Ο αναχρονισμός θεωρείται σοβαρό ατόπημα στην ιστοριογραφία. Οι άνθρωποι, οι συλλογικότητες, τα κόμματα, οι ιδέες είναι της εποχής τους και μόνο στο πλαίσιό της μπορούν να εξετάζονται, ωστόσο οι τομές συνδυάζονται με τις συνέχειες. Το παρελθόν, ή τέλος πάντων μέρη του, συνεχίζουν να επιβιώνουν πεισματικά στο παρόν. Η ιστορική φράση του Μπερλιγκουέρ, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ότι η Οκτωβριανή επανάσταση και ο υπαρκτός εξάντλησαν την προωθητική τους δύναμη, αποτέλεσε το τολμηρό επιστέγασμα του ευρωκομμουνισμού, προδιαγράφοντας ταυτόχρονα και τα όρια του εγχειρήματος της κομμουνιστικής ανανέωσης. Τα δραματικά γεγονότα του τέλους της δεκαετίας κατέδειξαν ότι οι ολοκληρωτισμοί δεν μεταρρυθμίζονται, ή υπάρχουν όπως είναι ή πέφτουν.
Κάπως έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ευρώπη έκλεισε τους λογαριασμούς της με τον κομμουνισμό σε όλες τις εκδοχές του. Η Ελλάδα και πάλι αποτέλεσε την εξαίρεση. Οι ιστορικές αδράνειες, η εργαλειακή χρήση της μνήμης του εμφυλίου και της καχεκτικής μεταπολεμικής δημοκρατίας, η δικτατορία, η πολιτική συγκυρία των αρχών του 90/ και το εγχείρημα του ΣΥΝ κράτησαν ζωντανό τον πολιτικό αναχρονισμό του κομμουνισμού, καθιστώντας μειοψηφικές και εν πολλοίς ενσωματώνοντας τις φωνές που αναζητούσαν την έξοδο από αυτήν την παράδοση.
Η περίπτωση Παπαγιαννάκη, της εποχής της και αυτή, δεν μπορεί να απαλείψει τους οργανικούς και απολύτως λειτουργικούς δεσμούς της ιστορικής ηγεσίας του ΚΚΕ εσωτ. και των επιγόνων της με την ιδεολογική και πολιτική παράδοση του κομμουνισμού και των ορίων που αυτή διαμόρφωσε στην άσκηση πολιτικής. Όποιος βρει πέντε ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στον Κολιγιάννη και τον Παρτσαλίδη ή ανάμεσα στο Λαφαζάνη και το Βούτση κερδίζει. Η σκιά αυτή παρέμεινε απολύτως επικαθοριστική στην πορεία του ΣΥΝ, για να γίνει και επισήμως κυρίαρχη με το ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τα ισχυρά συμφραζόμενα του λαϊκισμού, του εναλλακτικού ευρωπαϊσμού (διάβαζε αντιευρωπαϊσμού), του κινηματισμού και του φλερτ με την τρομοκρατία, προ και κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Θυμηθείτε ακόμη τί αντιμετωπίσαμε στη ΔΗΜΑΡ, όσοι υποστηρίξαμε την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και την επιτακτικότητα προσαρμογής της πολιτικής του κόμματος στις έκτακτες ανάγκες της συγκυρίας. Ο τοίχος του αντιμεταρρυθμισμού της πλειοψηφίας κατασκευάστηκε από υλικά που παρέπεμπαν μονότονα στην παράδοση της ανανεωτικής αριστεράς και της κενολογίας περί δημοκρατικού σοσιαλισμού, η οποία προφανώς δεν είχε τίποτα πια να ανανέωσει, παρά μόνο να σώσει κι αυτή, μαζί με τους υπόλοιπους, ό,τι μπορούσε να σωθεί από το καταρρέον σύστημα.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός αποτέλεσαν τα συστατικά του αντιμνημονιακού μετώπου. Τα αίτια της κρίσης και η όποια ειλικρινής βούληση αντιμετώπισής τους σκεπάστηκαν από την οχλοβοή της πλατείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δημαγωγώντας κατάφερε να γίνει ο πιο αυθεντικός εκφραστής της οργής για την απώλεια της δανεικής ευημερίας αλλά και στο επίπεδο του συλλογικού φαντασιακού το πολιτικό όχημα μιας αυτόματης επιστροφής στη μακαριότητα του 2009. Αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας του, εμπλουτισμένη βεβαίως από την επικαιροποίηση των κάθε λογής αριστερών προλήψεων. Κάπως έτσι παγίδευσε τη χώρα και στο τέλος παγιδεύτηκε και ο ίδιος. Για αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης του προβλήματος, για αυτό επίσης η συζήτηση εάν είναι ή δεν είναι δημοκρατικό κόμμα μοιάζει λίγο με τη συζήτηση των καλόγερων του Μεσαίωνα περί του φύλου των αγγέλων.
Όλα αυτά που ζούμε μοιάζουν με καθαρτήριο. Είναι το κόστος που πληρώνουμε για τους ποικίλους αναχρονισμούς μας. Στο τέλος της ημέρας μπορεί να υπάρχει και λύτρωση. Αυτή όμως δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει ως δομικό της στοιχείο την ολοκληρωτική απαλλαγή από την αρχαία σκουριά που βάρυνε τις ζωές μας από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα.
Δημοσιεύτηκε και στο blog Μη Μαδάς τη Μαργαρίτα