Μπήκαμε στον τελευταίο μήνα του 2022 και μπορούμε να πούμε, χωρίς κανένα δισταγμό, ότι «βαίνομεν προς εκλογάς». Η αλήθεια είναι ότι από το φθινόπωρο του 2021, όταν πρωτοξεκίνησαν τα εκλογικά σενάρια, η συγκεκριμένη φράση ακούστηκε και γράφτηκε πολλές φορές. Ωστόσο, απρόσμενα γεγονότα και κυβερνητικοί σχεδιασμοί που δεν «βγήκαν», μας οδήγησαν -σχεδόν- στο τέλος της τετραετίας. Όταν μάλιστα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε κάλπη εντός του 2023 δεν θεωρείται πρόωρη, τότε κάθε σενάριο μπορεί να επαληθευθεί ή -το ίδιο εύκολα- να διαψευσθεί.
Εκλογικό εξάμηνο
Μυρίζουν εκλογές, λοιπόν. Και μάλιστα εκλογές απλής αναλογικής. Αυτό σημαίνει ότι, αν πρέπει να στηθούν και κάλπες ενισχυμένης, η μυρωδιά δεν θα φύγει έως το καλοκαίρι. Ειδικά από τη στιγμή που, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, οι διπλές κάλπες μοιάζουν αναπόφευκτες, καθώς ούτε η αυτοδυναμία είναι πιθανή ούτε οι συνεργασίες θεωρούνται σίγουρες.
Ο νικητής θα κρίνει
Μπορούμε, όμως, να αποφύγουμε τις δεύτερες εκλογές; Ή, πιο σωστά, θέλουμε να αποφύγουμε τις δεύτερες εκλογές; Η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο με βάση τους σχεδιασμούς του κόμματος που θα έρθει πρώτο στην πρώτη κάλπη. Έτσι, οι τωρινές σκέψεις ή επιθυμίες των αρχηγών ίσως ανατραπούν αν τα ποσοστά είναι κάπως διαφορετικά από αυτά που εκτιμούν ότι θα λάβουν.
Πόσες αναμετρήσεις;
Για παράδειγμα, ο Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει ότι δική του επιθυμία και εκλογικός στόχος της Ν.Δ. είναι να σχηματιστεί αυτοδύναμη, μονοκομματική κυβέρνηση, με τον ίδιο ξανά στη θέση του πρωθυπουργού. Στόχος απολύτως θεμιτός και καθόλου παράλογος. Ωστόσο, κάπου κάπου ο ίδιος αφήνει ανοιχτό το παράθυρο της συνεργασίας, αφού η -έστω ελεγχόμενη- φθορά που καταγράφει η Ν.Δ. στις δημοσκοπήσεις ίσως δεν της δώσει ικανοποιητικό ποσοστό στην αναμέτρηση της απλής αναλογικής. Σε αυτό το ενδεχόμενο φαντάζει δύσκολο, ακόμα και αν το κόμμα αφομοιώσει οτιδήποτε στα δεξιά του ή τα αριστερά του, να καταφέρει να φτάσει σε αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες. Τότε το ρίσκο μιας τρίτης αναμέτρησης θα είναι μεγάλο, ακόμα και για τον Μητσοτάκη.
Αναζητούνται σύμμαχοι
Από την πλευρά του ο Τσίπρας μιλάει ξεκάθαρα για προοδευτική διακυβέρνηση μέσω συνεργασιών, αφού ξέρει ότι μόνο γέλια θα προκαλούσε, ακόμα και σε δικά του στελέχη, αν κάνει λόγο για αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, εκείνο που μπορεί να «πουλήσει» προεκλογικά είναι η διαθεσιμότητά του να ηγηθεί μιας συμμαχικής κυβέρνησης. Έστω και αν οι σύμμαχοι ακόμα αναζητούνται, αφού κανένας δεν έχει τη διάθεση να ρίξει σωσίβιο σε έναν αρχηγό που κινδυνεύει με πρόωρη… συνταξιοδότηση.
Τα «καμένα» σενάρια
Ποιο είναι το κόμμα με το οποίο ο Μητσοτάκης, μέχρι πριν λίγους μήνες, συζητούσε και θα είχε τη διάθεση να συζητήσει μετεκλογικά; Σίγουρα όχι η Ελληνική Λύση, αφού ο πρωθυπουργός έχει αρνηθεί, με έντονο τρόπο, την οποιαδήποτε συνεργασία με κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της Ν.Δ. Από την άλλη, ποιο είναι το κόμμα με το οποίο ο Τσίπρας, όχι μόνο θα ήθελε να συζητήσει, αλλά, αν γινόταν, να έχει ήδη συμφωνήσει; Μάλλον όχι το ΜέΡΑ25, αφού είναι πιθανό να βρεθεί εκτός Βουλής. Και στις δύο ερωτήσεις η απάντηση είναι το ΠΑΣΟΚ, το ζήτημα, όμως, είναι η δική του διάθεση για συζητήσεις και συμφωνίες.
Σε ρόλο ρυθμιστή
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ανδρουλάκης δεν αρνείται τον ρυθμιστικό ρόλο που θα κληθεί να παίξει το κόμμα μετεκλογικά. Ωστόσο, πρώτη προτεραιότητα για τον ίδιο δεν μπορεί να είναι άλλη από την -όσο μεγαλύτερη γίνεται- ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ. Αν αυτό συμβεί τότε θα έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικήσει να γίνει ο ρυθμιστής ενός πιθανού κυβερνητικού σχηματισμού. Εξάλλου, η ηγεσία του κόμματος γνωρίζει ότι θα είναι τόσο μεγάλη η πίεση που θα δεχθεί στις δεύτερες εκλογές που θα κινδυνεύει να χάσει τα όποια κέρδη και με ένα κακό αποτέλεσμα να ξεχαστεί η όποια δυναμική είχε αναπτύξει.
Τα κομμάτια του παζλ
Ωστόσο, μόνο αθώες διαθέσεις δεν δείχνουν όσοι επιμένουν να ζητούν από το ΠΑΣΟΚ να δηλώσει από τώρα, όχι τη διάθεσή του να γίνει μέρος της λύσης, αλλά ποια πλευρά του ατροφικού δικομματισμού προτιμά. Το έχουμε ξαναγράψει. Όλοι και όλα κρίνονται με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα και όχι με βάση τις δημοσκοπήσεις και τα «κατευθυνόμενα» δημοσιεύματα. Το πόσο θα χάσει -αν χάσει- η Ν.Δ., το πόσο θα κρατήσει -αν κρατήσει- ο ΣΥΡΙΖΑ και το πόσο θα κερδίσει -αν κερδίσει- το ΠΑΣΟΚ είναι κομμάτια του μετεκλογικού παζλ που δεν πρέπει να λείπουν για να διαμορφωθεί η τελική εικόνα. Όπως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι έδρες του κάθε κόμματος και η σύνθεση της νέας Βουλής. Και βεβαίως για την όποια ενδεχόμενη συνεργασία, αυτή τη φορά, θα πρέπει να μπουν προτεραιότητες και στόχοι και όχι να αρκεί το μοίρασμα του κράτους και των υπουργείων.