Περί σχεδιασμού ανάπτυξης με μια άλλη ματιά

Λέλα Παπαγιαννοπούλου 05 Απρ 2013

Η δική μου στήλη στη Μεταρρύθμιση, είναι οι «Ματιές στην πόλη». Πέρα όμως από -εδώ και κάτι λιγότερο από 30 χρόνια, πολιτογραφημένη- Αθηναία και μάλιστα από αυτούς που περπατάνε, βλέπουν, αγαπούν την πόλη, τυχαίνει να εργάζομαι στο ελληνικό δημόσιο. Αγρο-οικονομολόγος, στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Με αυτή μου λοιπόν την ιδιότητα, παρακολούθησα το 1ο συνέδριο για την Ανάπτυξη, 2014-2020. Για το επόμενο ΕΣΠΑ, όπως λέμε στην καθομιλουμένη.

.

Οφείλω εξ αρχής να ομολογήσω την αμαρτία μου, την προκατάληψή μου δηλαδή απέναντι σε όλους αυτούς που σχεδιάζουν την ανάπτυξη. Δουλεύοντας κάποια χρόνια στο πεδίο, δυστυχώς όχι πριν να αρχίσω την καριέρα μου στο υπουργείο, κατάλαβα την απόκλιση που υπάρχει στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την ανάπτυξη, αυτοί που την σχεδιάζουν και αυτοί στους οποίους απευθύνεται. Και η απόκλιση αυτή μπορεί να μετρηθεί σε 180ο μοίρες πραγματικότητας.

.

Ζήτημα πρώτο: η γλώσσα, ένα αυτάρεσκο βρυξελλιώτικο language. Δέκα  ώρες άκουγα τοποθετήσεις περί εργαλείων, θεματικών ενοτήτων, στοχεύσεων, δεξιοτήτων, guidelines, επιχειρηματικότητας, καινοτομίας, περί «έξυπνης Ευρώπης». Μια γλώσσα για insiders, η διάλεκτος της ελίτ του ελληνικού δημοσίου, όπως πολύ συχνά αυτοπροσδιορίστηκαν οι συμμετέχοντες. Ακόμα κι εγώ, που υποτίθεται ότι ανήκω στους μυημένους, ένιωσα αρκετές φορές το κεφάλι μου βαρύ στους ώμους μου, κουράστηκα, τον έχανα αυτόν τον στόχο, ναι, αυτόν για τον οποίο όλοι μιλούσαν.

.

Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι ο τελικός αποδέκτης όλης αυτής της προσπάθειας που καταβάλλεται (ναι, αλήθεια καταβάλλεται), όχι μόνο δεν παρακολουθεί τη συζήτηση που γίνεται «για το καλό του», αλλά ακόμα και αν ήταν εκεί, δεν θα καταλάβαινε απολύτως τίποτα. Θα ήθελα να μπορούσα να τους ρωτήσω αν έχουν ποτέ επιχειρήσει να συνδιαλλαγούν άμεσα με τους outsiders. Αν έχουν πάει, π.χ., να μιλήσουν με τους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων (δεν μιλάω για αγρότες, η επιλογή των λέξεων δεν είναι καθόλου τυχαία) και να τους ρωτήσουν τι ακριβώς θα ήθελαν από τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης. Θα μείνουν με το στόμα ανοιχτό, αν ακούσουν σε πολύ απλά ελληνικά, πού ακριβώς έχουν σκοντάψει όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί, τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα. Όταν έκανα την ερώτηση στους συναδέλφους, η απάντηση που πήρα είναι ότι όλα βγαίνουν σε διαβούλευση. Μόνο που, βρε παιδιά, ο κτηνοτρόφος ξέρει πολύ καλά τι θέλει, όμως δεν ξέρει από υπολογιστές. Αλλά ακόμα και αν ήξερε, έτσι όπως είναι διατυπωμένη η ερώτηση, δεν θα καταλάβαινε ποτέ ότι αυτός είναι ο ερωτώμενος.

.

Ζήτημα 2ο , άμεσα συνδεδεμένο με το πρώτο: Ένα ενδιάμεσο στρώμα μεταφραστών/μεσαζόντων, έχει αναλάβει να λύσει το ζήτημα της γλωσσικής διαφοράς. Εξοικειωμένο με το language των insiders, αναλαμβάνει να το μεταφέρει με δικά του λόγια στους outsiders. Ήταν εκεί παρόντες. Είναι προφανές ότι η υποβολή ενός σχεδίου για χρηματοδότηση δεν είναι μια απλή διαδικασία, χρειάζεται ειδικούς. Όταν όμως ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί στοιχειωδώς να αναγνώσει το πρόγραμμα και να αναγνωρίσει εαυτόν μέσα σ’ αυτό, τότε είναι όμηρος της μετάφρασης του συμβούλου, ο οποίος δεν έχει πάντα τις αγαθότερες προθέσεις.[1] Στην ίδια κατηγορία και οι συλλογικοί φορείς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι εταίροι των προγραμμάτων. Χωρίς προτάσεις και σχέδιο, κατακεραύνωναν στα λόγια την επιδοματική ανάπτυξη, στο δια ταύτα, μιλούσαν για τις επιδοτήσεις.

.

Ζήτημα 3ο και μπαίνουμε στην ουσία: Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί δημιουργήθηκαν κατ’ εντολήν της Commission. Από το σημείο αυτό και μετά, το θέμα μετατοπίζεται και από τεχνικό γίνεται πολιτικό. Οι insiders και outsiders, δεν αποτελούν ελληνική καινοτομία (εντάξει, εμείς εδώ,  ίσως λίγο τα παρακάναμε), αλλά ευρωπαϊκή πατέντα. Και κατά τη γνώμη μου, αποτελεί και αυτό μια ένδειξη της συνειδητής απομάκρυνσης που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην νομενκλατούρα των Βρυξελλών και -θα το πω με λαϊκίστικο τρόπο- στους λαούς της Ευρώπης. Ο Delors, τότε, σε μιαν άλλη Ευρώπη χάραξε πολιτικές. Οι επίγονοί του, απλώς σχεδίασαν τεχνικά δελτία.

.

Ζήτημα 4ο εκ πρώτης όψεως άσχετο αλλά στην πραγματικότητα όχι και τόσο: Με 12.000 ευρώ το μήνα αμείβονται τα στελέχη της Commission, 16.000 οι διευθυντές, 300.000 το χρόνο ο Μπαρόζο και ο Ρομπάι (την ποιότητά τους δεν θα τη σχολιάσω), 370.000 ευρώ, ο Ντράγκι. Αμείβονται από άμεσους αλλά και έμμεσους φόρους των ευρωπαίων πολιτών (ένα ποσοστό του ΦΠΑ αποδίδεται στην ΕΕ). Τα σχόλια δικά σας.

.

.


.

.

[1] Παράδειγμα, από το δικό μου χώρο: το πιο δημοφιλές αγροτικό πρόγραμμα, είναι τα σχέδια εκσυγχρονισμού των εκμεταλλεύσεων, τα σχέδια βελτίωσης όπως είναι γνωστά. Οι σύμβουλοι, αναλαμβάνουν την υποβολή του σχεδίου, πληρώνονται γι΄ αυτό και καλά κάνουν. Το πρόβλημα ξεκινάει ακριβώς εδώ: εγκρίνεται το 60% των υποβαλλόμενων σχεδίων και γι΄ αυτά το κόστος της μελέτης είναι επιλέξιμη δαπάνη, καλύπτεται από κοινοτικά λεφτά. Αυτοί που δεν εγκρίνονται έχουν χάσει και τα όσα πλήρωσαν για την μελέτη. Τι πιο απλό, από το να είναι σαφή και κατανοητά από όλους τα κριτήρια ένταξης, έτσι ώστε ο ενδιαφερόμενος να ξέρει εκ των προτέρων εάν πληροί τις προϋποθέσεις; ΟΚ ο αντίλογος δεκτός, δεν μπορεί να πετύχει 100%, αλλά πάντως θα έχουμε σίγουρα και μικρότερο ποσοστό απορρίψεων και μικρότερο δημοσιονομικό κόστος ελέγχων

.

.