μονάδων, προκειμένου να αναδειχθούν άλλοι φορείς ως μόνη επιλογή υποστήριξης των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση που εμφανίζεται μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να συνεχίζεται, ούτε και είναι δυνατόν να περιμένουν οι πολίτες της χώρας να επιλυθούν όλα τα κοινωνικά προβλήματα του πλανήτη και να μεταβούμε σε μία κοινωνία αγγέλων. Παραλλήλως, πρέπει επιτέλους να συγκροτηθεί μια ουσιαστική και σοβαρή πολιτική για τη μετανάστευση και να μην απεμποληθεί η ευκαιρία που υπάρχει με τη συμμετοχή του ευρέως φάσματος πολιτικών δυνάμεων σε αυτήν την Κυβέρνηση.